Ας συμπεριφερθούμε θετικά, κάτι μπορεί να αλλάξει… – Της Μ. Καρακλιούμη

Ας συμπεριφερθούμε θετικά, κάτι μπορεί να αλλάξει… – Της Μ. Καρακλιούμη


Της
ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΡΑΚΛΙΟΥΜΗ
Πολιτικής Αναλύτριας RASS


Προ ολίγων ημερών η πρωτοκαθεδρία του κορονοϊού στη δημόσια ατζέντα κλονίστηκε από τις καταγγελίες για σεξουαλική ή και ψυχολογική παρενόχληση από διάσημους και μη συμπολίτες μας.

Με αφορμή αυτήν τη συζήτηση θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα θέμα που δεν απασχολεί συχνά τη δημόσια κουβέντα, αλλά πληγώνει καθημερινά έναν σημαντικό αριθμό εργαζόμενων και βεβαίως την παραγωγική βάση της χώρας. Αναφέρομαι στον εργασιακό εκφοβισμό, όπου καθημερινά εκδηλώνεται στους χώρους εργασίας, φαινόμενο που συναντάται συχνά, αλλά σπάνια αναφέρεται.

Στην Ελλάδα ένας στους δέκα εργαζόμενους παραδέχεται συνθήκες εργασιακού εκφοβισμού, ενώ οι μισοί εξ αυτών μιλούν και για περιστατικά σωματικής βίας. Το φαινόμενο παλιό και εκτεταμένο. Βασικός διδάξας το Ελληνικό Δημόσιο, ποιος δεν ανακαλεί περιπτώσεις δυσμενών μεταθέσεων υπαλλήλων γιατί «δεν ήταν δικοί μας» ή παραγκωνισμού ευφυών και ικανών εργαζομένων επειδή η ευστροφία των αιρετών δεν ήταν αρκετή να διακρίνει τις δυνατότητές τους.

Στον ιδιωτικό τομέα το φαινόμενο υπήρξε ακόμη πιο έντονο, λόγω της βυζαντινής νοοτροπίας του έλληνα εργοδότη. Οι συνθήκες εργασίας του μπακαλόγατου «Ζήκου» στη γνωστή ταινία προκαλούν μεν τον γέλωτα, περιγράφουν δε ένα υπαρκτό φαινόμενο. Την υποτίμηση, τη χλεύη και εντέλει τη σωματική βία στη βάση μιας ιδιοκτησιακής αντίληψης προς τον εργαζόμενο, όπως πολύ λυρικά την περιέγραφε και ο Βιζυηνός στο «Μικρό ραφτόπουλο», όταν μάθαινε την τέχνη του στην Πόλη.

Η περίοδος της Μεταπολίτευσης, που κατά τη γνώμη μου άφησε πολλά θετικά στη χώρα, δεν κατάφερε να περιορίσει το φαινόμενο και δυστυχώς το επέτεινε. Οι baby boomers, τα αφεντικά της δεκαετίας του ’80 και του ’90, που από επιλογή ή συγκυρία βρέθηκαν με επιχειρήσεις, οι οποίες μεγεθύνθηκαν λόγω του οικονομικού κλίματος, δεν κατάφεραν να φέρουν μια άλλη κουλτούρα διοίκησης. Έτσι η μικρομεσαία επιχείρηση, κατά τα άλλα ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αντί να αλλάξει, να βελτιωθεί και να αξιοποιήσει τα παιδιά της, που με περισσά προσόντα ήρθαν να την υπηρετήσουν, προτίμησε να τα υποτιμήσει, να τα υπονομεύσει και να τα απογοητεύσει.

Ποιος δεν θυμάται το ωράριο «εννέα με πέντε» να γίνεται «εννέα με πάντα», τις καινοτόμες ιδέες να απορρίπτονται ή στην καλύτερη να παρουσιάζονται ως πρωτότυπη σκέψη της εργοδοσίας και την παραμονή στην εργασία να μην εξαρτάται από την αξία σου, αλλά από τη διάθεσή σου να σκύψεις το κεφάλι και να «βγάλεις τον σκασμό» διότι η ανεργία σε περιμένει.

Στην πραγματικότητα, οι κατέχοντες εξουσία στην εργασία καταχράστηκαν την ισχύ τους και έχτισαν τις καριέρες τους. Οι μεγάλοι χαμένοι ήταν οι υπερπροσοντούχοι, οι άνθρωποι της επόμενης γενιάς, που πάλεψαν για τη γνώση με στόχο ένα καλύτερο μέλλον και έμειναν με προίκα την υπερεργασία και την υπερκόπωση, διότι ο εργασιακός εκφοβισμός στην Ελλάδα, τουλάχιστον ακόμη, δεν θεωρείται ασθένεια.

Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η νέα συνθήκη που δημιουργήθηκε με την πανδημία, όπου στη δίνη της τεχνολογικής εξέλιξης οι εργαζόμενοι είναι πια 24ωρης διαθεσιμότητας. Με όχημα την τεχνολογία, α­ντί για αναγέννηση, βιώνουμε εργασιακό Μεσαίωνα. Οι εργοδότες, με δικαιολογία την οικονομική στενότητα που δημιουργεί η πανδημία, ξεχνούν νόμους και κανόνες. Εδώ έρχεται ο ρόλος της Πολιτείας. Η κυβέρνηση, μεταξύ άλλων, οικοδόμησε το αφήγημά της στην αριστεία, ας ξεκινήσει περιφρουρώντας την στις συμπεριφορές στην εργασία. Στην τελική είναι θέμα δημοκρατίας.

Άλλωστε οι χαρούμενοι εργαζόμενοι γίνονται πιο δημιουργικοί άνθρωποι και εξελίσσονται σε σκεπτόμενους πολίτες με θετική διάθεση. Φτάνει πια η συμπίεση και ο θυμός, η χώρα έχει ανάγκη την αισιοδοξία…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ