ΣΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΕΝΤΟΝΩΣ ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ, ΤΩΡΑ ΦΤΑΙΕΙ Ο ΙΟΣ ‘Η ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ
Πήγα στό δάσος γιά νερό
καί βρήκα μιά Κυρία
είχε υπέροχα σουτιέν
μά ήταν μυστηρία,
•••
μέ κοίταζε αλλόκοτα
κι ο φόβος μέ κυκλώνει
γέρνουν τά δέντρα πάνω μου
κι η μέρα τελειώνει,
•••
ούτε φεγγάρι ούτε φως
κι ανύπαρκτος αγέρας
καί η Κυρία σιωπηλή
κι η σιωπή σάν τέρας,
•••
πού τάχα είναι τό νερό
νά πιώ νά ξεδιψάσω
η φύση έχει τό Καρέ
κι εγώ σκισμένο Άσο,
•••
καί η Κυρά αμίλητη
έκανε τόν σταυρό της
καί τά ουράνια άφαντα
κι εκείνη στόν καιρό της,
•••
ποιός σατανάς τήν έφερε
στήν δίψα μου επάνω
πού η δίψα μέ μαρμάρωνε
καί τά μυαλά μου χάνω,
•••
«Κυρά», τής λέγω, «χάνομαι
σέ λίγο θά πεθάνω…
λίγο νερό αναζητώ,
μού λέγεις τί νά κάνω;»
•••
εκείνη δέν απάντησε
τόν ουρανό κοιτούσε
σάν νά ‘τανε Αρχάγγελος
πάνω μας πού πετούσε,
•••
συνέχιζε τίς προσευχές
σάν σεβαστός Δεσπότης
ενώ η πόλη χάνονταν
κι εκείνη στόν καιρό της,
•••
τ’ αυτιά μου τά σεβάστηκα
τά έτριψα μέ βία
«κουφά θά είναι», σκέφτηκα
«φεύγω γιά Βολιβία,
•••
εκεί ακούνε όλοι τους
θ’ ακούσουνε καί μένα
στά ξεραμένα τά βουνά
καί τά βασανισμένα»,
•••
φώναξα τόσο δυνατά
πού η κυρα-Κυρία
τώρα τήν φύση άλλαζε
γράφοντας Ιστορία,
•••
συντόμως μέ πλησίασε
καί είπε οργισμένη:
«Σκάσε, λαέ αχάριστε,
φύση μας χαϊδεμένη,
•••
εγώ τόν Κόσμο κυβερνώ
όλη τήν Οικουμένη.
Εσύ κλαψιάρη γιά νερό
ψάχνεις σέ Γή καμένη.
•••
Τράβα, λοιπόν, σπιτάκι σου
η νύχτα συνεχίζει
τό Ύδωρ είναι Τέκνο μου
κι εμένα μού αξίζει,
•••
τράβα καί πές στά τέκνα σου
ψεύτικες ιστορίες.
εγώ τά πάντα Κυβερνώ
μ’ άλλες μαζί ΚΥΡΙΕΣ».
………………………………
Τήν «Κυρία» άπαντες
τήν γνωρίζουμε.
Τήν συναντάμε συχνά,
κάθε στιγμή
νά ορίζει τόν βίο μας.
Δέν τής ζητώ συγνώμη,
γιατί δέν είναι άνθρωπος
αλλά ένα μηχάνημα
πορνείας καί θανάτου.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε ΕΔΩ