Ο θάνατος ενός επιφανούς ομογενή, γερουσιαστή των ΗΠΑ – Του Χρ. Θ. Μπότζιου

Ο θάνατος ενός επιφανούς ομογενή, γερουσιαστή των ΗΠΑ – Του Χρ. Θ. Μπότζιου


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Προ ημερών έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών ο επιφανής ομογενής Πολ Σαρμπάνης (Σαρμπέιν στα αμερικάνικα), ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών γερουσιαστής της Πολιτείας του Μέριλαντ. Ο Πολ Σαρμπάνης ήταν γιος ελλήνων μεταναστών με καταγωγή από τη Σπάρτη, οι οποίοι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ στις αρχές του περασμένου αιώνα, ίσως από ανά­γκη ή προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στη χώρα των μεγάλων και ίσων ευκαιριών για όλους, όπως τις αποκαλούν και όχι αδίκως.

Ο Πολ Σαρμπάνης δεν ήταν απλώς ένα πρόσωπο που τίμησε την ελληνική του καταγωγή, αλλά συμβόλιζε και το κοινωνικοπολιτικό μεγαλείο της αμερικανικής ζωής και πραγματικότητας. Σε μια χώρα όπου παρέχονται, χωρίς διακρίσεις, ίσες δυνατότητες και ευκαιρίες στους πολίτες, ανεξαρτήτως της εθνικής προέλευσης και του χρόνου που έγιναν πολίτες της.

Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να συναντήσεις ανάλογο φαινόμενο σε άλλες χώρες, όπου τα παιδιά μεταναστών πρώτης γενιάς μπορούν να αναδεικνύο­νται σε ηγετικές μορφές και να καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις και ύπατα αξιώματα στη νέα τους πατρίδα, χωρίς εμπόδια και προκαταλήψεις. Προφανώς είναι θέμα αυτοπεποίθησης, απουσίας ανασφάλειας και υπεροχής μιας χώρας να παρέχει στον πολίτη τη δυνατότητα να λέει και να αισθάνεται ότι είναι American first (πρώτα Αμερικανός) και μετά να προσθέτει, αν του ζητηθεί, και την εθνική του καταγωγή.

Όμως την αμερικανικότητά τους οφείλουν όχι απλώς να την επικαλούνται αλλά και να την αποδεικνύουν με τη συμπεριφορά τους. Και αυτό επιβάλλεται περισσότερο για όσους καταλαμβάνουν υψηλές κρατικές θέσεις και αξιώματα, ιδιαίτερα σε ευαίσθητα υπουργεία, όπως το Άμυνας και Εξωτερικών, ή υπηρεσίες, όπως, π.χ., η CIA. Όταν, κάποτε, πολιτικός αντίπαλος του Σαρμπάνη χρησιμοποίησε ως επιχείρημα εναντίον του το γεγονός ότι ήταν Αμερικανός πρώτης γενιάς και ότι αυτό έπρεπε να το λάβουν υπόψη οι ψηφοφόροι, επειδή έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για θέματα που αφορούσαν την πατρίδα καταγωγής του, όπως το Κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά κ.ά., ο Σαρμπάνης απάντησε ευφυώς, προτείνοντας όσοι ήταν παλαιότερων γενιών Αμερικανοί να προτιμήσουν τον αντίπαλό του και οι νεότερων γενιών τον ίδιο!

Ο Πολ Σαρμπάνης δεν ήταν ο μοναδικός ελληνικής καταγωγής που αναδείχθηκε και κατέλαβε υψηλά πολιτικά αξιώματα. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο –και αυτό είναι αξιοσημείωτο, γιατί επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα της αμερικανικής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, όσο και το ελληνικό δαιμόνιο– διέπρεψαν ο Σπύρος Ά­γκνιου, με καταγωγή από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, που διετέλεσε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Προεδρίας Νίξον, ο Τζον Μπρεδήμας ως μέλος του Κογκρέσου, ο Μάικ Δουκάκης και ο Πολ Τσόγκας, που αμφότεροι διεκδίκησαν το χρίσμα για την Προεδρία των ΗΠΑ!

Πολλοί ομογενείς έχουν διακριθεί και διακρίνονται και σε πολιτειακό επίπεδο. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει ο γερουσιαστής της Καλιφόρνιας Νίκολας Πέτρης, που απεβίωσε προ ετών, πρώτης γενιάς Ελληνοαμερικανός, με καταγωγή από την Ακράτα Αχαΐας, μια σπάνια προσωπικότητα με έντονο ενδιαφέρον για τα ελληνικά εθνικά θέματα, τον ελληνικό πολιτισμό και την προβολή του ελληνικού πνεύματος. Εκείνο που φαίνεται να σπανίζει στην ομογένεια των ΗΠΑ είναι η ανάδειξη μεγάλων δωρητών και ευεργετών προς την πατρίδα καταγωγής, όπως συνέβαινε με τους Έλληνες άλλων χωρών, από τους οποίους προήλθαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Ηπειρώτες. Αυτό πιθανόν οφείλεται στο γεγονός ότι οι δεσμοί των Ελληνοαμερικανών με την Ελλάδα είναι άλλης μορφής ή επειδή οι συνθήκες που υπαγόρευαν τη συνδρομή των μεγάλων εθνικών ευεργετών έχουν αλλάξει, όπως και η πραγματικότητα της νεότερης Ελλάδας.

Δεν λείπουν όμως και συλλογικές ή ατομικές δωρεές Ελληνοαμερικανών, οι οποίες όμως είναι λιγότερο γνωστές. Θα περιοριστώ στις προσφορές ομογενών για την ανέγερση του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη και του Παναρκαδικού στην Τρίπολη. Άξια αναφοράς είναι και η δωρεά ομογενούς από το Κολοράντο στη γενέτειρά του, την Τρίπολη, για την κατασκευή πολιτιστικού κέντρου, του Μαλιαροπούλειου Θεάτρου, που φέρει το όνομά του και αποτελεί πραγματικό κόσμημα για την αρκαδική πρωτεύουσα.

Σημαντικές είναι και οι προσφορές του επίσης Αρκάδα στην καταγωγή Άγγελου Τσακόπουλου, από το Σακραμέντο της Καλιφόρνιας, ο οποίος χρηματοδότησε με δωρεά 500.000 δολαρίων την ίδρυση έδρας Νεοελληνικών Σπουδών στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Σαν Φραντσίσκο, την πρώτη στο κόσμο που φέρει το όνομα του μεγάλου μας συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη. Με αντίστοιχο ποσό συνέδραμε τις εργασίες, υπό την επιστασία του αμερικανού αρχαιολόγου Στέφαν Μίλερ, για την αναστήλωση του Ναού του Διός στη Νεμέα. Προφανώς θα υπάρχουν και πολλοί άλλοι Ελληνοαμερικανοί με μικρότερες ή μεγαλύτερες προσφορές, που είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό.

Ο Απόδημος Ελληνισμός ασφαλώς μας ενδιαφέρει ως κράτος και ως άτομα. Η διατήρηση των δεσμών με τους ομογενείς και των ιδίων με την Ελλάδα υπαγορεύεται όχι μόνο για ηθικούς λόγους. Αποτελεί ηθική υποχρέωση να συμβάλει η Ελλάδα στο να μην αποκόπτονται βιαίως οι δεσμοί μεταξύ της πατρίδας καταγωγής με όσους για οποιονδήποτε λόγο την εγκατέλειψαν, αλλά συναισθηματικά είναι δεμένοι με τη γλώσσα, τη θρησκεία, την ιστορία, τις παραδόσεις της.

Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με τον μεγαλύτερο αριθμό αποδήμων σε όλο τον κόσμο. Η διατήρηση της ελληνικότητάς τους και των δεσμών τους με την Ελλάδα διενεργείται διά ποικίλλων μέσων και σε αυτό συμβάλλουν οι κατά τόπους Προξενικές μας Αρχές, οι Ελληνικές Κοινότητες και κυρίως η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Αναμφίβολα, η έννοια του Ελληνισμού και της ομογένειας έχει αλλάξει σημαντικά σε σύ­γκριση με το παρελθόν, ακόμη και το πιο πρόσφατο. Παλαιότερα οι ομογενείς παρέμεναν έλληνες πολίτες, διατηρώντας απόλυτα τη γλώσσα, το θρήσκευμα και το ενδιαφέρον για τη χώρα καταγωγής.

Η σημερινή πραγματικότητα διαφέρει ριζικά. Είναι αμφίβολο αν τούτο έχει γίνει πλήρως κατανοητό από τους αρμόδιους φορείς, που κυρίως είναι οι υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών. Ο Απόδημος Ελληνισμός, ανεξάρτητα από τη χρονική απόσταση αποχωρισμού των ιδίων ή των προγόνων τους από τη γενέτειρα, αποτελεί μια αστείρευτη δύναμη για την Ελλάδα, τον πολιτισμό και την ιστορία της. Είναι, δε, χρέος μας να τιμάμε και να μνημονεύουμε όσους τίμησαν το ελληνικό όνομα, όπως ο Πολ Σαρ­μπάνης. Γιατί να μην ονομασθεί ένας κεντρικός δρόμος της πρωτεύουσας «Οδός Απόδημου Ελληνισμού»;

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

 


Σχολιάστε εδώ