Τουρκο-Βρετανικές πανουργίες για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη «λύση» δήθεν του Κυπριακού – Ανάλυση του Π. Νεάρχου
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Από τη δεκαετία του ’50, όταν δεν έγινε δυνατή μια διμερής Ελληνο-Βρετανική συνεννόηση είτε με την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα είτε με την εγκαθίδρυση ενός συστήματος γνήσιας αυτοκυβερνήσεως, με αναβολή για αργότερα της εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως, οι Βρετανοί ανεζήτησαν στον Τουρκικό παράγοντα ένα αντίπαλο δέος για να το αντιτάξουν στο σύνθημα Ένωση και αυτοδιάθεση.
Οι Τούρκοι, με βάση τα άρθρα 16 και 20 της Συνθήκης της Λωζάννης, είχαν παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου. Αυτό όμως δεν αποτέλεσε εμπόδιο, όταν η ίδια η δύναμη που κατείχε την Κύπρο ενθάρρυνε την Άγκυρα να επιδείξει ενδιαφέρον. Πολύ περισσότερο ακόμη, όταν και η ίδια η Ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να αποδεχθεί την πρόσκληση και να συμμετάσχει στην Τριμερή Διεθνή Διάσκεψη, που είχε συγκαλέσει εκ του πονηρού η Μ. Βρετανία, στο τέλος Αυγούστου 1955 στο Λονδίνο, με παραπλανητική ημερήσια διάταξη τη συζήτηση θεμάτων ασφαλείας της Ανατολικής Μεσογείου!
Η Τουρκο-Βρετανική σύμπραξη έγινε ο κύριος άξονας της Βρετανικής πολιτικής στο Κυπριακό και εξελίχθηκε σταδιακά σε κοινή πολιτική διχοτομήσεως της Κύπρου. Οι Βρετανοί απέβλεπαν αρχικά, με την εμπλοκή του Τουρκικού παράγοντα, να υποχρεώσουν την Ελληνική πλευρά να αναδιπλωθεί ενώπιον των νέων κινδύνων και να δεχθεί σιωπηρά την παράταση της Βρετανικής παρουσίας στην Κύπρο. Τα πράγματα όμως άλλαξαν γρήγορα στην Τουρκο-Βρετανική σχέση. Πέρα από την αρχική υποδαύλιση, η Άγκυρα μετέτρεψε γρήγορα το Κυπριακό σε εθνικό θέμα και οι έξαλλες αξιώσεις της απέκτησαν αυτονομία έναντι της Βρετανικής πολιτικής.
Η Βρετανική πολιτική, που υπελόγιζε τον Τουρκικό παράγοντα, στο πλαίσιο επίσης του Συμφώνου της Βαγδάτης, για τα στρατηγικά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, ταυτίσθηκε με τη διχοτομική Τουρκική πολιτική, έστω και αν η ίδια δεν είχε λόγους να υποστηρίζει μια πλήρη διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που θα άφηνε μετέωρη τη δική της στρατηγική παρουσία στην Κύπρο.
Στο πνεύμα αυτό, έκανε ό,τι μπορούσε για να επηρεάσει και την Αμερικανική πολιτική, αξιοποιώντας γι’ αυτό και τον Τουρκικό παράγοντα, τον ρόλο του στο ΝΑΤΟ και τον κίνδυνο να διαρραγεί η συνοχή της ΝΑ Πτέρυγας του ΝΑΤΟ από την Ελληνο-Τουρκική διαμάχη για το Κυπριακό. Επηρέασε επίσης, με τα ίδια επιχειρήματα, την Αμερικανική πολιτική να υποστηρίξει την ιδέα μιας δεσμευμένης και όχι πραγματικής ανεξαρτησίας, όταν η Ελληνική πλευρά, από τα μέσα του 1957, έκανε στροφή στην πολιτική της προς την ανεξαρτησία, ενώπιον του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί με την προβολή από την Βρετανική πλευρά της λεγόμενης «διπλής αυτοδιαθέσεως», της χωριστής δηλαδή αυτοδιαθέσεως της Κύπρου, που θα οδηγούσε προφανώς στη διχοτόμηση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Διαλύουν την Κυπριακή Δημοκρατία
Καθοριστικό ρόλο στο θέμα αυτό διεδραμάτισε επίσης η ύπαρξη στους κόλπους της Ελληνικής πλευράς ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο υπολαμβανόταν από τους αντικομουνιστικούς παράγοντες του Ψυχρού Πολέμου ως κίνδυνος, εάν η Ελληνική πλειοψηφία ήταν από μόνη της ανεξάρτητη και δεν ελεγχόταν από ένα Τουρκικό χειρόφρενο. Αναλογίζεται κανείς με θλίψη τον ρόλο που διαδραματίζει σήμερα η ηγεσία του ΑΚΕΛ στο Κυπριακό, πρωτοπορώντας σε ενδοτισμό, με φύλλο συκής την «προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους» και σε παρασκηνιακή αγαστή σύμπνοια με τον ξένο παράγοντα, πρωτίστως Βρετανικό.
Η Τουρκο-Βρετανική στρατηγική συμμαχία στο Κυπριακό, που άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, είναι ζωντανή, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, παρά τις μεγάλες αλλαγές και τα γεγονότα που μεσολάβησαν. Τι επιδιώκει η Μεγάλη Βρετανία σήμερα στην Κύπρο και τι είδους σχέσεις επιδιώκει γενικότερα με την Άγκυρα;
Μια ένδειξη για το τι επιδιώκει είναι το Σχέδιο Ανάν του 2004. Αρχιτέκτονας του Σχεδίου ήταν ο λόρδος Χάνεϊ. Η Βρετανική πολιτική δεν εγκατέλειψε τον ρόλο αυτό, μετά την απόρριψη του Σχεδίου από τον Κυπριακό λαό. Συνέχισε τον ίδιο ρόλο στο παρασκήνιο, παραδίδοντας τη σκυτάλη σε νέους διπλωματικούς πρωταγωνιστές και συνεργαζόμενη στενά με την Αμερικανική πολιτική, το βάρος της οποίας θεωρεί απαραίτητο για την προώθηση οποιουδήποτε Σχεδίου.
Η Βρετανική πολιτική ενεργεί συστηματικά με το καπέλο του ΟΗΕ και ειδικότερα της ελεγχόμενης Πολιτικής Γραμματείας του και του Γ. Γραμματέα, ο οποίος είναι επιφορτισμένος από το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέχει «καλές υπηρεσίες» για την προώθηση λύσεως του Κυπριακού. Ο σημερινός Γ. Γραμματέας κ. Αντόνιο Γκουτιέρες, από την ιστορικά φιλο-Αγγλική Πορτογαλία, είναι ιδιαίτερα ευεπίφορος στην Αγγλική επιρροή.
Η Μ. Βρετανία βλέπει σήμερα την Κύπρο, όπως και παλαιότερα, στη δεκαετία του ’50 και αργότερα, ως πολύ σημαντικό στρατηγικό έρεισμα σε μια εξόχως στρατηγική περιοχή, η σημασία της οποίας σήμερα έχει περαιτέρω ενισχυθεί. Πριν από τη δεκαετία του ’50 η Μ. Βρετανία είχε πολλά ερείσματα στην περιοχή. Η κατάρρευση όμως σταδιακά όλων των άλλων, αρχής γενομένης από την Αίγυπτο, κατέστησε την Κύπρο μοναδικό ουσιαστικό Βρετανικό έρεισμα στην περιοχή. Είναι ενδεικτική η μεταφορά στην Κύπρο από το Σουέζ του Βρετανικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, το 1955.
Η Βρετανική πολιτική συμβιβάσθηκε το 1959-60, με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με την αλλαγή του στρατηγικού της δόγματος, σύμφωνα με το οποίο δεν χρειάζεται ολόκληρη την Κύπρο ως βάση, αλλά βάσεις στην Κύπρο. Ανομολόγητη όμως παραδοχή ήταν ότι προϋπόθεση για την ισχύ του δόγματος αυτού είναι το υποτιθέμενο «ανεξάρτητο» Κυπριακό κράτος, μέσω του διαιρετικού και ανταγωνιστικού συντάγματος που του επεβλήθη, να μην μπορεί να έχει καμιά πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία.
Οι Βρετανικές ανησυχίες άρχισαν όταν διεπίστωσαν, από τα πρώτα βήματα του νέου κράτους, ότι η κατάσταση αυτή δεν ήταν βιώσιμη. Ήταν φυσιολογικό η εθνική ηγεσία της Κύπρου, στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, να επιδιώξει να κατακτήσει πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία μέσα από διεθνή υποστήριξη και ειδικότερα μέσα από τον ΟΗΕ, στους κόλπους του οποίου είχαν ενισχυθεί οι νέες χώρες, που ήταν προηγουμένως αποικίες.
Η Βρετανική πολιτική συνεργάσθηκε με την Άγκυρα για την προώθηση του εδαφικού διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων. Έκριναν ότι δεν αρκούσε πλέον η λειτουργική, διοικητική διχοτόμηση. Έπρεπε να προσλάβει και εδαφική μορφή.
Η Βρετανική πολιτική, παρά τις ταλαντεύσεις που υπήρξαν στη δεκαετία του ’70, σχετικά με τη χρησιμότητα των βάσεων και τη διατήρησή τους έναντι ενός αρκετά υψηλού κόστους, υποστηρίζει έντονα σήμερα τη διαφύλαξη, μέσω Κύπρου, της στρατηγικής παρουσίας της Μ. Βρετανίας στην περιοχή. Η στρατηγική αναβάθμιση της τελευταίας, μετά την ανεύρεση μεγάλων ενεργειακών κοιτασμάτων και τις περιφερειακές γεωπολιτικές ανακατατάξεις, ενισχύει το ενδιαφέρον και τη θέληση της Μ. Βρετανίας να παραμείνει στην Κύπρο και να θέλει να πρωτοστατήσει, σε συνεργασία με την Άγκυρα, σε «λύση» του Κυπριακού, που να συμβιβάζεται με τα στρατηγικά της συμφέροντα και τις σχέσεις που επιδιώκει με την Άγκυρα.
Κοινός παρονομαστής της επιδιωκόμενης από την Άγκυρα και το Λονδίνο «λύσεως» του Κυπριακού είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η υποκατάστασή της από ένα συνομοσπονδιακού τύπου δικέφαλο μόρφωμα, που θα μετέτρεπε ολόκληρη την Κύπρο σε Τουρκικό κατ’ αρχήν προτεκτοράτο, εφόσον καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να ληφθεί χωρίς Τουρκική συναίνεση, αλλά και σε χώρο Βρετανο-Τουρκικής κυριαρχίας.
Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι διαχρονικός στόχος της Βρετανο-Τουρκικής συνεργασίας. Επιδιώχθηκε το 1963-64, το 1974, το 2004 με το Σχέδιο Ανάν. Δεν έχουν γι’ αυτό κανένα ελαφρυντικό όσοι από τους ιθύνοντες στην Ελλάδα και στην Κύπρο προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο και εμπλέκονται σε συζητήσεις για την ίδια την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας με άλλοθι τη «λύση» δήθεν του Κυπριακού. Δεν υπάρχει αποδεκτή λύση του Κυπριακού χωρίς τη διαφύλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι βάθρο ελευθερίας και κυριαρχίας.
Ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις στον Αττίλα, με τον φενακισμό μιας δήθεν «επανενώσεως», θα έθεταν σε άμεσο κίνδυνο ολόκληρη την Κύπρο και το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ