H περίοδος Τραμπ, η αμερικανική και διεθνής πραγματικότητα και η επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών – Του Χρ. Θ. Μπότζιου

H περίοδος Τραμπ, η αμερικανική και διεθνής πραγματικότητα και η επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών – Του Χρ. Θ. Μπότζιου


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Mε εξαίρεση ίσως τη Μεγάλη Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι –από γεωπολιτικής άποψης– η μοναδική χώρα στον κόσμο που διαθέτει ασύ­γκριτα πλεονεκτήματα. Πέραν της αχανούς έκτασης, κείμενης μεταξύ δύο ωκεανών –Ειρηνικού στα δυτικά και Ατλαντικού στα ανατολικά–, στον Βορρά συνορεύει με τον Καναδά και στον Νότο με το Μεξικό, δύο χώρες που δεν προκαλούν καμιά απειλή ή ανησυχία για την ασφάλειά της, όπως συμβαίνει με άλλες μεγάλες χώρες, όπως η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα, που αντιμετωπίζουν προβλήματα με όμορες χώρες.

Στην κατηγορία των ΗΠΑ θα μπορούσε να εντα­χθεί και η Αυστραλία, η οποία όμως πληθυσμιακά και με μέτρο σύγκρισης άλλα μεγέθη δεν μπορεί να συγκριθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ΗΠΑ κληρονόμησαν από τη Μεγάλη Βρετανία, της οποίας υπήρξαν αποικία μέχρι την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776, το πολιτικό δικομματικό σύστημα και ασφαλώς την αγγλική γλώσσα, η οποία, παρά τα μειονεκτήματά της (ηχητικά, ετυμολογικά κ.ά.), έχει καταστεί γλώσσα παγκόσμιας επικοινωνίας.

Οι ΗΠΑ είναι η κατεξοχήν Προεδρική Δημοκρατία στον κόσμο, με τον Πρόεδρο να συγκεντρώνει όλες, σχεδόν, τις εκτελεστικές εξουσίες, καθώς αν δεν υπήρχε η συνταγματική πρόνοια ελέγχου των αποφάσεων ή προτάσεών του από τα δύο νομοθετικά όργανα, τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων (Κογκρέσο), θα ισοδυναμούσε με Προεδρική Δικτατορία. Τις τελευταίες δεκαετίες οι εκάστοτε εκλεγμένοι Πρόεδροι ήταν κατά κανόνα πολιτικά πρόσωπα. Υπήρξαν ασφαλώς και εξαιρέσεις, όπως ο Τζίμι Κάρτερ και ο Ρόλαντ Ρίγκαν, που είχαν όμως διατελέσει αιρετοί κυβερνήτες δύο σημαντικών ομοσπονδιακών πολιτειών (Τζόρτζια και Καλιφόρνια), αμφότερες με ιδιαίτερη βαρύτητα στην πολιτικοοικονομική ζωή των ΗΠΑ.

Ο απερχόμενος Πρόεδρος ήταν η εξαίρεση. Υπήρξε επιτυχημένος επιχειρηματίας, αλλά κατά γενική ομολογία δεν διέθετε κατάλληλη πολιτική εμπειρία για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της ισχυρότερης χώρας στο κόσμο. Κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με αντίπαλο τη Χίλαρι Κλίντον, πρώην γερουσιαστή των Δημοκρατικών και σύζυγο του πρώην Προέδρου Μπιλ Κλίντον, η οποία, σημειωτέον, είχε συγκεντρώσει μεγαλύτερο αριθμό ψήφων σε παναμερικανικό επίπεδο, όχι όμως και εκλεκτόρων, όπως απαιτεί το Αμερικανικό Σύνταγμα.

Είναι απορίας άξιον με τι κριτήρια επελέγη από τους Ρεπουμπλικάνους να ηγηθεί μιας χώρας με πρωταγωνιστικό ρόλο στον κόσμο. Επέλεξε ως σύνθημα το «να ξανακάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη («to make America great again»). Είχαν παύσει οι ΗΠΑ να είναι υπερδύναμη; Ασφαλώς όχι. Τι ακριβώς εννοούσε; Πιθανότατα ότι δεν ήταν πλέον η μοναδική και αδιαμφισβήτητη παγκόσμια δύναμη.
Μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού αναπτύχθηκαν και άλλες, αντίπαλες χώρες, συνεπεία της απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών περιορισμών, που επέτρεψε την ανάδειξη και άλλων ανταγωνιστικών χωρών, όπως η Κίνα, η Ινδία κ.ά.

Ιδιαίτερα η Κίνα σημείωσε άλματα στην παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, που εκτόπιζαν, λόγω χαμηλότερου κόστους, τα αντίστοιχα αμερικανικά. Η Ρωσία από την πλευρά της πλεονεκτούσε στον ενεργειακό τομέα, κατασκευάζοντας νέους αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου με προορισμό τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ειδικότερα τη Γερμανία, γεγονός που τις ανεξαρτητοποιούσε σε ικανό βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η εσωτερική οικονομία των ΗΠΑ άρχισε να αισθάνεται τις επιπτώσεις αυτών των αλλαγών με μία πτώση της απασχόλησης και των εξαγωγών της. Επί των πρώτων ημερών της Προεδρίας Τραμπ υπήρξαν δραστικές επεμβάσεις στον τομέα της οικονομίας με αποτέλεσμα να σημειωθεί αύξηση της απασχόλησης, όχι όμως και των εξαγωγών.

Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική πολιτική της Προεδρίας Τραμπ εκτιμήθηκε ότι ήταν θετική, κρίνοντας πάντα με αμερικανικά κριτήρια. Ο Τραμπ φρόντισε να ανατρέψει και να ακυρώσει τις κοινωνικές, εκσυγχρονιστικές πολιτικές που είχε επιχειρήσει να εισαγάγει ο προκάτοχός του Μπάρακ Ομπάμα για τη δημιουργία ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), που οι ΗΠΑ στερούνται. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ο Πρόεδρος Τραμπ ενήργησε σχεδόν ως ταύρος εν υαλοπωλείω.

Επί των ημερών του οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την Unesco, τον ειδικευμένο οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών που κήδεται της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), τη Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή, όπως και την αντίστοιχη για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν!

Ο αμερικανικός λαός, προφανώς, αντελήφθη τον ερασιτεχνικό χαρακτήρα της Προεδρίας Τραμπ και δεν ανανέωσε τη θητεία του. Επιλογή που ο απερχόμενος Πρόεδρος προσπαθεί να παρακάμψει, εκθέτοντας το σύνολο του αμερικανικού λαού, που στη μεγίστη πλειοψηφία του σέβεται το δημοκρατικό πολίτευμα.

Τα πρόσφατα αποκρουστικά γεγονότα με την εισβολή ακραίων οπαδών του απερχόμενου Προέδρου στο Καπιτώλιο θα καταγραφούν στις μελανότερες σελίδες της ιστορίας των ΗΠΑ, οι επιπτώσεις των οποίων είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Το βέβαιο είναι ότι δεν αρμόζουν στη δημοκρατική παράδοση του αμερικανικού λαού, που έχει αποδείξει ότι απεχθάνεται τις ολοκληρωτικές ιδέες και συμπεριφορές.

Οι σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ επί Προεδρίας Τραμπ δεν υπέστησαν σοβαρές μεταβολές. Ενισχύθηκαν θεσμικά με την υπογραφή συμφωνίας παραχώρησης περαιτέρω στρατιωτικών βάσεων –πέραν εκείνων στη Σούδα– στη Λάρισα και στην Αλεξανδρούπολη, χωρίς όμως ουσιώδη ανταλλάγματα για την Ελλάδα.

Όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Ουάσιγκτον κινήθηκε στην παραδοσιακή πολιτική των ίσων αποστάσεων, με κάποια ελαφρά διαφοροποίηση από τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ο οποίος, χωρίς να καταδικάσει ρητώς την τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, συνέστησε επίλυση των διαφορών με διάλογο. Το αντίθετο έπραξαν όμως η Αμερικανική Γερουσία και το Κογκρέσο, καθώς, παρά την αντίδραση Τραμπ, επέβαλαν στην Τουρκία, για άλλους βέβαια λόγους, αυστηρά κυρωτικά μέτρα.

Η προτροπή ΗΠΑ και ΕΕ, οι πιέσεις και οι συναφείς εκβιαστικοί μηχανισμοί για διάλογο βρήκαν απήχηση και ήδη οι δύο χώρες ανήγγειλαν την επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών στις 25 Ιανουαρίου και τόπο διεξαγωγής την Κωνσταντινούπολη. Της ελληνικής αντιπροσωπείας θα ηγηθεί ο πρέσβης ε.τ. κ. Παύλος Αποστολίδης, έμπειρος και ικανός διπλωμάτης καριέρας, ο οποίος είχε διεξαγάγει ταυτόσημες συνομιλίες και στο παρελθόν. Οι προοπτικές όμως για εύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων δεν φαίνεται να είναι ευοίωνες. Οι θέσεις των δύο χωρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Η Τουρκία θέλει οι διερευνητικές συνομιλίες να ξεκινήσουν από μηδενική βάση, με τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών να επαναλαμβάνει τις γνωστές αναθεωρητικές θέσεις για το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, που ισοδυναμούν με αλλαγή του status quo στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο έλληνας ομόλογός του κ. Νίκος Δένδιας επαναλαμβάνει σταθερά ότι μόνη διαφορά είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Επειδή όμως ακούγεται και ο όρος «οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών» –όρος πολύ ευρύτερος–, δημιουργούνται εύλογες απορίες, που χρήζουν άμεσων διευκρινίσεων. Βέβαια, η αναγγελία της ημερομηνίας επανεκκίνησης των διερευνητικών συνομιλιών έχει προκαλέσει ανακούφιση στην ΕΕ και δη στις χώρες-μέλη με οικονομικά και άλλα συμφέροντα στην Τουρκία, επειδή τους απαλλάσσει από τον πονοκέφαλο της επανεξέτασης επιβολής κυρωτικών μέτρων στην Τουρκία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου. Ευτυχής είναι και ο Ερντογάν, που θα αποφύγει το πικρόν ποτήριον, και μάλλον και η ελληνική κυβέρνηση, που κερδίζει πολύτιμο χρόνο. «Everybody happy», όπως λένε οι φλεγματικοί Αγγλοσάξονες!

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ