Η μεγάλη αναταραχή στις ΗΠΑ – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

Η μεγάλη αναταραχή στις ΗΠΑ – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

-Από την έκβαση των εσωτερικών προβλημάτων των ΗΠΑ θα κριθούν πολλά και σε όλο τον κόσμο


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Τι συμβαίνει στις ΗΠΑ; Πώς έφτασαν τα πράγματα μέχρι την εισβολή διαδηλωτών στο Καπιτώλιο; Είναι η αποκορύφωση μιας αλλόκοτης και ανεύθυνης πολιτικής εκ μέρους του απερχομένου Προέδρου Τραμπ, όπως τον κατηγορούν οι αντίπαλοί του; Πώς κινητοποιούνται όμως τόσοι άνθρωποι, όταν είναι γνωστό ότι τα Αμερικανικά κόμματα δεν διακρίνονται μέχρι τώρα ούτε για τον φανατισμό τους ούτε για τον κομματικό τους πατριωτισμό; Είναι μόνο το θέμα της καταγγελλόμενης νοθείας σε πέντε Πολιτείες, που, κατά τους υποστηρικτές του Τραμπ, αλλοίωσε το αποτέλεσμα των Προεδρικών εκλογών;

Τα ερωτήματα αυτά δεν εξαντλούν τον προβληματισμό που δημιουργεί η σημερινή κατάσταση στις ΗΠΑ, η οποία ευλόγως ανησυχεί την κοινή γνώμη και πολύ πιο πέρα από τα Αμερικανικά σύνορα, ιδιαίτερα στις φίλες και σύμμαχες χώρες των ΗΠΑ. Η απά­ντηση δεν είναι ούτε απλή ούτε μονοσήμαντη. Παρόμοια ερωτήματα είχαν τεθεί και κατά την εκλογή Τραμπ, η οποία διέψευσε τα προγνωστικά των δημοσκοπικών εταιρειών και τις εκτιμήσεις των κυριότερων μέσων μαζικής επικοινωνίας.

Το φαινόμενο Τραμπ, παρά τα αντι-συμβατικά και από ορισμένες απόψεις ακραία χαρακτηριστικά του, εκφράζει βαθύτερα ρεύματα και αντιθέσεις στην Αμερικανική κοινωνία, που αναζητούν πολιτική έκφραση και διαταράσσουν την παραδοσιακή εικόνα της μονολιθικής δικομματικής Αμερικανικής πολι­τικής. Το κύριο θέμα που, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, διχάζει την Αμερικανική κοινωνία είναι η υπερσυγκέντρωση ισχύος από τη χρηματοπιστωτική μερίδα της οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία ανεζήτησε στην απεριόριστη διεθνοποίηση και πα­γκοσμιοποίηση νέα σύνορα οικονομικού επεκτατισμού και ασύλληπτου κέρδους.

Η χρηματοπιστωτική οικονομία, με την ελευθερία που κατέκτησε, μετά την απαλλαγή της από περιορισμούς που είχαν επιβληθεί από το New Deal του Ρούσβελτ, υποκατέστησε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, την πραγματική παραγωγική οικονομία με την εικονική, κερδοσκοπική οικονομία. Πάνω από 90% του όγκου των συναλλαγών αναφέρεται στην εικονική αντί στην πραγματική, παραγωγική οικονομία.

Η παγκοσμιοποίηση, που ανεδείχθη από την εποχή Κλίντον σε επίσημη Αμερικανική πολιτική, παρουσιάσθηκε στην πολιτική ηγεσία ως μια ιδέα παγκόσμιας Αμερικανικής ηγεμονίας, μέσω της οικονομικής κυριαρχίας και των ανοικτών συνόρων. Τα αποτελέσματα όμως φάνηκαν γρήγορα. Τα ανοικτά σύνορα έγιναν μπούμερανγκ ακόμη και για την πιο ισχυρή οικονομικά χώρα. Πρώτον, γιατί έγινε δυνατός ο διαχωρισμός του συμφέροντος μιας πολυεθνικής εταιρείας από το συμφέρον του κράτους. Γιατί, π.χ., μια Αμερικανική εταιρεία να μη μεταφέρει την παραγωγή της σε μια φθηνή χώρα, εφόσον θα μπορούσε ταυτόχρονα να διατηρήσει και την Αμερικανική αγορά, εισάγοντας αδασμολόγητα τα προϊόντα της από τη φθηνή χώρα παραγωγής; Δεύτερον, γιατί τα ανοικτά σύνορα επέτρεπαν σε άλλες χώρες να ανταγωνισθούν αθέμιτα την Αμερικανική βιομηχανία, μέσα στην ίδια την Αμερικανική αγορά.

Η Κίνα, π.χ., η οποία έχει πολύ υψηλή ανταγωνιστικότητα, λόγω του πολύ φθηνού κόστους παραγωγής, μπορούσε να εξάγει ελεύθερα στις ΗΠΑ όχι μόνο τα δικά της προϊόντα αλλά και τα προϊόντα των Αμερικανικών εταιρειών, που είχαν μεταφέρει την παραγωγή τους στην Κίνα. Δεν είναι τυχαίο το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα που δημιουργήθηκε στο εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ. Και άλλες όμως χώρες, με πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο, όπως, π.χ., η Γερμανία, μπορούσαν εύκολα να διεισδύσουν στην Αμερικανική αγορά, σε βάρος της Αμερικανικής βιομηχανίας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Η Γερμανία, αντί να επενδύσει στις ΗΠΑ, μπορούσε να επενδύσει στο φθηνό Μεξικό και να εξάγει αφορολόγητα τα αυτοκίνητά της στις ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενη τη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού. Πράγμα το οποίο έκανε.

Ο καθένας αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις της πολιτικής αυτής, ιδίως σε μακροπρόθεσμη κλίμακα. Γιατί ο Αμερικανός βιομήχανος να κρατήσει την παραγωγή του στις ΗΠΑ, όταν αντιμετωπίζει έναν αθέμιτο ανταγωνισμό μέσω, π.χ., του Μεξικού; Πώς θα καταστεί δυνατή η διατήρηση στις ΗΠΑ της βιομηχανικής παραγωγής και συναφώς της τεχνολογικής αναπτύξεως, της απασχολήσεως και γενικά της οικονομικής και της κοινωνικής προόδου;

Η εξέλιξη αυτή, που συνεπάγεται έναν ακραίο οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, οδήγησε, προφανώς, σε μια εσωτερική πόλωση και ανταγωνισμό σε πολλά επίπεδα. Σε ανταγωνισμό, πρώτον, μεταξύ της πραγματικής και της εικονικής οικονομίας. Σε ανταγωνισμό, δεύτερον, μεταξύ Αμερικανών εργαζομένων και παρανόμων μεταναστών, ο αριθμός των οποίων αυξανόταν κάθε χρόνο κατά εκατομμύρια, ως αποτέλεσμα των ιδεολογημάτων που παρακολουθούν την πα­γκοσμιοποίηση για ανοικτά σύνορα. Σε α­νταγωνισμό, τρίτον, μεταξύ των επωφελουμένων και των πληττομένων από την παγκοσμιοποίηση.

Οι τελευταίοι περιλαμβάνονται στους Αμερικανούς παραγωγούς, στους μισθωτούς, που βλέπουν να χάνουν την απασχόλησή τους ή τους μισθούς τους να καθηλώνονται επί χρόνια στα ίδια επίπεδα ή να μειώνονται, και στους επιχειρηματίες, που βλέπουν να δεινοπαθούν ή να καταστρέφονται από τον ξένο ανταγωνισμό.

Με την πάροδο του χρόνου και την επιδείνωση των συνθηκών, τα προβλήματα άρχισαν να τίθενται πολιτικά, παρά τη συντριπτική κυριαρχία των μαζικών μέσων επικοινωνίας που είναι υπό τον έλεγχο της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας και των ιδεολογημάτων της για την παγκοσμιοποίηση.

Η εκλογή Μπάιντεν, παρά τις ενστάσεις και τις καταγγελίες περί νοθείας σε πέντε Πολιτείες, σηματοδοτεί την επιστροφή των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης και του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού που τη συνοδεύει. Σηματοδοτεί επίσης την επιστροφή στις συμβατικές πολιτικές και στις ισορροπίες, στις οποίες κατέχουν σημαντική θέση τα ΜΜΕ αλλά και τα ψηφιακά δίκτυα κοινωνικής επιρροής.

Οι σκληρές εικόνες από την εισβολή διαδηλωτών στο Καπιτώλιο θα χρεωθούν στον απερχόμενο Πρόεδρο προσωπικά, ως έσχατη έκφραση ξεπεσμού της δημοκρατίας επί των ημερών του και όχι ως πράξη λαϊκής διαμαρτυρίας ή αντιστάσεως.

Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία ότι οι εικόνες αυτές, αλλά και όσα γίνονται και καταγγέλλονται από τη μέρα των Προεδρικών εκλογών, έχουν πληγώσει βαθιά το κύρος και την εικόνα των ΗΠΑ, ως υπερδυνάμεως και ηγέτιδος χώρας του λεγόμενου Δυτικού κόσμου. Η συνέχεια που θα δοθεί στα γεγονότα αυτά θα δείξει πόσο αυτά αντανακλούν βαθύτερα προβλήματα και αντίσταση σε πολιτικές που υπαγορεύονται από την παγκοσμιοποίηση ή θα απαξιωθούν πολιτικά και θα αναχθούν σε παράδειγμα προς αποφυγήν.

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που ταυτίσθηκε με την παγκοσμιοποίηση, με πρωτοστάτη τη Γερμανία, που επωφελείται σαφώς απ’ αυτήν, η εκλογική νίκη Μπάιντεν χαιρετίσθηκε με ανακούφιση. Η επάνοδος των Δημοκρατικών αντιμετωπίζεται ως επιστροφή στην κανονικότητα. Σ’ αυτό το πνεύμα, άλλωστε, η Γερμανία, με τον μανδύα της Ευρωπαϊκής Προεδρίας, έσπευσε να υπογράψει με την Κίνα ζώνη ελευθέρου εμπορίου ΕΕ – Κίνας.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, η αναταραχή στις ΗΠΑ είναι λογικό να αντιμετωπίζεται με περίσκεψη, με δεδομένο το προηγούμενο του 1974, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών και Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Χένρι Κίσιγκερ εκμεταλλεύθηκε το κενό της παραιτήσεως Νίξον για να δώσει το πράσινο φως στην Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Συμπερασματικά, τα εσωτερικά προβλήματα στις ΗΠΑ θα πάρουν πολύ μεγαλύτερη και οξύτερη διάσταση στην πολιτική των ΗΠΑ και από την έκβασή τους θα κριθούν πολλά και σ’ όλο τον κόσμο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ