Σκέψεις και εικόνες από την ορκωμοσία Μπάιντεν – Του Ν. Στραβελάκη

Σκέψεις και εικόνες από την ορκωμοσία Μπάιντεν – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Είναι πανδήμως γνωστό ότι το πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ είναι σε κρίση. Αρκετοί όμως νόμιζαν ή και νομίζουν ακόμη ότι η εναλλαγή στον προεδρικό θώκο θα οδηγήσει στην επούλωση των τραυμάτων που άφησε η Προεδρία Τραμπ.

Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι ο Πρόεδρος Μπάιντεν αλλά και η αντιπρόεδρος Χάρις είναι τέκνα του βαθέως κράτους και ως εκ τούτου θα σεβαστούν τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Το τελευταίο είναι επαρκής αιτία για τη «συμφιλίωση του έθνους» και την επιστροφή στην κανονικότητα. Αυτό που δεν θέλουν να παραδεχτούν είναι ότι η αστική νομιμότητα δεν επαρκεί ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Για να έχουν νόημα οι αστικοί θεσμοί πρέπει ο κόσμος να έχει ψωμί, δουλειά και δικαιώματα, διαφορετικά κάθε αποκατάσταση της «νομιμότητας» θα μοιάζει με μασκαράτα.

Αυτή η απλή αλήθεια έγινε περισσότερο από εμφανής στην τελετή ορκωμοσίας του νέου Προέδρου. Βέβαια, σε αυτό συντέλεσαν και τα μέτρα προστασίας από την πανδημία, που έκαναν την τελετή να μοιάζει με παρακμιακό πάρτι ξεπεσμένων κινηματογραφικών αστέρων. Όμως δεν ήταν μόνο ο υπνάκος του Προέδρου Κλίντον, το look της Lady Gaga ή οι εκκεντρικές γκριμάτσες της νεαρής ποιήτριας Αμάντα Γκόρμαν που συντέλεσαν σε αυτό το αποτέλεσμα. Ήταν κυρίως η κενή περιεχομένου ομιλία του νέου Προέδρου, που το μόνο που είχε να προσφέρει ήταν κατάνυξη και προσευχές για την «επανένωση του έθνους».

Ο Πρόεδρος Μπάιντεν έμοιαζε, όπως και υπόλοιποι της ομήγυρης, περισσότερο σοκαρισμένος από όλους εμάς με την έφοδο των οπαδών του Τράμπ στο Καπιτώλιο πριν από δύο εβδομάδες. Ακόμα και ο τηλεσκηνοθέτης της ορκωμοσίας ήταν αμήχανος, αφού επαναλάμβανε συνεχώς πλάνα με τους στρατιώτες της εθνοφρουράς, που είχαν αναπτυχθεί για να περιφρουρήσουν το γεγονός. Οι τελευταίοι ήταν η μοναδική εικόνα δύναμης απέναντι σε ένα σύνολο από εκκλήσεις ενότητας, ομοψυχίας και αλληλοσεβασμού, που έμοιαζαν να απευθύνονται στο κενό. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Μπάιντεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο με το να μη δώσει αφορμές στους οπαδούς του Τραμπ, παρά στο να δώσει ελπίδα στα εκατομμύρια Αφροαμερικανών, ισπανόφωνων και δημοκρατικών πολιτών που συνέρρευσαν στις κάλπες για να τον ψηφίσουν.

Τι είπε ή μάλλον τι δεν είπε ο νέος Πρόεδρος; Αναφερόμενος στα λόγια του Προέδρου Λίνκολν την ημέρα της υπογραφής της νομοθετικής πράξης κατάργησης της δουλείας, την Πρωτοχρονιά του 1863 (δύο χρόνια πριν από το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου), ο Μπάιντεν είπε: «Σήμερα… όλη η ύπαρξή μου είναι αφοσιωμένη σε τούτο: Να ενώσω την Αμερική». Τραγικό, αν σκεφτεί κανείς ότι πέρασαν κοντά 160 χρόνια από το 1863, αγώνες, δολοφονίες, ανατροπές, αλλά το αυτονόητο δικαίωμα της φυλετικής ισότητας αποτελεί ακόμα ζητούμενο. Αλλά πώς να μην είναι έτσι, όταν ακόμα και στην πανδημία τις βαρύτερες συνέπειες τις υφίστανται οι Αφροαμερικανοί και οι υπόλοιπες μειονότητες στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης και των άλλων αμερικανικών πόλεων. Δυστυχώς, πέρα από αυτήν τη δήλωση προθέσεων, ο νέος Πρόεδρος δεν είπε κουβέντα για το πώς θα εξασφαλίσει κάποια στοιχειώδη δικαιώματα γι’ αυτές τις κοινωνικές ομάδες.

Από την ομιλία του απουσίαζε επιδεικτικά οποιαδήποτε αναφορά στη θεσμοθέτηση συστήματος υγείας, εφαρμογής κάποιας μορφής κατώτατου μισθού ή ακόμη και μέτρων πρόσβασης των παιδιών της αμερικανικής εργατικής τάξης στη μόρφωση. Με άλλα λόγια, οι συνθήκες της καπιταλιστικής αγοράς δεν αφήνουν περιθώρια για υποσχέσεις, πέρα από αοριστίες για την ενότητα μέσα σε συνθήκες τρομακτικής κοινωνικής και εισοδηματικής ανισότητας.

Είναι σαφές ότι ο κ. Μπάιντεν γνωρίζει ότι το κοινωνικό μείγμα στην Αμερική του 21ου αιώνα είναι εκρηκτικό. Το αποδεικνύει και μόνο το γεγονός ότι σε μια αποστροφή του λόγου του τόνισε πως «η διαφωνία δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαχωρισμό». Όπως γράφει ο σχολιαστής των «Times» της Νέας Υόρκης Γκλεν Θρας, είναι η πρώτη φορά που αυτή η λέξη χρησιμοποιείται από αμερικανό Πρόεδρο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στα 1865.

Το πρόβλημα είναι ότι ως πολιτικός του συστήματος δεν έχει να προσφέρει απέναντι στα δεδομένα κάτι περισσότερο από πολιτικές κατευνασμού. Έτσι, παρόλο που νομίζει ότι ο κίνδυνος έρχεται από τους «κουρελοπρολετάριους» οπαδούς του αντιπάλου, πολύ σύντομα μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με όλους εκείνους που τον ψήφισαν ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ