ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ ΤΕΖΑ, Η ΧΩΡΑ ΤΡΟΤΕΖΑ
Περνούν οι μέρες τάχιστα
σάν τά λεωφορεία
καί δίπλα μου καθότανε
μιά σεβαστή Κυρία,
•••
σέ ένα μέσον τής γραμμής
–ξέχασα τ’ όνομά του–
ο οδηγός θεότρελος
δέν κοίταζε μπροστά του,
•••
η διπλανή Κυρία μου
δέν έλεγε κουβέντα
– είναι τό «μέσον» εποχής
κι η σιωπή πατέντα,
•••
στό διπλανό τό κάθισμα
τού οδηγού μπροστά μας
κάποιοι αθίγγανοι γελούν
καί κλαίει η καρδιά μας,
•••
πού διάβολο τό βρήκανε
τό γέλιο καί γελάνε
τήν ώρα πού οι μάσκες μας
σ’ άλλο καιρό μάς πάνε,
•••
είπα νά πώ στόν οδηγό
μήπως τούς συνετίσει
καί τό μακάβριο γέλιο τους
ολίγον σταματήσει,
•••
μά η Κυρά κατάλαβε
καί μού κρατά τό χέρι
κοιτάζοντας μέ δάκρυα
εμένα τό «ξεφτέρι»,
•••
ευγενικά κρατήθηκα
καί ζήτησα συγγνώμη
καί η Κυρά μού γέλασε
καί τήν θυμάμαι ακόμη,
•••
ευγενικά τήν ρώτησα
γιατί τόση λατρεία
στούς αγενείς αθίγγανους
μές στά λεωφορεία,
•••
εκείνη χαμογέλασε
ειρωνικά λιγάκι
καί έτσι μού απάντησε:
«Μήπως πεινάς λιγάκι;»
•••
μού φάνηκε αλλόκοτος
ο λόγος τής Κυρίας
στά μάτια τήν εκοίταξα
πλήρης τής… απορίας,
•••
αυτή τήν τσάντα άνοιξε
καί βγάζει δυό μπισκότα
καί μέ ευγένεια σεμνή
τά πρόσφερε στήν «κότα»,
•••
τά έχασα ο δυστυχής
κι αρνήθηκα τό δώρο.
Αυτή τότε σηκώθηκε
χωρίς νά κάνει ντόρο,
•••
τόν οδηγό πλησίασε
μαζί καί τήν παρέα
καί τούς προσφέρει τό γλυκό
μέ λόγια Ιερέα,
•••
όταν εξαναγύρισε
μέ τό χαμόγελό της
είπε δυό λόγια άγνωστα
θαρρώ στόν εαυτό της:
•••
«Άν έχεις κάτι δίνε το
σέ φίλους ή σέ ξένους
Λεωφορείο είν’ εδώ
γιά κοίτα τούς καημένους,
•••
κάν’ τόν Σταυρό σου, Κύριε
τίποτε μήν αρνείσαι
τό παρελθόν δέν σβήνεται
καί στό παρόν… ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ».
…………………………………………
Άν σάς τύχει κάποια
παρόμοια περίπτωση,
πράξετε τό ίδιο.
τίποτα δέν πάει χαμένο
αν οι καιροί τό επιβάλλουν.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε ΕΔΩ