Τι σημαίνει η επιλογή Ντράγκι για την ιταλική πρωθυπουργία; – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι θα είναι πιθανότατα ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας. Παρόλο που οι περισσότεροι παριστάνουν τους ξαφνιασμένους, η επιλογή του ιταλού Προέδρου Ματαρέλα για κυβέρνηση τεχνοκρατών μοιάζει προσχεδιασμένη.

Μάλιστα το σκηνικό της ανόδου του κ. Ντράγκι στα πολιτικά πράγματα της έβδομης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου θυμίζει αρκετά (τηρουμένων των αναλογιών) τα γεγονότα που προηγήθηκαν του σχηματισμού της κυβέρνησης Μόντι στην Ιταλία και Παπαδήμου στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 2011.

Όπως και τότε, έτσι και τώρα είναι κοινό μυστικό ότι οι οικονομικές πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης έχουν αποτύχει και η Ιταλία όπως και η Ελλάδα βρίσκονται μπροστά σε σημαντικές αναδιαρθρώσεις. Σε αυτό έχουν προστεθεί οι τραγικές επιδόσεις της χώρας στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Συγκεκριμένα, η Ιταλία έκλεισε το 2020 με ύφεση κοντά στο 9%, τη μεγαλύτερη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η οικονομική συρρίκνωση συνοδεύτηκε από απώλειες μισού εκατομμυρίου θέσεων εργασίας. Το ίδιο διάστημα, ο πρώην πρωθυπουργός Κόντε ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση με τις εταιρείες Pfizer και AstraZeneca για καθυστερήσεις στην παράδοση των εμβολίων, ενώ η χώρα θρηνεί εκατόμβες νεκρών. Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, το κόμμα Viva του πρώην πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι απέσυρε τη στήριξή του από την κυβέρνηση, οδηγώντας τον πρωθυπουργό Κόντε σε παραίτηση.

Η πρώτη αντίδραση του «δημοκρατικού» πολιτικού τόξου ήταν η οργή προς το Ρέντσι και το κόμμα του. Όλοι θεώρησαν ότι με την ενέργειά του αυτή σπρώχνει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές εν μέσω πανδημίας, εκλογές που θα έφερναν στα πράγματα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τον ακροδεξιό συνασπισμό της Λέ­γκας και της Ιταλικής Αδελφότητας. Όμως ο Πρόεδρος Ματαρέλα φάνηκε ως έτοιμος από καιρό. Δήλωσε ότι είναι αντίθετος με τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών και μόλις οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα έδειξαν να οδηγούνται σε αδιέξοδο στράφηκε στον Ντράγκι.

Ο πρώτος που έσπευσε να χειροκροτήσει την επιλογή του ήταν –ποιος άλλος;– ο Ματέο Ρέντσι. Σε συνέντευξή του στο αμερικανικό δίκτυο CNBC δήλωσε ευθαρσώς ότι η επιλογή Ντράγκι αποτελεί δικαίωση της πρωτοβουλίας του να ρίξει την κυβέρνηση Κόντε. Συμπλήρωσε δε ότι οι βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης Ντράγκι θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας, η αξιοποίηση των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Προφανώς, η κυβέρνηση Ντράγκι δεν θα είναι απλά ο εγγυητής της διανομής των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης, όταν και αν φθάσουν στη γείτονα χώρα. Θα είναι ο μηχανισμός επιβολής των αντιλαϊκών μέτρων που θα ληφθούν στο όνομα της αξιοποίησης αυτών των χρημάτων. Είναι σαφές ότι το ιταλικό δημόσιο χρέος και το ιταλικό τραπεζικό σύστημα είναι τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ESM, που έχει προγραμματιστεί για την 1/1/2022.

Να θυμίσουμε ότι την ημερομηνία αυτή ο ESM θα μετατραπεί σε δανειστής τελευταίας καταφυγής για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Να θυμίσουμε επίσης ότι στην προοπτική αυτή είχε θέσει αρχικά βέτο ο παραιτηθείς Κόντε για να το άρει μετά τη συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης. Προαπαιτούμενο για την αναβάθμιση του ESM είναι το ξεκαθάρισμα των ισολογισμών των τραπεζών από «κόκκινα» δάνεια αλλά και η απελευθέρωση / επιτάχυνση των πλειστηριασμών.

Αυτή θα είναι η βασική δουλειά του κ. Ντράγκι. Έτσι εξηγείται και ο ενθουσιασμός των αμερικανικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης όταν ανακοινώθηκε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο πρόσωπό του. Εκτός από τη συνέντευξη Ρέντσι στο CNBC και η ιστορική εφημερίδα «Washington Post» είχε εκτενές αφιέρωμα στον Ντράγκι και την κυβέρνηση τεχνοκρατών που ετοιμάζει. Δεν είναι μυστικό άλλωστε ότι ο ιταλός πρώην κεντρικός τραπεζίτης έχει στενές σχέσεις με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs, που ονειρεύεται ήδη χρυσές δουλειές στην Ιταλία, στο πλαίσιο αυτών των αναδιαρθρώσεων.

Ανάλογα προβλήματα με την Ιταλία αντιμετωπίζει και η Ελλάδα. Ήδη συζητιέται η αναβάθμιση του σχεδίου «Ηρακλής» για τις τράπεζες, υπάρχει έντονη συζήτηση για τις συνέπειες από την εφαρμογή του νέου πτωχευτικού νόμου, ενώ το δημόσιο χρέος έχει φτάσει το 223% του ΑΕΠ. Παρόλο που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι συνέπειες των αποφάσεων που θα κληθεί να πάρει είναι πολύ σημαντικές για την κοινωνία για να τις σηκώσει μόνη της. Να μην ξεχνάμε ότι και το 2011 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αυτοδύναμη ήταν, όταν ο Παπανδρέου παρέδωσε την πρωθυπουργία στον Παπαδήμο…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ