Η διεθνής θέση της Κύπρου είναι σήμερα πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι πολλοί νομίζουν


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


– Υπονομεύεται όμως από την εσωτερική ενδοτική κατολίσθηση

Oι τελευταίες απαξιωτικές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν για την Ελλάδα και την Κύπρο, οι δηλώσεις προηγουμένως του Τούρκου υπουργού Αμύνης Ακάρ και του Τούρκου Αντιπροέδρου Φουάτ Οκτάι, κατά την επίσκεψή του στην κατεχόμενη Κύπρο, δίνουν μια εικόνα του πώς αντιλαμβάνεται η Τουρκική πλευρά τις εν εξελίξει, υποτίθεται, διερευνητικές Ελληνο-Τουρκικές συνομιλίες και την προετοιμαζόμενη για τον Μάρτιο άτυπη Πενταμερή Διάσκεψη για το Κυπριακό.

Ο Τούρκος Πρόεδρος κάλεσε τον Έλληνα πρωθυπουργό «να συνειδητοποιήσει τα όριά του», να αντιληφθεί δηλαδή ότι είναι πολύ μικρός για να τα βάζει με τη «μεγάλη» Τουρκία! Αναφερόμενος ειδικότερα στο Κυπριακό, δήλωσε προκλητικά ότι «σας αρέσει, δεν σας αρέσει, θα δεχθείτε δύο κράτη στην Κύπρο. Η συζήτηση για ομοσπονδία τελείωσε». Ο Ακάρ επανέλαβε τις καταγγελίες για στρατιωτικοποίηση από την Ελλάδα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου και κατηγόρησε την Ελλάδα, τονίζοντας ότι επιδίδεται σε εξοπλισμούς που στρέφονται κατά της Τουρκίας. Ο Αντιπρόεδρος Οκτάι κάλεσε τους Έλληνες της Κύπρου «να ξεχάσουν την Αμμόχωστο».

Η ανακοίνωση του κυβερνητικού εκπροσώπου στη Λευκωσία για τις δηλώσεις Οκτάι και Ερντογάν περιορίσθηκε στα ανούσια στερεότυπα ότι η Κύπρος είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στην πρόκληση του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες και να συμβάλει στις προσπάθειες για την εξεύρεση «λύσεως» στο Κυπριακό. Ο Γενικός Γραμματέας όμως του ΟΗΕ, συμπεριφερόμενος ως ευήκοος ανταποκριτής της Βρετανικής πολιτικής, δεν θυμάται καθόλου, στη διεκπεραίωση των «καλών του υπηρεσιών του», ούτε το δεσμευτικό πλαίσιο των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας για το Κυπριακό ούτε την υποτιθέμενη κοινή βάση, πάνω στην οποία συ­γκαλείται η νέα άτυπη Πενταμερής. Αντιθέτως, δήλωσε επανειλημμένα ότι η κάθε πλευρά μπορεί να θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ό,τι θέλει! Αυτό σημαίνει, σε απλά Ελληνικά, ότι η Τουρκική πλευρά μπορεί να θέσει στη Διάσκεψη θέμα ίσης κυριαρχίας και δύο κρατών, το οποίο προβάλλει τώρα ως νέα διεκδίκηση.

Το θέμα δεν είναι καθόλου αμελητέο. Ακόμα και η συζήτηση περί ίσης κυριαρχίας σε μια Πενταμερή Διάσκεψη, στην οποία η Κύπρος δεν αντιπροσωπεύεται ως Κυπριακή Δημοκρατία, υποσκάπτει τα ψηφίσματα 550 και 641 του Συμβουλίου Ασφαλείας για το Κυπριακό, τα οποία καταδικάζουν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους και ζητούν από όλες τις χώρες-μέλη του ΟΗΕ ούτε να αναγνωρίσουν ούτε να έχουν οποιαδήποτε σχέση με αυτό. Υποσκάπτει, προφανώς, και την ίδια την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τι θα πάει να συζητήσει στη Διάσκεψη η Ελληνική πλευρά; Την ίση κυριαρχία και τη συνομοσπονδία, που είναι το ψευδώνυμο των δύο κρατών; Την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας; Το μόνιμο επιχείρημα που επιστρατεύεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η επίδειξη δήθεν της καλής θελήσεως της Ελληνικής πλευράς και η ανταπόκρισή της στις πρωτοβουλίες του Γ. Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ακόμη και όταν είναι πασιφανές ότι οι πραγματικοί αρχιτέκτονες των πρωτοβουλιών του είναι άλλοι, όπως στην περίπτωση του Σχεδίου Ανάν, εμπνευστής και αρχιτέκτονας του οποίου ήταν ο λόρδος Χάνεϊ. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν να καταγράφεται σε κάθε γύρο συνομιλιών και μια νέα Ελληνική υποχώρηση και να δημιουργείται σε βάρος της Ελληνικής πλευράς ένα ολοένα αυξανόμενο αρνητικό κεκτημένο. Η συνεχής ενδοτική διολίσθηση των Ελληνικών θέσεων έφθασε στο σημείο να καθιστά Ελληνικές θέσεις τις θέσεις που εγκατέλειπε η Τουρκική πλευρά για να προχωρήσει σε νέες, όπως η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και η λεγόμενη «πολιτική ισότητα». Η Τουρκική πλευρά διεκδικεί τώρα ίση κυριαρχία και δύο κράτη, από τα οποία μπορεί να «υποχωρήσει» και να δεχθεί συνομοσπονδία, που είναι ακόμη πιο συμφέρουσα για την Τουρκική πλευρά, γιατί θα διεσφάλιζε Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο πάνω σε ολόκληρο το νησί.

Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τον Κυπριακό λαό και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε στην Ελληνική πλευρά την ευκαιρία να απεγκλωβισθεί από την ολέθρια αυτή πολιτική, επιτομή της οποίας ήταν το Σχέδιο Ανάν. Η Κύπρος, ως χώρα-μέλος πλέον της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μπορούσε και έπρεπε να επιμείνει απαρέγκλιτα στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο ως βάση αναφοράς για την εσωτερική, συνταγματική πτυχή του Κυπριακού. Για τη διεθνή πτυχή του, ενισχυμένη από το γεγονός ότι και η κατεχόμενη Κύπρος, ως μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι Ευρωπαϊκό έδαφος, θα έπρεπε να εντείνει τον διπλωματικό της αγώνα κατά της Τουρκικής εισβολής και κατοχής, που είναι η ουσία του προβλήματος.

Η πολιτική των ηγεσιών των δύο κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, που υπερίσχυσε μετά την εκλογική ήττα του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου το 2008, οδήγησε σταδιακά στον πλήρη επανεγκλωβισμό του Κυπριακού στο ίδιο, παλαιό πλαίσιο. Ακόμη χειρότερα, ως αποτέλεσμα της ιδεοληπτικής πολιτικής του ΑΚΕΛ, που παρουσιάζει την «επαναπροσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους ως το «κλειδί» για τη «λύση» του Κυπριακού, οι υποχωρήσεις επιταχύνθηκαν ώστε να επιτευχθεί η «προσέγγιση» και η σύμπνοια με τους Τουρκοκυπρίους. Οι τελευταίοι, όμως, ακόμη και αν η πλειοψηφία τους το ήθελε, δεν θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οποιονδήποτε αυτόνομο ρόλο, γιατί αυτό που είναι πρωταρχικό για την Άγκυρα είναι ο στρατηγικός έλεγχος της Κύπρου και όχι ασφαλώς η τύχη ή η θέληση των Τουρκοκυπρίων. Οι έποικοι ήδη στην κατεχόμενη Κύπρο είναι πλειοψηφία σε σχέση με τους Τουρκοκυπρίους. Η ανεδαφική και αυτοκαταστροφική αυτή πολιτική υποστηρίζεται παρασκηνιακά από τον Βρετανικό κυρίως παράγοντα. Ο τελευταίος πρωτοστατεί στην επιβολή «λύσεως» στο Κυπριακό, που θα βασίζεται στον εδαφικό διαχωρισμό και στην αναγνώριση των τετελεσμένων. Η πολιτική όμως αυτή έγινε στη συνέχεια κοινός τόπος με την ηγεσία του ΔΗΣΥ, που υποτίθεται ότι είναι αντίπαλο πολιτικό κόμμα, συνδεδεμένο με την παράδοση της εθνικόφρονος δεξιάς. Συνδετικός κρίκος με την πολιτική αυτή είναι η υποστήριξη στο παρελθόν του Σχεδίου Ανάν από τον ιδρυτή του ΔΗΣΥ Γλαύκο Κληρίδη και στη συνέχεια από τον σημερινό Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως των μελών του ΔΗΣΥ, όπως άλλωστε και του ΑΚΕΛ, είχαν ψηφίσει όχι στο Σχέδιο Ανάν.

Η χρεοκοπία και το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει η πολιτική αυτή φαίνεται από την αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζεται το προκλητικό ξέσπασμα της Τουρκικής πλευράς και από την παθητική εμμονή στην ίδια πολιτική. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από το σκάνδαλο των διαβατηρίων, που χρησιμοποιείται και ως όπλο για τη δυσφήμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη στιγμή που επιχειρείται μια νέα έφοδος από την Τουρκική πλευρά και τους συμμάχους της για την κατάλυσή της.

Η δραματική αυτή εικόνα στην οποία βρίσκεται σήμερα η Κύπρος δεν ήταν αναπόφευκτη. Είναι το αποτέλεσμα μιας μυωπικής, παράλογης και υποκινούμενης από τον ξένο παράγοντα πολιτικής. Είναι επίσης το αποτέλεσμα ανεδαφικών και επικίνδυνων ιδεοληψιών και αυταπατών ότι η Τουρκική πλευρά θα προσέλθει σε αποδεκτή «λύση», εάν η Ελληνική πλευρά προχωρήσει σε πολύ σημαντικές παραχωρήσεις.

Έγιναν πολύ μεγάλες υποχωρήσεις, απαράδεκτες και ανεπίτρεπτες. Η Άγκυρα όμως προέβαλε κάθε φορά απαιτήσεις που αποτελούν στην πραγματικότητα μέρος του στρατηγικού της σχεδίου για την Κύπρο, το οποίο, για λόγους διπλωματικούς και προπαγανδιστικούς, αποκαλύπτει και προβάλλει επισήμως σταδιακά.

Η Κύπρος δεν προώθησε την αμυντική της θωράκιση για να μη διαταράξει δήθεν το κλίμα των διακοινοτικών συνομιλιών. Η Άγκυρα όμως δεν είχε από την πλευρά της κανένα πρόβλημα να ενισχύει συνεχώς τις δυνάμεις κατοχής. Ο Ενιαίος Αμυντικός χώρος Ελλάδος – Κύπρου, που δρομολογήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, υπονομεύθηκε και εγκαταλείφθηκε από τον Κώστα Σημίτη. Αφέθηκε με τον τρόπο αυτό ένα μεγάλο πλεονέκτημα στην Τουρκική πλευρά, που το χρησιμοποιεί απροκάλυπτα για να επιβάλει την αναγνώριση και τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων.

Η διεθνής κατάσταση εξελίχθηκε ευνοϊκά για την Κύπρο, Ελλάδα και Κύπρος έχουν σήμερα ισχυρούς συμμάχους στην περιοχή, που για παρόμοιους λόγους αντιμάχονται τις Τουρκικές βλέψεις για ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο. Η συμμαχική σχέση της Ελλάδος με το Ισραήλ και την Αίγυπτο διευκολύνει τα μέγιστα σήμερα την αεροναυτική παρουσία της Ελλάδος στην Κύπρο, όπως και τα νέα μέσα που προμηθεύεται η Ελλάδα για την Αεροπορία και το Ναυτικό της.

Υπάρχουν σήμερα οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια άλλη στρατηγική, που μπορεί να καλύπτει και τον ευρύ χώρο της Κύπρου και της Ελληνικής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι προϋποθέσεις όμως αυτές δεν πρέπει να ανατραπούν από ενδοτικές πολιτικές στο εσωτερικό μέτωπο και μια δήθεν «λύση» του Κυπριακού, που θα διεμβόλιζε τις περιφερειακές συμμαχίες μας στην Ανατολική Μεσόγειο και θα έθετε ολόκληρη την Κύπρο υπό Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο με τη μορφή ενός δικέφαλου συνομοσπονδιακού κράτους.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ