Αιφνιδιάστηκε η Αθήνα από τον ελιγμό της Άγκυρας που έκαψε το ευρωπαϊκό χαρτί

Αιφνιδιάστηκε η Αθήνα από τον ελιγμό της Άγκυρας που έκαψε το ευρωπαϊκό χαρτί

-Η έλλειψη στρατηγικής εγκλωβίζει σε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης, υπό τον μανδύα των διερευνητικών

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Στον ύπνο έπιασε την Αθήνα ο αιφνιδιασμός της Τουρκίας, καθώς αποδείχθηκε ότι αρκούσε η «επίθεση γοητείας» της Άγκυρας προς τη διεθνή κοινότητα για να αναστρέψει το κλίμα, με αποτέλεσμα όλοι τώρα να αναγνωρίζουν την πρόοδο που έχει υπάρξει και συνεπώς την ανάγκη η Τουρκία να α­νταμειφθεί με την ενίσχυση και την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Με τακτική που αποδεικνύεται λανθασμένη, η Αθήνα επέτρεψε να περάσει η Σύνοδος Κορυφής του Οκτωβρίου, την ώρα που το τουρκικό ερευνητικό βρισκόταν εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, χωρίς να υπάρξει απόφαση για επιβολή κυρώσεων, κάτι που θα έπρεπε να επιδιώξει ασκώντας ακόμη και βέτο σε άλλες αποφάσεις της Συνόδου, ώστε να μη χαθεί η συγκυρία. Και τότε είχε προταθεί μάλιστα ότι θα έπρεπε να επιδιώξει η Αθήνα απόφαση για κυρώσεις που θα επιβάλλονταν αυτόματα, χωρίς μεσολάβηση νέας απόφασης, αν η Τουρκία συνέχιζε ή επαναλάμβανε τις προκλήσεις.

Ωστόσο η Αθήνα επαναπαύθηκε, περιμένοντας την επόμενη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, χωρίς να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο, το οποίο θα κάλυπτε την όποια αποκλιμάκωση εκ μέρους της Τουρκίας, ώστε να μην αρκεί να στρέψει την πλώρη του το «Oruc Reis» προς την τουρκική ακτή για να πανηγυρίζουν οι Γερμανοί και ο κ. Μπορέλ και να εκθειάζουν τη «μεταστροφή» της Τουρκίας. Διότι η κυβέρνηση, μπερδεμένη η ίδια με τις δηλώσεις που είχε κάνει, σύμφωνα με τις οποίες δήθεν οι έρευνες και ο πλους του τουρκικού ερευνητικού έγινε «σε μη οριοθετημένη, διεκδικούμενη υφαλοκρηπίδα», είχε εξασθενίσει την ελληνική διαπραγματευτική θέση. Έτσι αφέθηκε να περάσει όλο το διάστημα μέχρι τον Δεκέμβριο, όταν άρχισε να ξεδιπλώνεται αυτή η διαφορετική τακτική εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε δεόντως από τις χώρες που ήθελαν απλώς να ξεμπερδεύουν με το αίτημα της Ελλάδας για ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας.

Έτσι ανήγαγαν σε μείζον θέμα –ορισμένες γερμανικές εφημερίδες μάλιστα έκαναν λόγο για «πρώτο μεγάλο βήμα στην επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων»– την πραγματοποίηση του 61ου γύρου των διερευνητικών επαφών και χρησιμοποιούν πλέον τη διαδικασία αυτή για να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να ε­γκαταλείψει το αίτημα για επίδειξη έμπρακτης αλληλεγγύης. Διότι το πρόβλημα της Ελλάδας με την Τουρκία δεν είναι απλώς η απόσυρση του «Oruc Reis», το οποίο ανά πάσα στιγμή, μέσα σε τέσσερις μόλις ώρες, μπορεί να επιστρέψει στη θάλασσα του Καστελλόριζου. Ούτε φυσικά το πρόβλημα είναι μια λελογισμένη διεκδίκηση της Τουρκίας σε κάποιο μέρος της υφαλοκρηπίδας της Ανατολικής Μεσογείου.

Το πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία, η οποία σήμερα υποβάλλει με απαιτητικό τρόπο λίστα αιτημάτων από την ΕΕ, είναι μια χώρα η οποία διακηρύσσει και δημοσίως (τελευταία φορά έγινε από τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου την παραμονή έναρξης των διερευνητικών) το casus belli εναντίον ενός κράτους-μέλους, συνεχίζει να κατέχει στρατιωτικά έδαφος κράτους-μέλους και συνεχίζει να αμφισβητεί ε­μπράκτως κυριαρχικά δικαιώματα κράτους-μέλους και ειδικότερα στην περίπτωση της Κύπρου παραβιάζει ακόμη και δικαιώματα που προκύπτουν από διεθνείς συνθήκες, αλλά ακόμη και την κυριαρχία της, καθώς πραγματοποίησε έρευνες και εντός της ζώνης των 12 ν.μ.

Επίσης, η Τουρκία αμφισβητεί ευρωπαϊκό έδαφος όταν επιμένει και προβάλλει με κάθε ευκαιρία ζήτημα «γκρίζων ζωνών».

Πέραν των ελληνοτουρκικών όμως, στις Βρυξέλλες φαίνεται να λησμονούν ποια είναι η κατάσταση όσον αφορά τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα στη χώρα την οποία ετοιμάζονται να ανταμείψουν γενναιόδωρα. Προφανώς φοβούνται ότι η Τουρκία θα σταματήσει να κρατά στο έδαφός της τα 4 εκατ. πρόσφυγες και μετανάστες, όπως και τις ζημίες που θα εγγράψουν οι 7.000 γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία και την κατάρρευση του ισπανικού τραπεζικού συστήματος, που έχει τη μεγαλύτερη έκθεση στο τουρκικό εξωτερικό χρέος.

Όμως αυτό δεν πρόκειται πια για Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά για γραφείο εξυπηρέτησης των εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων της Γερμανίας πρωτίστως και κατόπιν της Ισπανίας και της Ιταλίας.

Όλα αυτά δεν μπορούν να εξισορροπηθούν με την απόσυρση του «Oruc Reis» ή με ένα ραντεβού του κ. Αποστολίδη με τον Σεντάτ Ονάλ, παρουσία του Ιμπραήμ Καλίν.

Και σε αυτό απέτυχε οικτρά η κυβέρνηση, καθώς έχασε τη μάχη της επικοινωνίας και των εντυπώσεων.
Αυτό το κλίμα που δημιουργήθηκε έχει και μια ακόμη αρνητική συνέπεια, καθώς ασκείται έτσι εξαιρετικά μεγάλη πίεση στην Αθήνα προκειμένου να παραμένει στις συνομιλίες αυτές όσο κι αν διατυπώνονται ακραίες θέσεις από την Τουρκία, όσο κι αν η Άγκυρα προσπαθεί να εκτροχιάσει τις συνομιλίες αυτές και να τις μετατρέψει σε ανοικτή διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης.

Διότι ακόμη κι αν οι ελληνικές κυβερνήσεις θέλουν να βαφτίζουν τις συνομιλίες «άτυπες και διερευνητικές», είναι σαφές ότι συνιστούν απευθείας διαπραγμάτευση επί όλων των θεμάτων που θέτει η μία ή η άλλη πλευρά. Και είναι δυσάρεστο και πολύ προβληματικό το γεγονός ότι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών τίθενται «όλα τα ζητήματα».

Όταν ο κ. Σινιρλίογλου στο παρελθόν ή όταν ο κ. Οναλ σήμερα θέτει θέμα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και εισπράττει αρνητική απάντηση, αυτό είναι διάλογος. Όταν θέτουν ζήτημα ελληνικών χωρικών υδάτων και η ελληνική πλευρά στους 58 από τους 60 γύρους διερευνητικών συζητά εξαντλητικά και σχεδόν αποκλειστικά το θέμα αυτό, που αποτελεί απόλυτο δικαίωμα και ασκείται μονομερώς από κάθε κράτος, αυτό αποτελεί διαπραγμάτευση υπό τους όρους μάλιστα της Τουρκίας.

Με τον τρόπο που μεθόδευσε η Τουρκία τις κινήσεις της και την αδράνεια και την απουσία στρατηγικής εκ μέρους της Αθήνας εγκλωβιζόμαστε τώρα σε μια διαδικασία η οποία απαλλάσσει την Τουρκία από τις συνέπειες που θα επέφερε η αναθεωρητική πολιτική των κανονιοφόρων, της ανοίγει τον δρόμο για μια αναβαθμισμένη σχέση με την ΕΕ και κρατά την Αθήνα σε ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της με την Τουρκία, για όσο διάστημα αυτή η κατάσταση εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ