Κ. Αρβανίτης στο “Π”: Το δικαίωμα στην αποσύνδεση και η αποσύνδεση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του

Κ. Αρβανίτης στο “Π”: Το δικαίωμα στην αποσύνδεση και η αποσύνδεση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του

Του
ΚΩΣΤΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ*


Μέσα στις έκτακτες συνθήκες που επιβάλλει η πανδημία ξεχωρίζουν αλλαγές που εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε πως δεν θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Αλλαγές που έχουν περισσότερο χαρακτήρα μιας διαδικασίας που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη και επιταχύνεται θεαματικά με καταλύτη την υγειονομική κρίση. Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιων αλλαγών είναι η εργασία.

Το κλασικό εργασιακό περιβάλλον, κάπου έξω και μακριά από το σπίτι, για πρώτη φορά εδώ και αιώνες επιστρέφει εντός των ορίων της οικιακής εστίας. Εκμεταλλευόμενοι τις νέες δυνατότητες διασύνδεσης που προσφέρει η τεχνολογία, ένα σημαντικό ποσοστό των εργαζόμενων στην ΕΕ εργάζεται πλέον με τηλεργασία από το σπίτι του –η αύξηση υπολογίζεται στο 30%– και λίγοι είναι αυτοί που πιστεύουν ότι αυτό είναι κάτι προσωρινό, μια διευθέτηση ανάγκης σε έκτακτες υγειονομικές συνθήκες.

Κάπου εδώ έρχεται η ώρα της πολιτικής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναλαμβάνει νομοθετική πρωτοβουλία για να ζητήσει τη ρύθμιση της νέας κατάστασης, να ξεκαθαρίσουν δικαιώματα, υποχρεώσεις, με λίγα λόγια να μπουν κανόνες.

Και δεν μιλάμε απαραίτητα για νέους κανόνες: Περισσότερο θα έλεγα πως πρέπει να μεταφράσουμε τους παλιούς, υπάρχοντες στα νέα δεδομένα, να εξειδικεύσουμε τι σημαίνουν τα εργασιακά δικαιώματα στο νέο περιβάλλον που φέρνει η τηλεργασία.

Και αυτό είναι αναγκαίο να γίνει τώρα, τη στιγμή της επείγουσας μετάβασης, όχι κάποια στιγμή σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον, όχι σε τρία χρόνια, έπειτα από τη λήξη κάποιας μεταβατικής περιόδου.

Μια τέτοια αναβολή ακυρώνει στην ουσία του το αίτημα νομοθετικής παρέμβασης, ακυρώνει πολιτικά την πρωτοβουλία και αφήνει την αγορά, δηλαδή τους ισχυρούς του κεφαλαίου, τους εργοδότες να ρυθμίσουν το τοπίο, να επιβάλουν τους δικούς τους όρους, φυσικά σε βάρος των εργαζομένων. Μια τέτοια αναβολή ακυρώνει την πολιτική.

Μια τέτοια αναβολή, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή στο πλαίσιο μιας συζήτησης για το δικαίωμα στην αποσύνδεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην οποία συμμετείχα, συνδιαμορφώνοντας το πλαίσιο με μια σειρά από τροπολογίες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ενσωματώθηκαν.

Παρά την επείγουσα ανάγκη των ευρωπαίων εργαζομένων να δοθεί προς την Κομισιόν ένα σήμα για νομοθετική ρύθμιση εδώ και τώρα, για κατοχύρωση της αποσύνδεσης τη στιγμή που το περιβάλλον της εργασίας μεταλλάσσεται ραγδαία, οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης, ΕΛΚ και S & D, επέλεξαν να ανοίξουν ένα παράθυρο τριετούς αναβολής, καταθέτοντας και υπερψηφίζοντας σχετική τροπολογία.

Το δικαίωμα στην αποσύνδεση στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε παραπάνω από τη μετάφραση, στις νέες συνθήκες της εργασίας, του δικαιώματος του εργαζόμενου να έχει ωράριο, πέραν του οποίου ή δεν θα εργάζεται ή θα αμείβεται υπερωριακά. Το δικαίωμα, δηλαδή, να μην ανταποκρίνεται στο αίτημα του προϊσταμένου / εργοδότη για εργασία, έτσι, χωρίς πρόγραμμα, το δικαίωμα για εργασία με τους στοιχειώδεις κανόνες, όπως έχουν διαμορφωθεί έπειτα από αιώνες εργατικών αγώνων.

Η δε δυνατότητα για αναβολή του επί τριετία δεν συνιστά αναγκαία περίοδο προσαρμογής, όπως υποκριτικά παρουσιάζεται από τους θιασώτες της, αλλά κατ’ ουσία ακύρωσή του. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αποσύνδεση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του. Τα στοιχειώδη, αυτά που μάθαμε οι ευρωπαίοι πολίτες να θεωρούμε αυτονόητα.

Εδώ λοιπόν ανοίγουν ορισμένα κρίσιμα ζητήματα:
Πώς το Ευρωκοινοβούλιο, έπειτα από μια μακρά και σε ασυνήθιστα μεγάλο βαθμό συναινετική διαδικασία, στέλνει την έσχατη ώρα τη ρύθμιση στις… ευρωπαϊκές καλένδες; Μήπως το γεγονός πως πίσω από την επίμαχη τροπολογία κρύβεται ένα καταιγιστικό lobbying των ευρωπαϊκών εργοδοτικών οργανώσεων;

Μήπως το lobbying αυτό πέτυχε τον σκοπό του με μια συμφωνία δύο κεντρικών πολιτικών παικτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κάτω απ’ το τραπέζι; Μήπως πέρα από το επείγον του συγκεκριμένου ζητήματος πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας και στο πόσο ευάλωτη είναι η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή στην παρασκηνιακή δράση πανίσχυρων ομάδων πίεσης; Μήπως είναι η ώρα να καθορίσουμε ακόμη πιο αυστηρούς κανόνες στο παιχνίδι, κανόνες λειτουργικούς και πραγματικά αποτρεπτικούς;

Αναρωτιέμαι, επίσης, για το είδος αυτών των αναγκαίων προσαρμογών που θα συζητηθούν στο διάστημα αυτής της μεταβατικής περιόδου. Υπάρχει μια λίστα με ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν και που αφορούν ευθέως ή πλαγίως το εργασιακό ωράριο; Μήπως ανάμεσά τους υπάρχει σχέδιο να περιληφθεί και η de facto επιβολή της –έτσι κι αλλιώς παρούσας σε πολλές περιπτώσεις– παράνομης παράτασης της εργασίας, με πρόσχημα τις έκτακτες ανάγκες ή την ευχέρεια διευθέτησής τους, αφού ούτως η άλλως ο υπολογιστής είναι μόνιμα συνδεδεμένος και ο εργαζόμενος πάντα κάπου δίπλα του;

Την τηλεργασία και την υπονόμευση της νομοθέτησης προς υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, από την ανίερη σύμπραξη Ευρωπαϊκής Δεξιάς – Σοσιαλδημοκρατίας, μπορεί κανείς να τη δει ως μια ξεκάθαρη προδοσία των ευρωπαίων εργαζομένων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, δεν γίνεται να παραβλέψουμε τη διαβρωτική δύναμη που έχει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς το παντοδύναμο lobbying των ισχυρών οικονομικών κέντρων. Ένα lobbying που φτάνει στο σημείο να ακυρώσει την πολιτική, ένα lobbying που εντέλει αλλοιώνει και απειλεί τη Δημοκρατία όπως την ξέρουμε στην Ευρώπη.

* Ο Κώστας Αρβανίτης είναι Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία / The Left, Μέλος της Επιτροπής EMPL (Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ