Το σοκ στο Καπιτώλιο και οι συνέπειες για την περιοχή μας
-Η απουσία ισχυρής κυβέρνησης στην Ουάσινγκτον πρέπει να σημάνει συναγερμό στην Αθήνα
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Την πλήρη αβεβαιότητα και την επικίνδυνη μη προβλεψιμότητα του διεθνούς σκηνικού ήρθαν να επιβεβαιώσουν τα τραγικά και σοκαριστικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ουάσινγκτον το βράδυ της Τετάρτης, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία της η Αμερική κινδύνευσε να σβήσει ως ο «φάρος της Δημοκρατίας» που προβάλλει για όλο τον κόσμο και να γίνει ένα σύμβολο της οπισθοδρόμησης και της απόλυτης αταξίας.
Όσοι είχαν σοκαριστεί το 2016 με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ άρχισαν τότε μόλις να αντιλαμβάνονται την ύπαρξη μιας άλλης Αμερικής, μακριά από τους φωτισμένους δρόμους της Νέας Υόρκης, της Ουάσινγκτον, της Βοστόνης και του Σαν Φρανσίσκο. Μια Αμερική που όλοι φρόντιζαν να κρύβουν καλά, ώστε να μη βγει στην επιφάνεια. Και η Αμερική αυτή βγήκε στον αφρό όταν ο Ντόναλντ Τραμπ επένδυσε πολιτικά στις φοβίες, στον ρατσισμό της, στις καχυποψίες, στην κρυμμένη επιθετικότητά της.
Και όχι μόνο καλλιεργήθηκε αυτή η αρρωστημένη συνωμοσιολογία και η δήθεν αντισυστημική συμπεριφορά στη διάρκεια της θητείας Τραμπ, αλλά τελικά αποκτά πολιτική αυτονομία. Και αυτό διότι από τα 70 εκατομμύρια ψήφους που πήρε στις τελευταίες εκλογές ο Ντόναλντ Τραμπ, ένα μεγάλο μέρος εκφράζει σε μεγάλο βαθμό όχι το συντηρητικό και συστημικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, αλλά την ιδεολογία Τραμπ.
Μια ιδεολογία που θεωρεί απολύτως φυσικό να αμφισβητεί χωρίς κανένα έρεισμα τα αποτελέσματα των εκλογών, να κινητοποιεί το πιο περιθωριακό, αρρωστημένο και ευάλωτο σε επιρροή κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας, που επιπλέον δεν έχει κανένα όριο στη συμπεριφορά του, όπως και ο αρχηγός του.
Και, τελικά, μπορεί οι οπαδοί του Τραμπ να γυρίζουν στο σπίτι τους και στο ράντσο τους, αλλά ο τραμπισμός είναι εδώ.
Οι εικόνες της Τετάρτης έχουν τραυματίσει βαθιά την εικόνα της Αμερικής και αυτό αφορά φυσικά και το κύρος της στο διεθνές στερέωμα.
Είναι προφανές ότι ο κ. Μπάιντεν θα πρέπει να δαπανήσει αρκετό πολιτικό κεφάλαιο ώστε να αποκαταστήσει την εικόνα της Αμερικής και να μπορέσει να αναλάβει να ασκήσει τον παγκόσμιο ρόλο της.
Και αυτή η αποδυνάμωση της εικόνας της Αμερικής επηρεάζει φυσικά και τις σχέσεις με την ΕΕ αλλά και τη δική μας περιοχή.
Αυτή η ρευστότητα στην Ουάσινγκτον έχει αποσταθεροποιητικές παρενέργειες σε όλες τις διεθνείς κρίσεις που η παρουσία και ο ρόλος της Αμερικής είναι σημαντικός.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά επικίνδυνο, με ανοικτές κρίσεις, τις οποίες είναι προφανές ότι η ΕΕ δεν μπορεί να διαχειριστεί και χρειάζεται η ισχυρή αμερικανική παρουσία. Η θητεία Τραμπ οδήγησε (με εξαίρεση την ενεργή εμπλοκή του απερχόμενου ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο τους τελευταίους μήνες) στην πλήρη αποχή των ΗΠΑ από τις ανοικτές κρίσεις στη Λιβύη, στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στη Μέση Ανατολή, προσφέροντας έτσι το έδαφος για ανάπτυξη των τοπικών φιλόδοξων παικτών, όπως η Τουρκία, και την εδραίωση της παρουσίας της Ρωσίας στην περιοχή.
Η Αθήνα ανέμενε την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ, γνωρίζοντας ότι θα ακολουθήσει μια περίοδος αναζήτησης ισορροπιών του Τζο Μπάιντεν με τον Ταγίπ Ερντογάν και θεωρώντας ότι, τουλάχιστον, θα γινόταν προσπάθεια από την Τουρκία να αποφύγει τη δημιουργία θερμών κρίσεων, κάτι που θα δυσκόλευε την προσέγγισή της με την Ουάσινγκτον.
Με την αβεβαιότητα που προκαλείται τώρα στις ΗΠΑ και μέχρι να μπορέσει αυτή η νέα κυβέρνηση να σταθεί στα πόδια της και να αντιμετωπίσει την εσωτερική κρίση, δημιουργείται και πάλι ένα κενό το οποίο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Το επόμενο διάστημα η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από κρίσιμες προκλήσεις.
Η Τουρκία έχει αλλάξει ρητορική, με προφανή σκοπό, και εμφανίζεται διαρκώς ως υπέρμαχος του διαλόγου με την Ελλάδα, θέλοντας έτσι να προκαταλάβει τις εξελίξεις και να μεταφέρει την πίεση στην Ελλάδα, υπονοώντας ότι είναι αυτή που απορρίπτει τον δρόμο του διαλόγου.
Επιπλέον, η Τουρκία θέλει να καλλιεργήσει την αντίληψη ότι είναι η ίδια υπέρ ενός ανοικτού και άνευ όρων διαλόγου και η Ελλάδα είναι εκείνη που δεν δέχεται αυτόν τον διάλογο και θέτει προϋποθέσεις. Βεβαίως είναι δύσκολο να εξηγηθεί σε τρίτα μέρη, όπως είναι και το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον, ότι η Ελλάδα δεν θέτει προϋποθέσεις όταν αρνείται να συζητήσει ακόμη και θέματα κυριαρχίας της που εγείρει η Τουρκία.
Άλλωστε, είναι πολύ σαφής και καθαρή η ελληνική θέση για διερευνητικές συζητήσεις με αντικείμενο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών και σε περίπτωση που δεν διαπιστωθεί προσέγγιση, τότε η διαφορά αυτή να παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η Τουρκία περιμένει και αφήνει τον χρόνο να κυλήσει ώστε να δημιουργούνται προσδοκίες και έτσι, όταν θα στείλει την πρόσκληση για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών και αφού θα έχει δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο για την ίδια, θα είναι δύσκολο για την Αθήνα είτε να μη συμμετάσχει είτε να αποχωρήσει από τον διάλογο χωρίς να φορτωθεί την ευθύνη για το αδιέξοδο και όσα θα επακολουθήσουν.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: tovima.gr