Συγκρατημένη αισιοδοξία για τις εξωτερικές εξελίξεις το νέο έτος – Του Χρ. Θ. Μπότζιου
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Γενική είναι η εκτίμηση ότι ο χρόνος που πέρασε δεν άφησε καλές αναμνήσεις για όσα συνέβησαν τόσο στον τομέα της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής μας πολιτικής. Πλήρης απολογισμός και εκτιμήσεις συνήθως γίνονται κατά τις συζητήσεις στη Βουλή, όπου η κυβέρνηση αναλύει το έργο της κατά τομέα και η αξιωματική αντιπολίτευση και τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα ασκούν κριτική και εκθέτουν τις δικές τους απόψεις.
Κάπως σχηματικά, στον τομέα των εσωτερικών εξελίξεων, που ωστόσο συσχετίζονται με τη διεθνή κατάσταση και συνεργασία, κυριάρχησαν τα θέματα που συνδέονταν με την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, στα οποία προστέθηκε και εκείνη της πανδημίας του κορονοϊού. Οι πανδημίες, όπως το δηλώνει και η ετυμολογία της λέξης, δεν κάνουν διακρίσεις και σπάνια περιορίζονται σε μία μόνο χώρα ή ήπειρο.
Πράγματι, από την Κίνα, όπου πρωτοεμφανίσθηκε στα τέλη του 2019, γρήγορα μεταδόθηκε σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Μπορούσε να αποτραπεί η διάδοση της νόσου στις άλλες ηπείρους και χώρες της υφηλίου, με τις γνωστές θλιβερές συνέπειες για τα άτομα και τους λαούς; Ένα ερώτημα στο οποίο θα μπορούσαν να δοθούν χίλιες απαντήσεις και κάθε απάντηση θα προκαλούσε συζητήσεις για την εγκυρότητά της.
Εκείνο όμως που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η πανθομολογούμενη ολιγωρία που επέδειξαν κυρίως οι χώρες της Δύσης και τούτο παρά τις προειδοποιήσεις που έγκαιρα είχαν γίνει από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) για τον κίνδυνο η νόσος από τοπική να εξελιχθεί σε πανδημία. Η ολιγωρία και οι παραλείψεις συνεχίζονται με τις σημειούμενες καθυστερήσεις στην προμήθεια των εμβολίων – για γραφειοκρατικούς, και όχι μόνο, λόγους. Η ΕΕ αποδεικνύει την ανεπάρκειά της και σε αυτόν τον ευαίσθητο τομέα, που αφορά την υγεία των πολιτών.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής κυριάρχησαν οι προβληματισμοί για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με την Άγκυρα να κλιμακώνει τις προκλήσεις της σε σημείο που κανείς δεν απέκλειε και την πρόκληση θερμού επεισοδίου. Τέτοια ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είχε να σημειωθεί από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, οι συνέπειες της οποίας για τον Ελληνισμό μπορούν να συγκριθούν μόνο με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η αμφισβήτηση κυριαρχικών ελληνικών δικαιωμάτων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο από πλευράς της Τουρκίας δεν ήταν συμπτωματική. Η Ελλάδα, εξαιτίας της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, έδινε την εντύπωση αδύναμης χώρας και έδειχνε στερούμενη διεθνών ερεισμάτων.
Σε αντίθεση, η Τουρκία του καθεστώτος Ερντογάν αισθανόταν ενισχυμένη εσωτερικά και διεθνώς, με την αναγνώριση, από ΗΠΑ και Ρωσία, ρόλου περιφερειακής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο και τον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο. Η εντύπωση ή πεποίθηση μεγάλης περιφερειακής δύναμης όσον αφορά την Τουρκία πιστοποιήθηκε με την ανοχή που επέδειξαν ΗΠΑ και Ρωσία στην τουρκική εισβολή στη Συρία και την κατοχή έκτοτε μιας έκτασης 100 και πλέον χιλιομέτρων κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων.
Ανάλογα χαρακτηριστικά έχει και η τουρκική εμπλοκή στη Λιβύη, όπως και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στη διένεξη μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας. Από πού αντλεί το καθεστώς Ερντογάν τόση δύναμη και αυτοπεποίθηση, ώστε να ενεργεί ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη; Οι λόγοι είναι πολλοί. Θα μπορούσαμε να τους συνοψίσουμε σε τρεις βασικούς.
α) Η σημαντική γεωπολιτική θέση που κατέχει η σημερινή Τουρκία, κείμενη σε μια περιοχή που βορειοδυτικά ελέγχει τα Στενά του Βοσπόρου, προς νότο έχει άμεση πρόσβαση στον χώρο της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής και ανατολικά βλέπει προς τον Καύκασο.
β) Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και Ρωσίας, που καθεμιά, για διαφορετικούς γεωπολιτικούς υπολογισμούς και ανταγωνισμούς, επιδιώκει να προσεταιριστεί την Τουρκία.
γ) Η εσωτερική συνοχή, με επίκληση και προσφυγή από τον Ερντογάν στον τουρκικό εθνικισμό και στο πλέον ενωτικό στοιχείο, τον Ισλαμισμό.
Παρά τα γεωπολιτικά και εσωτερικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η Τουρκία, ο Ερντογάν και οι πολιτικές δυνάμεις που τον στηρίζουν γνωρίζουν πολύ καλά και τη γεωπολιτική σημασία του αιγαιακού χώρου, βόρειου, κεντρικού και νοτιοανατολικού, που ελέγχεται από την Ελλάδα. Αυτό το καθεστώς που έχει καθιερωθεί με διεθνείς συμβάσεις και το Δίκαιο της Θάλασσας επιδιώκει να αναθεωρήσει με έωλα και αστήρικτα επιχειρήματα.
Η ελληνική κυβέρνηση προβάλλει και επικαλείται συνεχώς τη διεθνή νομιμότητα, χωρίς, όπως φαίνεται, να τυγχάνει της δέουσας στήριξης από την ΕΕ, αφού οι πλέον σημαντικές χώρες-μέλη συνιστούν διερευνητικές διαπραγματεύσεις, χωρίς όμως να διευκρινίζουν σε ποια ακριβώς βάση. Πώς αντιμετωπίζεται η τουρκική προκλητικότητα; Ασφαλώς προέχει η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης των ενόπλων δυνάμεων στο πνεύμα και της ρωμαϊκής ρήσης «si vis pacem, para bellum» («εάν θέλεις ειρήνη, παρασκεύαζε πόλεμο»).
Στην περίπτωσή μας όμως θα μπορούσε να ισχύσει το «αν θέλεις ειρήνη, παρασκεύαζε ειρήνη». Η δεύτερη, όμως, αυτή επιλογή απαιτεί σύναψη συμμαχιών και άσκηση πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, με ανάπτυξη έντονης διπλωματικής δραστηριότητας σε ανώτερο και ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Ασφαλώς, αναγκαία είναι η εσωτερική συνοχή και η συναίνεση μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων, που δεν φαίνεται να υπάρχει, με αποτέλεσμα κυβέρνηση και κόμματα της αντιπολίτευσης να βρίσκονται σε διαρκή αντιπαλότητα.
Η ΕΕ έχει αποδείξει ότι είναι αδύναμη να εκφράσει έμπρακτα την αλληλεγγύη προς την Ελλάδα, η οποία υφίσταται τις προκλήσεις και τις απειλές της Τουρκίας, ενώ πολλές χώρες-μέλη, από τις πλέον ισχυρές, προτάσσουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική μπορεί να αποκτήσει ερείσματα και να βρει ευήκοα ώτα σε χώρες τόσο του μεσογειακού περιβάλλοντος όσο και ευρύτερα, που αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που εγκυμονεί για τη σταθερότητα και την ασφάλεια η τουρκική παραβατικότητα και η μεγαλομανία του Ερντογάν.
Οι δυτικές χώρες δεν είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούν και να πεισθούν ότι δύο από τους ισχυρούς πυλώνες στους οποίους στηρίζεται το καθεστώς Ερντογάν, ο τουρκικός εθνικισμός ή νεο-οθωμανισμός και ο Ισλαμισμός, έχουν καθαρώς αντιδυτικά γνωρίσματα. Το πολιτικοοικονομικό σκηνικό που επικρατεί στην Ευρώπη και ευρύτερα στον δυτικό κόσμο μαζί με την πανδημία του κορονοϊού, που πλήττει τη διεθνή κοινωνία, μας ωθούν να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι για ένα καλύτερο νέο έτος και για ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω διερευνητικών διαπραγματεύσεων, που ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν κάτω από προκλήσεις και απειλές.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ