Έφοδος για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας με Πενταμερή Διάσκεψη και διερευνητικές συνομιλίες και πολυμερή διεθνή διάσκεψη με την Ελλάδα

Έφοδος για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας με Πενταμερή Διάσκεψη και διερευνητικές συνομιλίες και πολυμερή διεθνή διάσκεψη με την Ελλάδα


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Εάν πέσει η Κύπρος, δεν θα ετίθετο μόνο σε κίνδυνο το μέλλον και της ελεύθερης Κύπρου και του Κυπριακού Ελληνισμού. Θα επερχόταν επίσης και πλήρης ανατροπή στους συσχετισμούς μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, γιατί θα διεμβολίζονταν πλήρως οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο και η ίδια θα έχανε τη στρατηγική παρουσία της, μέσω Κύπρου, στην περιοχή αυτή.

Η Κύπρος, διατηρώντας ως κράτος την κυριαρχία και τη διεθνή της υπόσταση, παρά την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή, μπορεί να διατηρεί και να αξιοποιεί τα διπλωματικά και στρατηγικά της ερείσματα και πλεονεκτήματα. Να ενεργεί ως υποκείμενο του διεθνούς πολιτικού και δικαιοκρατικού συστήματος, να συμμετέχει σε διεθνείς Οργανισμούς, περιλαμβανομένου του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να αναπτύσσει διεθνείς σχέσεις, να συνάπτει συμμαχίες και να αξιοποιεί διεθνή κυριαρχικά δικαιώματα, όπως, μεταξύ άλλων, η οριοθέτηση ΑΟΖ. Μπορεί, πρωτίστως, να κατοχυρώνει την ελευθερία, την κυριαρχία και το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού και ταυτόχρονα να συνεχίζει τον αγώνα κατά της Τουρκικής κατοχής.

Ετέθησαν από νωρίς, μετά το 1974, οι κίνδυνοι παγιώσεως της ντε φάκτο διχοτομήσεως του νησιού, με την πάροδο του χρόνου, και ότι ήταν επείγον να καταβληθεί γι’ αυτό κάθε προσπάθεια για την εξεύρεση μιας οδυνηρής έστω, συμβιβαστικής λύσεως, η οποία θα απέτρεπε όμως το χειρότερο και θα διεσφάλιζε μια στοιχειώδη έστω ενότητα του νησιού, με επιστροφή στις εστίες τους ενός σημαντικού αριθμού προσφύγων, κατοχύρωση για όλους των βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και επιστροφή στην Ελληνική πλευρά σημαντικού ποσοστού του κατεχομένου εδάφους. Θα περιλαμβάνονταν, υποτίθεται, σ’ αυτά η Μόρφου, η Αμμόχωστος και ενδεχομένως η Καρπασία.

Με το σκεπτικό αυτό και την ελπίδα επιστροφής εδαφών και προσφύγων, άρχισε ένας ατέλειωτος κύκλος νέων διακοινοτικών συνομιλιών, που είχαν, μεταξύ άλλων, ως παράμετρο την αναστολή οποιασδήποτε διεθνούς εκστρατείας για το Κυπριακό, για να μην επηρεασθεί δήθεν το κλίμα των συνομιλιών και να διευκολυνθεί η προσέγγιση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που είναι προϋπόθεση για οποιαδήποτε «λύση».

Η αδιαλλαξία της Άγκυρας ήταν καταφανής από την αρχή και συνοψιζόταν στη στερεότυπη θέση του πρωθυπουργού της εισβολής Ετσεβίτ, ο οποίος τόνιζε ότι «το Κυπριακό ελύθη, ντε φάκτο, επί του εδάφους το 1974». Παρ’ όλ’ αυτά, η Άγκυρα αξιοποίησε τις διακοινοτικές συνομιλίες για να επιδεικνύει δήθεν καλή θέληση, να παρουσιάζει το Κυπριακό ως διακοινοτικό θέμα και όχι ως θέμα εισβολής και κατοχής και για να αποσπά συνεχώς υποχωρήσεις από την Ελληνική πλευρά, επισείοντας το δόλωμα της επιστροφής εδαφών και προσπαθώντας να διασπάσει το Ελληνικό εσωτερικό μέτωπο.

Ο ξένος παράγων, με προεξάρχουσα τη Βρετανική πλευρά, ασκούσε συνεχώς πιέσεις στην Ελληνική πλευρά να επιδείξει «ρεαλισμό» και «πνεύμα συμβιβασμού», λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα τετελεσμένα γεγονότα που δημιουργούσε η Τουρκική εισβολή και τα οποία παγιώνονταν με την πάροδο του χρόνου.

Αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών ήταν το Σχέδιο Ανάν, η απόπειρα επιβολής του οποίου έγινε με εκβιαστική σύνδεση της αποδοχής του με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με ενεργό σύμπραξη σ’ αυτό της κυβερνήσεως Σημίτη στην Ελλάδα. Ο Κυπριακός λαός, στο σχετικό δημοψήφισμα, απέρριψε το Σχέδιο αυτό με συντριπτική πλειοψηφία και πέρα από κομματικές γραμμές και παροτρύνσεις.

Καθοριστικό ρόλο για τον σωστό προσανατολισμό του λαού έπαιξε η πατριωτική στάση του αείμνηστου Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος συνόψισε σε μία φράση τον κίνδυνο που επικρεμόταν τότε πάνω από την Κύπρο, της καταλύσεως δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας: «Παρέλαβα κράτος», είπε, «δεν θα παραδώσω κοινότητα».

Ο κίνδυνος όμως αυτός, δυστυχώς, επανήλθε και επικρέμεται πάλι πάνω από την Κύπρο. Οι ίδιες λογικές που είχαν επικρατήσει πριν από το 2004 και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση επανήλθαν και μετά την ένταξη, με τη μορφή νέων διακοινοτικών συνομιλιών και νέων υποχωρήσεων της Ελληνικής πλευράς. Ανεδείχθη για μια νέα φορά το έλλειμμα στρατηγικής της Ελληνικής πλευράς.

Η Κύπρος είχε επιτύχει να ε­νταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με το σύνολο του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής μετετράπηκαν, με την εξέλιξη αυτή, σε στρατεύματα κατοχής Ευρωπαϊκού εδάφους. Το κοινοτικό κεκτημένο οριοθετεί τις ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων όσων αναγνωρίζονται ως Ευρωπαίοι πολίτες. Οποιαδήποτε συζήτηση γι’ αυτά θα έπρεπε επομένως να είναι εντός των πλαισίων του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Η Ελληνική όμως πλευρά άρχισε πάλι τις υποχωρήσεις και τις εκπτώσεις, που δίνουν άλλοθι και στους Ευρωπαίους εταίρους μας να παίρνουν θέση Ποντίου Πιλάτου και να συστήνουν διακοινοτικές πάλι συνομιλίες και συμβιβασμούς. Στο τιμόνι της Κύπρου βρίσκεται σήμερα ο Νίκος Αναστασιάδης, που το 2004, ως αρχηγός του κόμματός του (ΔΗΣΥ), εξεστράτευε κατά του Τάσσου Παπαδόπουλου και υπέρ του Σχεδίου Ανάν. Σήμερα βρίσκεται ο ίδιος στη θέση που ήταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος το 2004 και καλείται να υπερασπίσει και να αποτρέψει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία επιχειρεί πάλι η Άγκυρα, σε μια νέα έφοδο, με τη βοήθεια των Βρετανών, κατά πρώτο λόγο, συμμάχων της, αλλά, παρασκηνιακά, και άλλων ασπόνδων φίλων και εταίρων μας.

Είναι τραγικό να εξαρτάται σήμερα η τύχη της Κύπρου από τον παλαιό θιασώτη του Σχεδίου Ανάν, ο οποίος αντιμετωπίζει σήμερα επιπλέον το σκάνδαλο των «χρυσών διαβατηρίων», πρώτο θύμα του οποίου έγινε ο Πρόεδρος της Βουλής, μετά τις αποκαλύψεις του διεθνούς τηλεοπτικού σταθμού Αλ Τζαζίρα, του φιλοτουρκικού Κατάρ. Είναι όμως ακόμη τραγικότερο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης να υπερφαλαγγίζεται στην υποχωρητική γραμμή απέναντι στην Τουρκική πλευρά από την ίδια την ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος ΔΗΣΥ, στο πρόσωπο του Προέδρου του Αβέρωφ, αλλά κυρίως από το υποτιθέμενο «αντι-ιμπεριαλιστικό» ΑΚΕΛ, που έχει ταυτισθεί κυριολεκτικά με τις βασικές Τουρκικές θέσεις στο Κυπριακό.

Για να μη νομίσει κανείς ότι υπάρχει σ’ αυτό οποιαδήποτε υπερβολή ή ανακρίβεια, μπορεί να ανατρέξει στη «Χαραυγή» της τε­λευταίας Κυριακής, που είναι το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του κόμματος, και να διαβάσει τις θέσεις του ΑΚΕΛ στο Κυπριακό, όπως τις διεκήρυξε ο Γ. Γραμματέας του Κόμματος Ά­ντρος Κυπριανού. Αναφέρονται, π.χ., ως θέσεις του ΑΚΕΛ:

• Η πολιτική ισοτιμία και ίση κυριαρχία.
• Η εκ περιτροπής Προεδρία.
• Η συμφωνία με την Τουρκία, πριν ακόμα από τη λύση του Κυπριακού, για τη διέλευση, μέσω Τουρκίας, του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο (το ΑΚΕΛ παίρνει θέση, δηλαδή, ενάντια στον αγωγό EastMed).
• Διαπραγμάτευση με την Τουρκία για την ΑΟΖ της Κύπρου, «μετά» τη λύση του Κυπριακού, όταν δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία θα έχει υποκατασταθεί από ένα συνομοσπονδιακό μόρφωμα δύο ισοκυριάρχων μερών, το οποίο δεν θα μπορεί να πάρει αποφάσεις χωρίς την επίνευση και τη συγκατάθεση της Άγκυρας.

Η Βρετανική διπλωματία, με το καπέλο του ΟΗΕ, τον Γ. Γραμματέα και τους εκπροσώπους του οποίου στο Κυπριακό χειραγωγεί παρασκηνιακά, ασκεί την επιρροή της στη Λευκωσία και ειδικότερα στις ηγεσίες των δύο κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, για συμμετοχή σε μια νέα, «άτυπη» δήθεν, Πενταμερή Διάσκεψη. Όταν μάλιστα η Τουρκική πλευρά θέτει απροκάλυπτα ως προϋπόθεση την αποδοχή από την Ελληνική πλευρά της ισότητας και της ίσης κυριαρχίας των δύο μερών, της Κυπριακής δηλαδή Δημοκρατίας και του ψευδοκράτους των κατεχομένων.

Να συμμετάσχει η Ελληνική πλευρά σε τέτοιου είδους Διάσκεψη και με τέτοιους όρους για να επιτύχει τι; Τη συνομοσπονδία με το ψευδοκράτος, υπό Τουρκική εγγύηση και στρατιωτική παρουσία, ως δήθεν «λύση» του Κυπριακού;

Η Άγκυρα ελίσσεται διπλωματικά και στο άλλο γενικότερο μέτωπο των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων. Εμφανίζεται ως διαλλακτική και δηλώνει ετοιμότητα να επαναλάβει τις «διερευνητικές συνομιλίες» με την Ελλάδα, προσπαθώντας να ουδετεροποιήσει τον Ευρωπαϊκό παράγοντα, να ενισχύσει τις σχέσεις της μ’ αυτόν και να δώσει διαμεσολαβητικό άλλοθι στις φιλικές της χώρες, με πρώτη τη Γερμανία. Τηρώντας επίσης στάση αναμονής απέναντι στον Αμερικανικό παράγοντα, μέχρι τη διευκρίνιση των πολιτικών που προτίθεται αυτός να ακολουθήσει στην περιοχή.

Δεν υπάρχει, βεβαίως, καμιά αμφιβολία για το είδος των συνομιλιών και του «διαλόγου» που επιθυμεί η Άγκυρα. Η Ελλάδα δεν πρέπει ούτε να δελεασθεί από ψευδείς υποσχέσεις για δήθεν υπάρχουσες προοπτικές ούτε να δεχθεί να συζητήσει αδιαπραγμάτευτα θέματα, υπό πιέσεις και «παραινέσεις» τρίτων. Το σημαντικότερο γι’ αυτήν είναι η εκπομπή μηνύματος σταθερότητας και η αποφασιστική προώθηση της αμυντικής ισχύος της χώρας και των περιφερειακών στρατηγικών της συμμαχιών.

Στο πνεύμα αυτό, η Ελλάδα δεν έχει επίσης κανέναν λόγο ούτε να υποστηρίζει Πενταμερή για το Κυπριακό, με διαφαινόμενη «επιδιαιτησία» Γκουτιέρες, ούτε η ίδια να συμμετάσχει σε Πολυμερή Διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο. Μας αρκεί το υπάρχον διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, το οποίο μόνη η Τουρκία αμφισβητεί και δεν αποδέχεται.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ