Γ. Μπράχος στο “Π”: «Follow the money», Brexit και ελληνοτουρκικές σχέσεις

Γ. Μπράχος στο “Π”: «Follow the money», Brexit και ελληνοτουρκικές σχέσεις


Του
ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΡΑΧΟΥ
Οικονομολόγου (Msc, PhD Econ) – πρώην Γενικού Γραμματέα
Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών


Το Brexit είναι ο καταλύτης για ισχυρότερους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ Τουρκίας και Βρετανίας, με την Άγκυρα να επιδιώκει το Λονδίνο να καταστεί στρατηγικός και οικονομικός εταίρος της. Η επιλογή αυτή σε συνδυασμό με τις εκπεφρασμένες θέσεις και τα συμφέροντα του Βερολίνου και της ΕΕ διαμορφώνουν περιοριστικό πλαίσιο στην προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι συγκριτικοί όγκοι εμπορίου της Βρετανίας με την Ελλάδα και την Τουρκία είναι ενδεικτικοί της σημασίας της Τουρκίας για τη Βρετανία. Το 2019 οι εξαγωγές της Τουρκίας στη Βρετανία –τη δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Τουρκίας μετά τη Γερμανία– ανήλθαν στα 11,3 δισ. δολάρια, ενώ οι εισαγωγές ανήλθαν σε 5,6 δισ. δολάρια. Οι επενδύσεις του Ηνωμένου Βασιλείου στην Τουρκία ανέρχονται σε περίπου 11,6 δισ. δολάρια, ενώ το 2019 οι τουρκικές αυτοκινητοβιομηχανίες πούλησαν 122.500 οχήματα στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, αξίας 1,8 δισ. δολαρίων, με τις έμμεσες πωλήσεις μέσω τρίτων χωρών να εκτιμώνται σε περίπου 3 δισ. δολάρια.

Σε αντιδιαστολή, το εμπόριο αγαθών Ελλάδας – Βρετανίας ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ (2019). Ο δε όγκος εμπορίου υπηρεσιών Ελλάδας – Βρετανίας ανέρχεται σε 5 δισ. ευρώ (2019), με τις υπηρεσίες (κυρίως τουρισμό) να αντιπροσωπεύουν πάνω από το μισό του όγκου των συναλλαγών.

Σε συνέχεια του Brexit, Λονδίνο και Άγκυρα υπέγραψαν συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών. Η συμφωνία διασφαλίζει τα βρετανικά συμφέροντα στις εξαγωγές και στις επενδύσεις στην Τουρκία, κυρίως στην αυτοκινητοβιομηχανία. Η συμφωνία ενίσχυσε τη δοκιμαζόμενη τουρκική λίρα, με την ισοτιμία της έναντι του δολαρίου να ανεβαίνει επί πέντε συνεχόμενες ημέρες.

Η συμφωνία προβλέπει την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας, ώστε να συμπεριλάβουν τις υπηρεσίες, τις επενδύσεις και τη γεωργία εντός των επόμενων δύο ετών. Από οικονομική άποψη, η συμφωνία ωφελεί ιδιαίτερα τη Βρετανία, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα την Τουρκία ως ισχυρή οικονομία μεταξύ των συμμάχων της εκτός ΕΕ.

Η Τουρκία από την άλλη πλευρά επιδιώκει μέσω της συμφωνίας να εμπεδώσει ισχυρότερη γεωστρατηγική συμμαχία της με το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Βρετανία θεωρεί την Τουρκία χρήσιμο σύμμαχο στην προοπτική της ανάκτησης διεθνούς ρόλου της μετά την έξοδό της από την ΕΕ, καθώς θα επιδιώξει να ελέγξει και να ασκήσει επιρροή στις ναυτιλιακές λωρίδες μέσω της διώρυγας του Σουέζ.

Η επίδραση του Brexit στην κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΕ μεταβάλλει την ισορροπία και τα δεδομένα στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Πριν από το Brexit, η Βρετανία συνδιαμόρφωνε με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη την εξωτερική πολιτική της ΕΕ.

Στη μετά Brexit εποχή, η Βρετανία επιδιώκει αυτόνομο, ενισχυμένο ρόλο, αποδυναμώνοντας εν μέρει τις Βρυξέλλες ως κέντρο λήψης αποφάσεων. Η Βρετανία, με την αποδέσμευσή της από την ΕΕ, αποκτά ευελιξία στην εξωτερική πολιτική της και μπορεί να αντιδρά με ταχύτητα, σε αντίθεση με τις σύνθετες διαδικασίες της ΕΕ.

Η Ελλάδα, ασκώντας συντηρητική εξωτερική πολιτική, κινδυνεύει να υιοθετεί την κοινή συνισταμένη των αποφάσεων των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών, όπως αυτή θα διαμορφώνεται μέσω του διαλόγου τους με την Τουρκία.

Ο στόχος της Ελλάδας πρέπει να είναι η διαμόρφωση σταθερότητας στην περιοχή και η αποκλιμάκωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πέραν των διερευνητικών επαφών, η Τουρκία πιέζει την Ελλάδα σε ευρύτερο διάλογο στην ατζέντα της. Η θέση αυτή της Τουρκίας ενθαρρύνεται από ευρωπαϊκές δυνάμεις και η ελληνική κυβέρνηση φέρεται σύμφωνα με την Τουρκία να το έχει αποδεχθεί.

Οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι ασαφείς, παρότι δημόσια αποκλείουν κάθε ευρύτερο διάλογο με βάση την ατζέντα της Τουρκίας. Είναι εμφανές ότι η Ελλάδα υφίσταται πίεση για ευρύτερη συζήτηση των θεμάτων που η Τουρκία αναδεικνύει ως ελληνοτουρκικές διαφορές.

Σε αυτό το τοπίο, η εκτόνωση των πιέσεων στην Ελλάδα θα μπορούσε να επιτευχθεί με την αναβάθμιση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης στον οικονομικό τομέα. Ειδικότερα με την ανάδειξη θετικής ατζέντας συνεργασίας για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Ελλάδα και η Τουρκία, με κοινές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της πράσινης διπλωματίας για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων, την πράσινη ενεργειακή αυτονομία της περιοχής, την offshore δημιουργία αιολικών πάρκων και τη βιοποικιλότητα, θα εμπλούτιζαν τη διμερή οικονομική ατζέντα. Ενώ η συνεργασία των δύο χωρών για την ψηφιακή μετάβαση των οικονομιών τους προσφέρει μοναδική προοπτική οικονομικής ανάκαμψης κατά τη μετά πανδημία εποχή.

Σε αντίθεση με αυτήν την πολιτική, η κυβέρνηση μπορεί να επιλέξει την πεπατημένη, μπαίνοντας στον πειρασμό της επικοινωνιακής διαχείρισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων προς τέρψη του πολιτικού ακροατηρίου. Με αυτήν την επιλογή είναι ορατός ο κίνδυνος ενίσχυσης του αισθήματος απογοήτευσης των πολιτών από την ΕΕ και διεθνείς παράγοντες, καθώς είναι κοινός τόπος ότι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες αξιολογούν την Τουρκία ως σημαντικό γεωστρατηγικό παράγοντα και οικονομικό εταίρο.

Η προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων απαιτεί βέβαια ενίσχυση της άμυνας, αλλά ταυτόχρονα θετικές διπλωματικές πρωτοβουλίες υπέρβασης της αναμονής των «βαρβάρων» στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. «Γιατί ενύχτωσε και οι βάρβαροι δεν ήλθαν… Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ