Το κύκνειο άσμα των εργασιακών σχέσεων και της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης

Το κύκνειο άσμα των εργασιακών σχέσεων και της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης


Των
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
και
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΜΠΕΤΣΗ
Δρος Παντείου Πανεπιστημίου


Η πρόσφατη (22/1/2021) επίσκεψη του πρωθυπουργού στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, σε συνδυασμό με τα τρία βασικά σημεία (επίσπευση έκδοσης των 440.000 συνολικών εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης, έγκαιρη κατάρτιση και κατάθεση των δύο νομοσχεδίων για την περαιτέρω απορρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας και την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στο Κοινοβούλιο) της ομιλίας του, σηματοδοτεί, ιδιαίτερα η αναφορά στα δύο σχέδια νόμου, αφενός την πλήρη αποκαθήλωση των εργασιακών σχέσεων και αφετέρου το κύκνειο άσμα της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης.

Πιο συγκεκριμένα, η νομοθετική διεύρυνση όλων των μορφών ευελιξίας (απασχόλησης, εισοδήματος, χρόνου εργασίας –απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση–, εργασιακών δικαιωμάτων κ.λπ.), καθώς και η απόπειρα κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, συνοδευόμενα από λανθασμένα επιχειρήματα για την αναγκαιότητα θεσμοθέτησής τους, οι εννοιολογικές συγχύσεις, οι ποσοτικοποιημένες παραλείψεις και οι σοβαρές θεσμικές παρεκκλίσεις του Συντάγματος και της σχετικής διεθνούς και εθνικής εργασιακής και κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας αποτελούν, μεταξύ των άλλων, το τέταρτο μνημόνιο κατάργησης θεμελιωδών εργασιακών και κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Ιδιαίτερα στις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της πανδημίας και της διεύρυνσης των ανισοτήτων συνιστούν, μεταξύ των άλλων, μια ανησυχητική κοινωνικοοικονομική πρόκληση, με την έννοια της επώασης συνθηκών υψηλής εργασιακής αβεβαιότητας, εισοδηματικής ανασφάλειας (δίδυμη ανασφάλεια) και κοινωνικών εκρήξεων, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τον βηματισμό και την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2020 – 2030.

Αυτό σημαίνει ότι η απόπειρα θεσμοποιημένης εγκαθίδρυσης, κατά τα επόμενα έτη στη χώρα μας, μιας εργασιακής, εισοδηματικής και κοινωνικοασφαλιστικής πραγματικότητας «με περισσότερο και ευέλικτο χρόνο εργασίας, λιγότερο εισόδημα και συντάξεις» θα διευρύνει περαιτέρω την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την καρατόμηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ), σε βαθμό που οι μακροοικονομικές, κοινωνικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις τους θα κινδυνεύσουν να ενδυναμώσουν τις γενεσιουργές αιτίες μιας νέας οικονομικής – κοινωνικής κρίσης κατά την τρέχουσα δεκαετία.

Ειδικότερα, από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η θεώρηση των θεμελιωτών (Φρίντμαν – Σβαρτς) της Σχολής του Σικάγου, σύμφωνα με την οποία «το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στην προαγωγή της πρόνοιας αποτελεί το πακέτο που ονομάζεται παραπλανητικά ‘‘κοινωνική ασφάλιση’’», υποστηρίζοντας ότι θα «μπορούσε να απαιτείται από κάθε άτομο να πληρώνει το ίδιο για την πρόσοδό του, αγοράζοντας καθορισμένες ή μη προσόδους από ιδιωτικές εταιρείες», έχει καταγραφεί στην πράξη, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, ως απολύτως αδιέξοδη από κάθε άποψη, δεδομένου ότι ιστορικά και ουσιαστικά θεσμοποιεί, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ως κυρίαρχη διαρθρωτική πολιτική τις ανισότητες και τη φτωχοποίηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας διαρθρωτικής πολιτικής, δηλαδή της πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της διεύρυνσης των ανισοτήτων, της πλήρους ή της μερικής κεφαλαιοποίησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι ΗΠΑ, η Ευρώπη, η Λατινική Αμερική, η Ασία κ.λπ., με αξιοσημείωτη, μεταξύ των άλλων, πολιτική συνέπεια την ανάδειξη και τη διόγκωση ακροδεξιών κινήσεων και ρευμάτων. Επιπλέον, από κοινωνικοασφαλιστική, δημοσιονομική και οικονομική άποψη, διαπιστώνεται με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο ότι από τριάντα μελέτες (case study) αντίστοιχων χωρών, που μετά την αποτυχία της κεφαλαιοποίησης (μερικής ή συνολικής) της κοινωνικής ασφάλισης επέστρεψαν με υψηλό κόστος στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα, αποδεικνύοντας εκ του αποτελέσματος ότι η επανάληψη αντίστοιχης επιλογής στη χώρα μας θα στεφθεί, όπως σε όλες τις χώρες, με αποτυχία και η επιστροφή στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα της επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης θα συντελεσθεί με αντίστοιχο δημοσιονομικό και κοινωνικοασφαλιστικό κόστος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι βασικοί παράμετροι (Ortiz, Valverde, Urban, Wodsak, Yu, WP No 63, ILO 2018) που έχουν οδηγήσει όλες τις χώρες προς την αποτυχία και την επιστροφή στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι: α) Οι χαμηλοί συντελεστές αναπλήρωσης. β) Η μεγάλη μείωση του μέσου επιπέδου των κεφαλαιοποιητικών συντάξεων. γ) Οι ανισότητες μεταξύ του συνταξιοδοτικού εισοδήματος των φύλων. δ) Το υψηλό κόστος μετάβασης (62 δισ. ευρώ για την περίπτωση της Ελλάδας) και οι σημαντικού επιπέδου δημοσιονομικές πιέσεις. ε) Τα υψηλά κόστη διαχείρισης. στ) Η μεγάλη συγκέντρωση της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς. ζ) Η περιορισμένη επίδραση στις κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές. η)

Η μεταφορά του δημογραφικού και του χρηματοοικονομικού κινδύνου (αυτό εννοούν κυβερνητικοί παράγοντες στην Ελλάδα, όταν μιλούν για διαφοροποίηση του δημογραφικού κινδύνου) στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Κατά συνέπεια, σε κάθε αρνητική επίδραση αυτών των κινδύνων η ευθύνη ανήκει στους πολίτες και μόνο σ’ αυτούς, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δυσμενείς συνέπειες (χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 1997, 1998, 2001, 2008) στο κεφαλαιοποιητικό συνταξιοδοτικό τους εισόδημα, γεγονός που αντιτίθεται στην ανάπτυξη, την άρση των ανισοτήτων, την κοινωνική αλληλεγγύη, την κοινωνική συνοχή αλλά και στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 4) και τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (2287/2015 και 1889/2019).

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ