Ελληνοτουρκικές διερευνητικές συνομιλίες: Προηγούμενα και προοπτικές

Ελληνοτουρκικές διερευνητικές συνομιλίες: Προηγούμενα και προοπτικές


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Σήμερα, Δευτέρα 25 Ιανουαρίου, ελληνική αντιπροσωπεία υπό τον πρέσβη ε.τ. κ. Παύλο Αποστολίδη, ο οποίος πλαισιώνεται από τον πρέσβη εν ενεργεία κ. Αλέξανδρο Κουγιού και στέλεχος του γραφείου του γ.γ. του ΥΠΕΞ, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να επανεκκινήσουν οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες, μετά τη σχε­τική πρόσκληση που απηύθυνε προ ημερών ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Τσαβούσογλου στον έλληνα ομόλογό του κ. Νίκο Δένδια, ενώ στο μεταξύ είχε προηγηθεί έντονο παρασκήνιο. Να σημειώσουμε πως η συνάντηση ολοκληρώθηκε πριν απο λίγη ώρα και διήρκεσαν περί τις 3 ώρες.

Τι είναι οι διερευνητικές συνομιλίες και πότε ξεκίνησαν

Οι διερευνητικές συνομιλίες δεν είναι επί παντός επιστητού. Έχουν συγκεκριμένο στόχο και σκοπό. Τις διαφορές στο Αιγαίο και την επίλυσή τους. Οι απόψεις όμως των δύο μερών διαφέρουν ριζικά. Από ελληνικής πλευράς, ο υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει και διευκρινίσει ότι οι μόνες διαφορές που η Ελλάδα αναγνωρίζει είναι δύο. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και αντίστοιχα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Αντίθετα, οι Τούρκοι θέτουν θέμα οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στην ευρεία της έννοια, στρατιωτικοποίησης των νήσων, κυριαρχίας ερημονήσων και βραχονησίδων, εύρος των χωρικών υδάτων και άλλα συναφή ή παρεμφερή θέματα.

Οι ελληνοτουρκικές διερευνητικές συνομιλίες χρονολογούνται από το 2002, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Σημίτη, τις οποίες από ελληνικής πλευράς είχε διεξαγάγει ο τότε πολιτικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών πρέσβης Αναστάσιος Σκοπελίτης, τον οποίο διαδέχθηκε ο κ. Αποστολίδης μέχρι και το 2016, που διεκόπησαν με τουρκική υπαιτιότητα. Μέχρι τότε οι διμερείς διερευνητικές συνομιλίες είχαν φτάσει τις 60 τον αριθμό και οι επικείμενες θα είναι οι 61ες!

Οι διερευνητικές συνομιλίες δεν πρέπει να συγχέονται με τις διαπραγματεύσεις για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), που είχαν συμφωνηθεί το 1988 μεταξύ των τότε υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας κ. Κάρολου Παπούλια και Μεσούτ Γιλμάζ. Τα ΜΟΕ είχαν περισσότερο στρατιωτικό χαρακτήρα. Σκόπευαν, πρωτίστως, στην πρόληψη και αποφυγή στρατιωτικών εντάσεων στο Αιγαίο, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, κατά τους οποίους τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και οι απέναντι μικρασιατικές ακτές κατακλύζονται από εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια τουρίστες από όλο τον κόσμο.

Η συμφωνία Παπούλια – Γιλμάζ εξελίχθηκε μάλλον ομαλά γιατί ήταν προς το συμφέρον αμφότερων των πλευρών. Δεν συνέβη και δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις διερευνητικές συνομιλίες, που έχουν ως αντικείμενο την εύρεση λύσεων επί διαφορών στο Αιγαίο, όπου, όπως ήδη σημειώσαμε, οι απόψεις των δύο πλευρών διίστανται.

Από τις 60 συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 2002 μέχρι το 2016 ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά ως προς το περιεχόμενό τους, εκτός όσων φρόντισε να διαρρεύσει από καιρού εις καιρόν η τουρκική πλευρά. Ποιο θα είναι το ακριβές αντικείμενο των επικείμενων διερευνητικών συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη; Οι θέσεις των δύο πλευρών εξακολουθούν να είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, σε σημείο που διερωτάται κανείς αν υπάρχει χρόνος για κάποια προσέγγιση και εποικοδομητικό διάλογο.

Με δεδομένες τις τουρκικές θέσεις, δεν είναι λίγοι εκείνοι που διερωτώνται μήπως η ελληνική κυβέρνηση –και αυτό ισχύει και για τις προηγούμενες– θα έπρεπε να αρνηθεί την επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών, όταν είναι ηλίου φαεινότερον ότι οι θέσεις της άλλης πλευράς αντίκεινται στο διεθνές δίκαιο, τις διεθνείς συνθήκες, όπως και στο ισχύον θετικό και εθιμικό δίκαιο της θάλασσας και αποσκοπούν στην αλλαγή του status quo στο Αιγαίο.

Άλλωστε επιβοηθητικό στοιχείο είναι το προηγούμενο της περιόδου Ετσεβίτ, όταν η Τουρκία υπαναχώρησε από τη συμφωνία Καραμανλή – Ντεμιρέλ για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με το επιχείρημα ότι θα έπρεπε πρώτα να επιδιωχθεί λύση σε πολιτικό επίπεδο και μετά η προσφυγή στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Τότε, όπως και τώρα, η Άγκυρα αγνοούσε τη διεθνή νομιμότητα, όπως οφείλει κάθε κράτος-μέλος των Ηνωμένων Εθνών.

Η άρνηση των συνομιλιών με την Τουρκία, για τους λόγους που προαναφέρονται, βρίσκει πολλούς υποστηρικτές. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος εκείνων που υποστηρίζουν ότι κανόνας της διπλωματίας είναι ο διάλογος και όχι το αντίθετο. Συμπληρώνουν μάλιστα ότι αν αρνηθούμε τον διάλογο διατρέχουμε τον κίνδυνο να κατηγορηθούμε από την Άγκυρα ή και κοινοτικούς εταίρους, που διάκεινται ευμενώς προς την Τουρκία, κυρίως λόγω οικονομικών συμφερόντων, για τη μη ανταπόκριση στο κάλεσμα για επίλυση των διμερών διαφορών.

Δεν συμμερίζομαι καθόλου ένα τέτοιο σκεπτικό. Στους εταίρους μας στην ΕΕ που πιθανόν θα έτειναν ευήκοα ώτα όπως και σε ευρωατλαντικούς συμμάχους θα μπορούσε να αντιταχθεί το εξής ερώτημα: Η χώρα σας ή οιαδήποτε χώρα θα δεχόταν να συζητήσει υπό καθεστώς απειλών και αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων; Θα δεχόταν ένα άλλο Μόναχο; Γιατί η συμπεριφορά του καθεστώτος Ερντογάν ελάχιστα διαφέρει από εκείνη του γερμανού δικτάτορα, την οποία βίωσαν ηγέτες μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, με τις γνωστές συνέπειες για τους ευρωπαϊκούς λαούς και όλο τον κόσμο.

Οι συνομιλίες της 25ης Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη θα δείξουν αν έχει αλλάξει κάτι όσον αφορά τις επιδιώξεις της Άγκυρας στο Αιγαίο και την εν γένει συμπεριφορά του νεο-Σουλτάνου, ο οποίος φιλοδοξεί να επανασυστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία ουδεμία δυτική αξία ασπάστηκε και παρέμεινε κατακτητική και επεκτατική. Επίσης, θα δείξουν αν θα έχουν την τύχη των προηγούμενων διερευνητικών συνομιλιών οι εκθέσεις για τα αποτελέσματα των επικεφαλής πρέσβεων, που κατέληξαν στα πλέον απόκρυφα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ