Η παγίδα της Χάγης, τα δεδομένα και η Ιστορία

Η παγίδα της Χάγης, τα δεδομένα και η Ιστορία

Του
ΒΑΣΙΛΗ ΤΑΛΑΜΑΓΚΑ


Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν μακρά ιστορική εμπειρία διμερών διενέξεων. Η πλειοψηφία αυτών αφορά το Αιγαίο Πέλαγος, εκτεινόμενη από τις θαλάσσιες περιοχές ως τον εναέριο χώρο. Αν και σπάνια είχαμε περιόδους φιλικών σχέσεων, ακόμη και απευθείας συνομιλιών επί των διαφορών, σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στη Βέρνη (Νοέμβριος 1976), στο Μοντρέ (Μάρτιος 1978), στη Νέα Υόρκη (Οκτώβριος 1988) και στη Μαδρίτη (Ιούλιος 1997), υπήρξαν προσπάθειες σύγκλισης.
Η πλέον ουσιαστική από αυτές τις περιόδους είναι οι διερευνητικές συνομιλίες, οι οποίες ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2002 στην Άγκυρα και συνεχίστηκαν για μια μακρά περίοδο, μέχρι την τελευταία συνάντηση της 1ης Μαρτίου 2016 στην Αθήνα. Σε ό,τι αφορά ένα συνολικό ξεκαθάρισμα, δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλές ελπίδες.
Το πολιτικό περιβάλλον επίσης δεν είναι το καλύτερο. Με τη Γαλλία στην εμπροσθοφυλακή, η ΕΕ παρενέβη στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επισήμως, η Τουρκία έχει διακηρύξει ότι «είναι αποφασισμένη να προσφύγει σε όλα τα διεθνή όργανα για να επιτύχει μια συνολική και βιώσιμη λύση». Αυτό περιλαμβάνει και την προσφυγή σε διεθνή δικαστήρια. Η πρόσφατη δήλωση από ελληνικής πλευράς, σύμφωνα με την οποία «η Ελλάδα είναι έτοιμη να προσφύγει στη Χάγη μαζί με την Τουρκία, αλλά μόνο για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, αφού εξαντλήσουμε πρώτα τη διμερή διαβούλευση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και τον πολιτικό διάλογο», έθεσε τα νέα ελληνικά όρια στην εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα.
Το μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ, το 1988, για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης είχε εκείνη την εποχή πρώτο στόχο τη μη πρόκληση επεισοδίων, ειδικά στις ημέρες των γιορτών των δύο χωρών. Από τότε μεσολάβησαν πολλά, για να καταλήξουμε στο σήμερα, όπου την περασμένη χρονιά η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία προχώρησε σε ρεκόρ παραβιάσεων του εναέριου χώρου της χώρας μας.
Αν για κάποιους στην Ελλάδα η Χάγη φαντάζει ως μερική λύση, τα δεδομένα στην πορεία προς το διεθνές δικαστήριο πρέπει να εξεταστούν διεξοδικά και με βάση τις συνεχείς προκλήσεις στο διάβα του χρόνου από την πλευρά της γείτονος.
Και αυτό γιατί η Τουρκία δεν θα συνυπογράψει προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο, παρά μόνο αν πρόκειται να πραγματοποιηθεί συζήτηση επί όλων των θεμάτων πάνω στα οποία η ίδια θεωρεί ότι έχουμε διαφορές. Δηλαδή, «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, υφαλοκρηπίδα των νησιών, ΑΟΖ.
Το όργανο
Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης είναι κύριο όργανο του ΟΗΕ και αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου οργάνου της Κοινωνίας των Εθνών, το οποίο έφερε τον επίσημο τίτλο Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο, όμως καταργήθηκε.
Συγκεκριμένα, την ίδρυση του νέου αυτού Διεθνούς Δικαστηρίου προέβλεψε ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών που υπεγράφη στις 26 Ιουνίου 1945 στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ.
Το Διεθνές Δικαστήριο συγκροτείται από 15 δικαστές, που εκλέγονται για εννιά έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που συνεδριάζουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Κάθε τρία έτη ανανεώνεται το 1/3 των δικαστών. Οι δικαστές εκλέγονται για εννιά έτη με βάση τα προσόντα τους και όχι την εθνικότητά τους, αποκλειομένης μόνο της περίπτωσης εκλογής δύο δικαστών της ίδιας εθνικότητας.
Η διαδικασία
Για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνούν για την παραπομπή της διαφοράς τους σ’ αυτό. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία και είναι υποχρεωτικές, ενώ αντίθετα οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Όλες οι χώρες που φέρονται να έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου μπορούν να παραπέμψουν σ’ αυτό οποιαδήποτε υπόθεση.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας διατηρεί το δικαίωμα να παραπέμψει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε νομική διαφορά, ενώ τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και η Γενική Συνέλευση μπορούν επίσης να ζητήσουν από αυτό δικαστική γνωμοδότηση για διάφορα νομικά ζητήματα. Επίσης, το δικαίωμα αυτό διατηρούν και άλλες διεθνείς οργανώσεις του ΟΗΕ, εφόσον προηγουμένως λάβουν την έγκριση της Συνέλευσης για θέματα της δραστηριότητάς τους.
Προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μπορούν να κάνουν μόνο κράτη και όχι ιδιώτες ή άλλοι οργανισμοί.
Τα κράτη που έχουν αποδεχθεί αυτό το καταστατικό θα μπορούν οποτεδήποτε να δηλώνουν ότι αναγνωρίζουν, χωρίς ειδική σύμβαση, ως υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για όλες τις νομικές διαφορές που αφορούν:
α. την ερμηνεία μιας συνθήκης,
β. κάθε θέμα διεθνούς δικαίου,
γ. την ύπαρξη γεγονότος που, αν διαπιστωνόταν, θα αποτελούσε παραβίαση διεθνούς υποχρεώσεως,
δ. τη φύση και την έκταση των επανορθώσεων που πρέπει να γίνουν για την παραβίαση μιας διεθνούς υποχρεώσεως.
Αν η ελληνική πολιτική ηγεσία προσφύγει τελικά στη Χάγη, θα πρέπει να κατανοήσει εκ των προτέρων ότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι τελεσίδικες, ενώ δεν έχει καταγραφεί ποτέ κάποια περίπτωση μη εφαρμογής απόφασης της Χάγης. Ιδιαίτερη σημασία στη διπλωματία έχει η παράμετρος του συνυποσχετικού.
Η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Υπό αυτό το πρίσμα, ο μόνος τρόπος να κληθεί το Δικαστήριο να αποφανθεί επί μιας διαφοράς είναι αν και τα δύο μέρη συνομολογήσουν ένα συνυποσχετικό.
Αυτό θα είναι ένα έγγραφο που θα συμφωνήσουν Ελλάδα και Τουρκία, στο οποίο θα περιγράφεται η διαφορά επί της οποίας το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει. Η σύνταξη ενός τέτοιου συνυποσχετικού δεν είναι εύκολη υπόθεση, μιας και απαιτεί γενναίες παραδοχές, έστω και για να μπει μια χώρα σε σχετική συζήτηση.
Το Δικαστήριο μπορεί να ανατρέξει σε όλο το σύνολο των διεθνών κανόνων, εφόσον οι χώρες δεν αναφερθούν στο συνυποσχετικό που θα συνομολογήσουν σε συγκεκριμένες συμβάσεις και συνθήκες για την επίλυση της διαφοράς τους. Για παράδειγμα, κλειδί στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, την οποία η Τουρκία δεν έχει κυρώσει.Η Ελλάδα αναγνωρίζει ως βασική και μόνη διαφορά με την Τουρκία το ζήτημα του προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί ειδική περίσταση, που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής.
Η Τουρκία μάλιστα δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958, ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι οποίες ορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τους τρόπους οριοθέτησής της.
Το παρελθόν
Οι αποφάσεις της Χάγης τείνουν να είναι πάντα συμβιβαστικές. Η ελληνική πολιτική ηγεσία που θα το αποφασίσει πρέπει να ανατρέξει στην ελληνική ιστορία.
Όταν, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε να απαντήσει στις τουρκικές έρευνες για πετρέλαιο εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας με προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, τότε, παρά τις προσπάθειες που έγιναν και τη συνεννόηση με την κυβέρνηση Ντεμιρέλ, η Τουρκία υπαναχώρησε και δεν υπήρξε κατάληξη. Για κάποιους η Τουρκία υποχώρησε γιατί έχανε την υπόθεση.
Με δεδομένη τη διεθνή εμπειρία από τις γαλλοβρετανικές διαφορές στη Μάγχη, όπου εκεί το διεθνές δικαστήριο βασίστηκε πάνω στην αρχή της ίσης κατανομής –κάτι που βολεύει τις τουρκικές θέσεις– η προσφυγή στη Χάγη έχει πολιτικές παραμέτρους, που είναι άρρηκτα δεμένες με την ελληνική ιστορία.
Αυτός που θα αποφασίσει την προσφυγή θα σηκώσει και το βάρος της κρίσης κάποιων δικαστών, που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε υποχώρηση εθνικών δίκαιων αιώνων;
Άλλωστε για προκλήσεις κατά σημαντικών εθνικών μας θεμάτων, όπως η στρατιωτική κατοχή μέρους της Κύπρου, χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για δεκαετίες, κανείς δεν επέβαλε στην Τουρκία την προσφυγή σε ένα διεθνές δικαστήριο.
Στη σημερινή κρίσιμη εποχή με τις τεράστιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα πάντα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ