Η ενδοτική σπουδή Αθήνας και Λευκωσίας υποβοηθά τους διπλωματικούς ελιγμούς της Άγκυρας – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

Η ενδοτική σπουδή Αθήνας και Λευκωσίας υποβοηθά τους διπλωματικούς ελιγμούς της Άγκυρας – Ανάλυση του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Υπήρξε κάποια ευοίωνη ένδειξη από την πρώτη συνάντηση των διερευνητικών συνομιλιών; Ασφαλώς όχι. Θα ήταν παράλογο, άλλωστε, να αναμένει κανείς κάτι τέτοιο. Αυτά, αντιθέτως, που μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει είναι, πρώτον, η επικοινωνιακή αναβάθμιση των συνομιλιών εκ μέρους της Τουρκικής πλευράς και, δεύτερον, η εμμονή της σ’ όλα τα θέματα που προβάλλει αυθαιρέτως ως προβλήματα και θέλει να περιληφθούν στον Ελληνο-Τουρκικό «διάλογο».

Η επικοινωνιακή αναβάθμιση με την επιλογή του εμβληματικού ανακτόρου του Ντολμά Μπαχτσέ ως χώρου διεξαγωγής των διερευνητικών συνομιλιών και με την παρουσία του συμβούλου του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, εξηγείται από τη θέληση της Τουρκικής πλευράς, κατά πρώτο λόγο, να παρουσιάσει μια εικόνα μεγαλείου και μιας Τουρκίας που προτρέχει στην «ειρηνική» επίλυση των προβλημάτων της με την Ελλάδα και, κατά δεύτερο λόγο, να προκαταλάβει την Αμερικανική πολιτική, μετά την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο.

Η άσκηση διπλωματικής γοητείας απευθύνεται, ασφαλώς, και προς την Ευρώπη. Η Άγκυρα ανησυχεί όμως λιγότερο από αυτήν την πλευρά, γιατί πιστεύει ότι το Γερμανικό έρεισμα που διαθέτει εκεί μπορεί να της προσφέρει κάλυψη ακόμη και έναντι μιας μεγάλης Ευρωπαϊκής χώρας, όπως η Γαλλία, που είναι ιδιαίτερα εκνευρισμένη και θυμωμένη από τις Τουρκικές πολιτικές στην Ανατολική Μεσόγειο και την Αφρική. Η Άγκυρα γνωρίζει όμως ότι αν δεν συμπλεύσει προς την ίδια κατεύθυνση και η Αμερικάνικη πολιτική, δεν μπορεί να εξορκισθεί η αβεβαιότητα του καθεστώτος. Θα επηρεαζόταν, επίσης, σ’ αυτή την περίπτωση και η Ευρωπαϊκή πολιτική. Η σπουδή, επομένως, από την πλευρά της Άγκυρας για την εξασφάλιση πιστοποιητικού καλής συμπεριφοράς έχει ως στόχο να προκαταλάβει και να επηρεάσει προς την επιθυμητή κατεύθυνση την Αμερικανική πολιτική και να προετοιμάσει το έδαφος για μια μεγάλη Τουρκική διπλωματική ανατροπή στην Ευρώπη.

Η τελευταία έχει ως ειδικότερους στόχους:
• Τον τορπιλισμό κάθε ενδεχομένου επιβολής Ευρωπαϊκών κυρώσεων τώρα ή στο μέλλον,
• Τη μετατροπή της Ευρωπαϊκής Συνόδου του Μαρτίου σε ευκαιρία για νέο ξεκίνημα στις Ευρω-Τουρκικές σχέσεις, με ακριβά Ευρωπαϊκά δώρα, μια νέα συμφωνία για το μεταναστευτικό με πολλά δισ. ευρώ, αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση, που θα σήμαινε πολύ περισσότερα δισ. κάθε χρόνο και διαμεσολαβητική Ευρωπαϊκή βοήθεια, που θα αποστασιοποιούσε, τουλάχιστον, την Ευρωπαϊκή Ένωση από την οφειλόμενη αλληλεγγύη προς δύο χώρες-μέλη, με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, που είναι ταυτοχρόνως και Ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Υποτίθεται ότι η Ευρωπαϊκή ανταπόκριση στα Τουρκικά αιτήματα θα έχει ως στόχο τη συγκράτηση και απόκλιση της Τουρκίας προς το Δυτικό αγκυροβόλιο, από το οποίο απειλεί να αποστασιοποιηθεί ακόμη περισσότερο, εάν δεν βρει την αναμενόμενη κατανόηση. Το παιχνίδι αυτό του επαμφοτερισμού και της αξιοποιήσεως, προς ίδιον όφελος, του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή το γνωρίζει καλά ο Ερντογάν. Το μεγαλύτερο ίδιον όφελος που επιδιώκει, τη φορά αυτή, είναι η κατάκτηση της μεγαλύτερης δυνατής αυτονομίας από την Τουρκία, η οποία θα της επιτρέπει να χαράσσει τη δική της αυτόνομη πορεία, για να καταστεί, όπως φιλοδοξεί, μια μεγάλη διακριτή δύναμη στον μεγάλο γεωπολιτικό χώρο μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, που είναι υπό ταχύτατη μετάλλαξη.

Προνομιακός άξονας ισχύος στην προοπτική αυτή, παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη, θεωρείται η όσο το δυνατόν αυτόνομη αμυντική βιομηχανία και τεχνολογία. Η Τουρκία, στον τομέα αυτό, σημείωσε σημαντική πρόοδο. Εκτιμάται ότι καλύπτει σήμερα με τη δική της παραγωγή άνω του 70% των αμυντικών της προμηθειών. Το πλεονέκτημα αυτό ενισχύεται από τη στενότερη ακόμη προσέγγισή της με χώρες όπως το Πακιστάν, που διαθέτει πολύ προωθημένη πυραυλική και πυρηνική τεχνολογία. Αντλεί επίσης τεχνολογία για την ανάπτυξη της δικής της βιομηχανίας από πολλές άλλες χώρες, Δυτικές και Ανατολικές.

Η αμυντική, πολιτική και ιδεολογική αυτονόμηση της Άγκυρας μειώνει, προφανώς, και τα περιθώρια ασκήσεως επιρροής επί των πολιτικών της από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, που υπολογίζει στους παράγοντες αυτούς για την ανάσχεση του Τουρκικού κινδύνου.

Ποια θα είναι και τι θα επιδιώξει στις σχέσεις με την Τουρκία η πολιτική της νέας Αμερικανικής Προεδρίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι κατηγορηματική. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι η νέα Προεδρία δεν θα προσφερθεί στη διπλωματία της πίσω πόρτας, που χαρακτήρισε τον προηγούμενο Πρόεδρο. Ο πρώην Αμερικανός απεσταλμένος στη Συρία Τζέιμς Τζέφρι εκτίμησε, σε δηλώσεις του, ότι θα είναι δύσκολες οι Αμερικανο-Τουρκικές σχέσεις.

Είναι προφανές ότι η Αμερικανική πολιτική δεν μπορεί να συμβιβασθεί με την πολιτική Ερντογάν και θα αναζητήσει την υποστήριξη ενός διαδόχου σχήματος, που θα μπορούσε, από ορισμένες, τουλάχιστον απόψεις, να επαναφέρει την Τουρκία και τις σχέσεις μ’ αυτήν σε πιο διαχειρίσιμη κατάσταση. Κρίσιμος παράγων στο σενάριο αυτό είναι η Τουρκική οικονομία, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τα προβλήματά της με τις ενέσεις ρευστού από το Κατάρ και το Αζερμπαϊτζάν και την αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών με την Κίνα.

Κρίσιμος από την άποψη αυτή είναι ο ρόλος της Ευρώπης. Η τελευταία, με πρωτοστάτη τη Γερμανία, έρχεται αρωγός, συστήνοντας την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας για το μεταναστευτικό και την αποδοχή μιας αναβαθμισμένης τελωνειακής ενώσεως με την Τουρκία. Στην πραγματικότητα, με το πακέτο αυτό και με τις πιέσεις προς την Ελλάδα «να ανταποκριθεί» στην προθυμία της Τουρκίας για διερευνητικές συνομιλίες, η Γερμανία αναλαμβάνει ρόλο προαγωγού του Τουρκικού σεναρίου γι’ αποτροπή, όχι μόνο Ευρωπαϊκών, αλλά και Αμερικανικών κυρώσεων προς την Τουρκία και εξομάλυνση των Τουρκο-Αμερικανικών σχέσεων, χωρίς ουσιαστική αλλαγή της Τουρκικής πολιτικής και του καθεστώτος, βεβαίως, Ερντογάν.

Η Ελληνική πλευρά έσπευσε να υπερακοντίσει υπέρ της πολιτικής αυτής, αποδεχόμενη, με σπουδή, διερευνητικές συνομιλίες, χωρίς σαφές πλαίσιο, που να παραπέμπει στο διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, πριν από το κρίσιμο ραντεβού του Μαρτίου στην Ευρώπη και πριν από την αποσαφήνιση της πολιτικής του νέου Αμερικανού Προέδρου για τις σχέσεις με την Τουρκία. Χειρότερα όμως ακόμη, έσπευσε να δεχθεί και να υποστηρίξει τη νέα άτυπη Πενταμερή για το Κυπριακό, που επιτηδείως προσδιορίσθηκε για το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου, και Διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Για την τελευταία τίθεται το ερώτημα για το ποια είναι η σκοπιμότητά της για την Ελλάδα, όταν είναι σαφές και δεδομένο το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, που διέπει και την Ανατολική Μεσόγειο.

Η κατευναστική αυτή προσέγγιση της Ελληνικής πλευράς στο διπλωματικό επίπεδο διευκολύνει, προφανώς, όλους αυτούς που συνηγορούν υπέρ της εξομαλύνσεως των σχέσεων των ΗΠΑ και της Ευρώπης με την Τουρκία, η οποία όμως δεν αποκρύπτει τους στόχους της σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου. Η προσέγγιση αυτή θα ήταν ακόμη πιο επικίνδυνη και αυτοκαταστροφική, εάν επηρέαζε τελικά και τις βασικές εξοπλιστικές επιλογές της χώρας, που αφορούν άμεσα το Πολεμικό Ναυτικό. Οι νέες φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού πρέπει να επιλεγούν με αυστηρά επιχειρησιακά κριτήρια, τα οποία καθόρισε σαφώς από χρόνια το Πολεμικό Ναυτικό. Να έχουν, δηλαδή, δυνατότητα άμυνας περιοχής, με ισχυρό ραντάρ και αντιαεροπορικούς πυραύλους μακρού βεληνεκούς, όπως επίσης στρατηγικά όπλα μακρού πλήγματος.

Η αβεβαιότητα για την Αμερικανική πολιτική έναντι της Τουρκίας επιβάλλει στη χώρα μας ως αδήριτη ανάγκη την παράλληλη στρατηγική σχέση με τη Γαλλία, η οποία μπορεί και είναι πρόθυμη να διαθέσει στη χώρα μας όπλα στρατηγικής αποτροπής και συμμερίζεται, ταυτόχρονα, με την Ελλάδα και τους περιφερειακούς συμμάχους της την ανάγκη να αναχαιτισθεί η Τουρκική απειλή στην Ανατολική Μεσόγειο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ