Διερευνητικές συνομιλίες και πραγματικές επιδιώξεις της Άγκυρας – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

Διερευνητικές συνομιλίες και πραγματικές επιδιώξεις της Άγκυρας – Ανάλυση του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Δεν διαφεύγει κανενός ότι πραγματικός στόχος της Άγκυρας είναι να μετατρέψει τις διερευνητικές συνομιλίες που άρχισαν τη Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη σε παζάρι, όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται και το επιδιώκει, πάνω σε όλα τα θέματα και τις αυθαίρετες αξιώσεις που εγείρει έναντι της Ελλάδος. Ήδη με μια συστηματική διπλωματική εκστρατεία και επικοινωνιακή πολιτική αναδεικνύει όλα τα θέματα που θέλει να εντάξει στον υποτιθέμενο «διάλογο».

Ιδιαίτερα προβεβλημένη θέση δίνει στο θέμα της στρατιωτικοποιήσεως της Δωδεκανήσου και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Την ίδια στιγμή που εντείνει τις αποβατικές ασκήσεις των Τούρκων πεζοναυτών στα παράλιά της, απέναντι από τα Ελληνικά νησιά, αποκαλύπτει την κατασκευή νέων αποβατικών σκαφών και τον εξοπλισμό τους με σύγχρονα πυραυλικά, μεταξύ άλλων, συστήματα και συνεχίζει την ίδια ρητορική περί γκρίζων ζωνών και περί νησιών και νησίδων με ακαθόριστη δήθεν κυριαρχία.

Η προβολή σε πρώτη θέση του θέματος της στρατιωτικοποιήσεως των νησιών αποβλέπει, προφανώς, στη δημιουργία διπλωματικού αντίβαρου στην επίκληση εκ μέρους της Ελλάδος του διεθνούς δικαίου για τα θέματα της υφαλοκρηπίδος, της ΑΟΖ και των χωρικών υδάτων, στην άσκηση διεθνών πιέσεων σε βάρος της Ελλάδος και στη δημιουργία άλλοθι για τις Τουρκικές προκλήσεις στο Ανατολικό Αιγαίο.

Η φαινομενική αναδίπλωση της Άγκυρας και η προθυμία της για επανέναρξη «διερευνητικών συνομιλιών» δεν πρέπει να εξαπατά. Η Άγκυρα επιδίδεται σε ελιγμούς για να βγάλει, πρώτον, εκτός ημερησίας διατάξεως το ενδεχόμενο Ευρωπαϊκών κυρώσεων και να ενισχύσει τους δεσμούς της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να προβάλει, δεύτερον, διαλλακτικό προσωπείο, εν όψει της αλλαγής φρουράς στην Ουάσινγκτον και να προσπαθήσει να ρίξει γέφυρες με τη νέα Προεδρία. Για να παρασύρει, τρίτον, την Αθήνα σ’ ένα παιχνίδι διπλωματικών διολισθήσεων προς τις αξιώσεις της με τη βοήθεια τρίτων προθύμων διαμεσολαβητών, που θα ασκούν πιέσεις για συνεννόηση και συμβιβασμό. Υπάρχει και ένας τέταρτος λόγος, λιγότερο εμφανής, που συνδέεται με τις εσωτερικές δυσκολίες και την πολιτική αμφισβήτηση που αντιμετωπίζει ο Ερ­ντογάν.

Το γεγονός ότι τόλμησε ο πρώην πρωθυπουργός του και συγγραφέας του «Στρατηγικού Βάθους», Νταβούτογλου, που αποτέλεσε πηγή εμπνεύσεως και προσανατολισμού για την πολιτική Ερντογάν, να «προβλέψει» ότι ο Ερντογάν θα ανατραπεί σύντομα από τον Στρατό είναι ενδεικτικό μιας εντεινόμενης αμφισβητήσεως. Το ίδιο καταδεικνύει και η δημόσια κριτική και πρόκληση στον Στρατό να επέμβει ενός από τους πιο προβεβλημένους Ιμάμηδες της Τουρκίας. Το γεγονός ότι αυτή η αμφισβήτηση και σφοδρότατη αντίδραση προέρχεται από τους κόλπους της Ισλαμικής ιεραρχίας, στην οποία ο Ερντογάν έχει, υποτίθεται, προνομιακή εύνοια και υποστήριξη, είναι ιδιαιτέρως σημα­ντικό και ενδεικτικό μιας διευρυνόμενης πολιτικής δυσαρέσκειας.

Οι επιτυχίες, που προέβαλε το καθεστώς σε διαδοχικά μέτωπα, με κορωνίδα τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα», δεν φαίνονται να στηρίζονται σε σταθερές βάσεις. Η κατάσταση στη Συρία δημιουργεί συνεχείς τριβές με τη Ρωσία του Πούτιν αλλά και με το Ιράν. Το τελευταίο έχει ενοχληθεί επίσης από τις φιλοδοξίες και την πολυπραγμοσύνη της Ά­γκυρας στο Αζερμπαϊτζάν. Η κατάσταση στη Λιβύη δεν εξελίσσεται τόσο ευνοϊκά για την Άγκυρα. Η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά στο βάθος και η Γαλλία φαίνονται αποφασισμένες να μην επιτρέψουν στρατιωτικό πλεονέκτημα στην Άγκυρα και, ειδικότερα, επιθετική ενέργεια προς την Ανατολική Λιβύη του Στρατάρχη Χαφτάρ.

Η Γαλάζια Πατρίδα δέχθηκε ένα πρώτο πλήγμα από τη, μερική έστω, οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου και ένα δεύτερο από το αδιέξοδο στο οποίο κατέληξε η επιθετική τακτική της Άγκυρας στη Λιβύη. Ο προβληματισμός για τη Γαλάζια Πατρίδα εκδηλώθηκε ανοικτά από προβεβλημένο αρθρογράφο της Τουρκικής εφημερίδος «Τζουμχουριέτ», ο οποίος αμφισβήτησε ανεπιφύλακτα το δόγμα αυτό, υποδεικνύοντας την ασυνέπεια της Τουρκικής πολιτικής ως προς την υπεράσπιση και την εφαρμογή του. Γιατί δεν έγιναν παραβιάσεις, αναρωτήθηκε, στην οριοθετημένη από την Ελλάδα και την Αίγυπτο περιοχή, μεγάλο μέρος της οποίας περιλαμβάνεται στην προβαλλόμενη Γαλάζια Πατρίδα.

Η πολιτική των απειλών και των προκλήσεων έναντι της Ελλάδος γίνονται ατελέσφορες στο μέτρο που η Ελλάδα ενισχύει την άμυνά της και τις στρατηγικές συμμαχίες της και ιδίως στο μέτρο που κατορθώνει να διαμορφώσει μια σταθερή και αποφασιστική στρατηγική, χωρίς υπαναχωρήσεις, παλινωδίες και υπερβολική ανταπόκριση σε παραινέσεις και υποβολές άσπονδων φίλων και εταίρων. Η στρατηγική αυτή πρέπει να περιλαμβάνει και τις υβριδικές απειλές, όπως είναι η αντιμετώπιση της παράνομης μεταναστεύσεως, απέναντι στην οποία η κυβέρνηση αλλά και άλλες πολιτικές δυνάμεις επιδεικνύουν μια ακατανόητη, ψευδεπίγραφη και επικίνδυνη ανοχή.

Αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής αυτής και της αμυντικής πολιτικής της χώρας είναι η αναδιοργάνωση και ανάπτυξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας. Η νεοφιλελεύθερη αλλεργία με την οποία αντιμετωπίζεται κάθε δημόσια επιχείρηση και επένδυση και η ξενοκίνητη επιταγή για ιδιωτικοποίηση των πάντων είναι πολύ κακός σύμβουλος για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας. Ας δει κανείς το παράδειγμα του Ισραήλ, το οποίο δεν είναι το μόνο, αλλά είναι πολύ ενδεικτικό. Το Ισραήλ είναι μια από τις πρωτοπόρες χώρες του κόσμου στην αμυντική καινοτομία και τεχνολογία. Η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας του στηρίχθηκε σε κρατικές κυρίως βιομηχανίες.

Το Τουρκικό προβάδισμα στην αμυντική βιομηχανία είναι πολλαπλώς επικίνδυνο, γιατί είναι ταυτόχρονα προβάδισμα στην τεχνολογική ανάπτυξη. Είναι γνωστό ότι η ποσότητα και ο όγκος μπορούν να αντισταθμισθούν με την ποιότητα και την τεχνολογία. Η Ελλάδα δεν έχει περιθώριο να επιτρέψει τη μόνιμη υποσκέλισή της από την Τουρκία στην επιστήμη και την τεχνολογία. Με τη βοήθεια της εγχώριας βιομηχανίας της, η Τουρκία κατασκευάζει σήμερα νέα όπλα, προσαρμοσμένα στις ανάγκες και στους στόχους της. Σε ορισμένους, τουλάχιστον, κρίσιμους τομείς η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει, χωρίς καθυστέρηση, πρωτοβουλίες, προγράμματα και διεθνείς συνεργασίες και συμπαραγωγές.

Το πιο τρωτό και αδύνατο σημείο της Ελληνικής παρατάξεως φαίνεται σήμερα η Κύπρος, για τους λόγους που ανέπτυξα στο άρθρο της προηγούμενης Κυριακής, και προς αυτήν στρέφεται, στη σημερινή συγκυρία, η αιχμή του δόρατος της Τουρκικής επιθετικότητας. Προφανής στόχος είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η υποκατάστασή της από ένα, συνεταιρικού τύπου, δίδυμο συνομοσπονδιακό μόρφωμα δύο ισοτίμων και ισοκυρίαρχων «κρατών». Ο διάδοχος του μεγάλου Μόλτκε στο Γερμανικό Γενικό Επιτελείο, Σλίφεν, συνήθιζε να λέει ότι «η τελική συντριβή του αντιπάλου επιτυγχάνεται με τη συνεργασία του». Αυτόν τον ρόλο, δυστυχώς, παίζουν οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων της Κύπρου, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, υπό την επιρροή της διπλωματίας των πρώην αποικιοκρατών και διαχρονικών συνεταίρων των Τούρκων.

Είναι θλιβερή, δυστυχώς, η αποστασιοποιημένη στάση της Ελλάδος ενώ επιχειρείται η απαγωγή της Κύπρου, υπό ψευδείς και παραπλανητικές επαγγελίες για δήθεν «λύση». Προβάλλεται το γνωστό άλλοθι, σύμφωνα με το οποίο «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται». Συμπαρίσταται, όμως, σε τι;
Ανησυχίες προκαλεί επίσης η θετική απά­ντηση που έδωσε ο πρωθυπουργός στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής για συμμετοχή της Ελλάδος σε Διεθνή Διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Μεθοδεύεται μάλιστα από την Άγκυρα η «ισότιμη» δήθεν συμμετοχή σ’ αυτήν των Τουρκοκυπρίων, του ψευδοκράτους δηλαδή και των κατεχομένων.

Η ιδέα μιας τέτοιας Διασκέψεως είναι Τουρκικής προελεύσεως και αποσκοπεί στην προβολή των Τουρκικών αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων, ενάντια στο διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, ως δήθεν προβλημάτων της Ανατολικής Μεσογείου. Αποσκοπεί επίσης να θέσει διά της πλαγίας οδού όλα τα θέματα που ζητά να περιληφθούν στον Ελληνο-Τουρκικό διάλογο.

Η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να συμπράξει και να συμμετάσχει σε μια τέτοια Διάσκεψη, που θα δώσει και άλλοθι στους Ευρωπαίους εταίρους να αποστασιοποιηθούν από την υποχρέωση της αλληλεγγύης που τους επιβάλλει η Συνθήκη της Λισσαβώνος αλλά και ειδικότερα η υπεράσπιση της εφαρμογής του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου. Το τελευταίο έχει επικυρωθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από όλες τις χώρες-μέλη και αποτελεί Ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ