Να φτιάξουμε μια γενιά που θα ελπίζει στο αύριο…
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Οι χαμένοι παράδεισοι που κυνηγάμε με λάθος τρόπο δεν πρόκειται να γυρίσουν. Είμαστε πλασμένοι με λογική και υπεύθυνοι τουλάχιστον για τις ίδιες μας τις πράξεις. Μπορούμε να καταλάβουμε τι πρέπει και τι δεν πρέπει. Έχουμε ή μάλλον πρέπει να έχουμε πρώτα σεβασμό στον ίδιο τον εαυτό μας κι έπειτα στους υπόλοιπους. Άραγε, ξεχάσαμε πως η ζωή μας είναι ένα μικρό πέρασμα, που αφήνει πίσω της τα χνάρια μας στους απογόνους μας, που σίγουρα θα τα ακολουθήσουν;
Τι κάνουμε; Μπαίνουμε στα αυτοκίνητά μας και αρχίζει «η κάθοδος των μυρίων», ενώ βρίσκουμε ευκαιρία, στέλνοντας μηνύματα με το «4» ή το «6» ή το «2», και βγαίνουμε για μια βόλτα στην Αθήνα, έτσι, γιατί είναι ένας τρόπος να ξεφύγουμε από τις απαγορεύσεις. Και το κακό είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει πως περνάμε έναν πόλεμο, εγκλωβισμένοι από έναν ιό που μεταλλάσσεται και ξαναμεταλλάσσεται, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς, εκατόμβη μιας επίθεσης που δεν ξέρουμε από πού προέρχεται. Ο θάνατος, όπως φαίνεται, μας έχει σκληρύνει και η πίστη μας σε όνειρα δεν ενδιαφέρει κανέναν. Καθημερινά οι ειδήσεις έχουν γίνει ένα σκληρό ράπισμα στην ηθική μας, που έχει εξοκείλει. Εγκλήματα, κλοπές και πάλι εγκλήματα. Η βία αρχίζει από τα εφηβικά χρόνια, που σημαίνει ότι τίποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει μια νεολαία μεγαλωμένη μέσα σ’ ένα κλίμα αμφισβήτησης όλων των αξιών κι αυτό γιατί είδανε και μάθανε πως το σπουδαιότερο αγαθό είναι το χρήμα και ο τραμπουκισμός, που μπορούν να επιβάλουν μαζί με το θράσος, την ασέβεια και την ατιμωρησία της εξουσίας. Αυτό τους μάθαμε;
Και είναι αυτό εξέλιξη του πολιτισμού, που ενώ έχει θριαμβεύσει στην τεχνολογία, έχει κάνει τεράστια βήματα στην ιατρική επιστήμη, έχει αυξήσει το προσδόκιμο ζωής, άφησε στην άκρη την ηθική, ξεχνώντας ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι και ότι αυτή η εξέλιξη της τεχνολογίας θα δημιουργούσε εκβιαστές, δολοφόνους ψυχών και συνειδήσεων. Πώς μπορείς να μην κλάψεις γι’ αυτήν την ολέθρια σχέση των ανθρώπων, που έχει σαν συνέπεια η ζωή να μην αξίζει τίποτε πια, με τους εφήβους να μαχαιρώνονται, να μην υπολογίζουν τίποτε, να γίνονται συμμορίες που εκδικούνται η μία την άλλη, όπως σε άλλες χώρες.
Ένας παραλογισμός τρόπων και πράξεων, πολύ μακριά από τα ελληνικά ήθη, καλπάζει ασύδοτος και αυτοτιμωρείται, χωρίς μέλλον, χωρίς την παραμικρή σκέψη πως τώρα χρειάζεται να σταθούμε όρθιοι, ενωμένοι για να καταφέρουμε να επανέλθουμε στην κανονικότητα, να απαλλαγούμε από τη βιαιότητα, να φτιάξουμε μια γενιά που θα ελπίζει για το αύριο. Και πως δεν χρειάζεται να γίνεται κανείς άναρχος και παλικαράς για να ξεχωρίσει. Υπάρχουν πολλές επιλογές, όπως η γνώση, η μάθηση, η καλλιέργεια της ψυχής, που μπορούμε να πετύχουμε αν γυρίσουμε πίσω το βλέμμα μας στο παρελθόν και ξαναθυμηθούμε τα χρόνια που η πατρίδα μας αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της και οι άνθρωποι μακριά, από εγωισμούς και ματαιοδοξία, κατάφεραν να φτιάξουν ένα ελεύθερο κράτος. Τότε που ο φίλος, ο γείτονας ήταν σαν την οικογένειά σου, ένα με αυτήν και συμπαραστεκόταν σε κάθε πρόβλημά σου. Τότε που μαζευόταν η οικογένεια γύρω από το τραπέζι και εκεί βρισκόταν πάντα η μάνα κι ο πατέρας. Εκεί που τρώγοντας έλεγαν οι άνθρωποι τα προβλήματά τους και τα έλυναν, έτσι απλά, κάνοντάς τα μια συνηθισμένη περιπέτεια.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ