ΣΤΑΧΤΗ ΚΑΙ ΠΟΡΦΥΡΑ
Συγγραφέας
Μαρία Χίου
Θύμησες μιας άλλης εποχής που ο χρόνος δεν μπόρεσε ποτέ να σβήσει.
Κωνσταντινούπολη, Σεπτέμβρης 1955. Ο ουρανός φλέγεται και το κακό ρέει λάβα καυτή, σκορπίζοντας στάχτη και πορφύρα στο πέρασμά της. Άντρες με πρόσωπα τραχιά, με λοστούς και παραγγέλματα παρελαύνουν στα σοκάκια της πόλης. Αναγνωρίζουν τα σημάδια στους τοίχους και σπάνε κάθε τι ελληνικό. Με το αίμα πιάνουν το δίκιο και το λερώνουν.
Η Σεβαστή τρέμοντας ξεχύνεται στους δρόμους. Το σπίτι της έχει στιγματιστεί, το μαινόμενο πλήθος κατευθύνεται προς το μέρος της. Φωνάζει απεγνωσμένα, μα τη φωνή της σκεπάζει ο θρήνος και οι κραυγές αυτών που τρέχουν να σωθούν. Ο Εμρέ καλείται αυτή τη δύσκολη στιγμή να επιλέξει. Θα προστατέψει την Ελληνίδα που αγαπά ή θα την αφήσει έρμαιο στα χέρια του όχλου; Η Σεβαστή στα μάτια του διαβάζει την αλήθεια. Η αποκάλυψη την τρομάζει. Για μία και μοναδική στιγμή σκέφτεται το παιδί τους. Μετανιώνει. Και τότε, τη νύχτα του μεγάλου διωγμού παίρνει την απόφαση…
Είκοσι χρόνια μετά, ο Εμρέ αποφασίζει να αναζητήσει τη γυναίκα που αγάπησε. Τότε οι μοίρες παίρνουν θέση και αρχίζουν να γνέθουν τα νήματα… Οι πρωταγωνιστές της ζωής θα κριθούν για τις επιλογές τους. Θα αγαπήσουν, θα τολμήσουν, θα πληγώσουν και θα πληγωθούν, πληρώνοντας το τίμημα ενός παρελθόντος που βυθίστηκε στις στάχτες…
«Ζούσα με τη λαχτάρα της επιστροφής πως ίσως μια μέρα θα ξανάβλεπα τον χαμένο μου παράδεισο».
Απόσπασμα βιβλίου
Αθήνα, Οκτώβρης 1991
Και τώρα είμαι μόνη. Εγώ, το ασήκωτο κοφίνι της μαμάς με τον Ρούσο μέσα του και ο ατελείωτος δρόμος μπροστά μου, που γέρνει δεξιά και αριστερά σαν βαρκούλα σε τρικυμία. Προχωρώ όσο πιο γρήγορα γίνεται, αλλά μου είναι αδύνατο να κουβαλήσω το καλάθι στα χέρια. Πρώτον, γιατί ο άρρωστος σκύλος μου που κουλουριάστηκε στον πάτο του είναι βαρύς, και δεύτερον, γιατί είμαι ένα παιδί. Όχι, όχι παιδί -πώς το είπε ο πατέρας τις προάλλες; Α, ναι, είμαι μια έφηβη… Μια έφηβη κοπέλα δεκαέξι ετών και αυτή είναι η δεύτερη φορά που βγαίνω μόνη μου από το σπίτι. Την πρώτη ήμουν μικρούλα και το έσκασα. Η μάνα μου με γύρευε παντού, ωστόσο, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί με έψαχνε με τόση αγωνία. Αν χανόμουν, η ζωή της θα ήταν πιο εύκολη. Ίσως και η δική μου. Μπορεί όχι πιο εύκολη, αλλά σίγουρα, για όσο κρατούσε, απαλλαγμένη από τις ενοχές. Βαρύ πράγμα οι ενοχές, βαρύ σαν το κοφίνι που είσαι αναγκασμένος να σύρεις μέχρι την άκρη του δρόμου. Ποιου δρόμου, δεν είσαι σε θέση να πεις, ούτε το γιατί έχεις τύψεις είναι εύκολο να εξηγήσεις. Ένα παιδί σαν εμένα, που, όπως λένε οι γιατροί, ανήκει στο ευρύ φάσμα του αυτισμού, δείχνει αδιάφορο στα συναισθήματα των ανθρώπων. Πώς να πείσει, λοιπόν, για τη θλίψη που κουβαλά; Πώς να δώσει στους άλλους να καταλάβουν πως λυπάται για όλη αυτή την αναστάτωση που προκαλεί;
Μάταιος κόπος… Τόσο μάταιος, όσο η διάσωση του σκύλου μου, του Ρούσου. Ο κτηνίατρος είπε πως είναι πολύ άρρωστος και είναι αναγκαίο να θανατωθεί. «Αναγκαίο» σημαίνει πως δεν υπάρχει άλλη λύση. Οι άνθρωποι που δεν έχουν αυτισμό και μπορούν να δείξουν τα συναισθήματά τους, αλλά και να καταλάβουν των άλλων, λένε συχνά «δεν υπάρχει άλλη λύση». Για εμένα, όμως, είναι αναγκαίο να περπατήσω όλο το δρόμο μαζί με τον Ρούσο, να φτάσω μακριά και να τον σώσω. Και όσο περπατάω, πρέπει να αγνοώ όλα αυτά τα χρώματα και τα σχήματα που ορμούν μέσα στο μυαλό μου και πασχίζουν να με κερδίσουν κάθε στιγμή. Πρέπει να αδιαφορώ για τη μυρωδιά των χρυσανθέμων που, από τη γλάστρα της γειτόνισσας έχει φτάσει μέχρι τον ουρανό. Μυρίζουν τόσο πολύ, που ξαφνικά νιώθω πως βούτηξα στην καρδιά ενός λουλουδιού και πως θα ζήσω στο μίσχο του για πάντα. Το ξέρω, βέβαια, πως δεν είναι αλήθεια, όπως ξέρω πως ο κύριος που μόλις μου μίλησε, χρησιμοποίησε λέξεις από μια γλώσσα που καταλαβαίνω. Όμως, μου είναι δύσκολο να πιάσω τις λέξεις αυτές και να τις βάλω σε μια σειρά, και ακόμη πιο δύσκολο να βρω άλλες δικές μου και να του απαντήσω.
Καμιά φορά αισθάνομαι πως είμαι εγώ μέσα στο καλάθι. Εγώ, η Βάγια, και όχι ο Ρούσος! Σαν να γεννήθηκα στο καλάθι, ή σαν να με έβαλαν εκεί όταν ήμουν ακόμη μωρό. Έπειτα έριξαν πάνω μου ένα σεντόνι για να με κρύψουν -ό,τι δηλαδή έκανε και η αδερφή μου στον σκύλο- και με παρέδωσαν στην τύχη για να με σώσει. Μα τι ξέρει και δαύτη; Χρόνια τώρα κάνει κύκλους γύρω από το σπίτι μου, γύρω από τη μάνα, τον πατέρα μου και όλους όσους αγαπώ. Χρόνια τώρα κάνει κύκλους και δεν τη σταμάτησε κανείς. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να σηκώσει το σεντόνι, να με βρει στ’ αλήθεια και να με σώσει από τα ασταθή, τα αβέβαια πατήματα της μοίρας μου…
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαρία Χίου γεννήθηκε το 1975 σ΄ ένα προάστιο της Αθήνας. Από μικρή ηλικία έκρυβε μέσα της το μεράκι της συγγραφής και στο παιδικό της δωμάτιο σκαρφιζόταν παραμύθια. Την εποχή εκείνη, οι ήρωες που μαστόρευε δεν ήταν ρεαλιστικοί αλλά εμπνευσμένοι από ιστορίες φαντασίας. Μετά μεγάλωσε και μαζί της μεγάλωσαν και εκείνοι. Απέκτησαν πιο στέρεα χαρακτηριστικά, αρετές και αδυναμίες. Ήταν πραγματικοί ήρωες -ήρωες της ζωής- που, όπως και εμείς, έκτιζαν τον εαυτό τους με κόπο. Λες και ήταν αγάλματα, παλαιά και σύγχρονα, σαγηνευτικά και αποτρόπαια, «ευανάγνωστα» και «δυσνόητα», αγάλματα που ωστόσο κρατούσαν τα ίδια το καλέμι και σμίλευαν, μέσα από τα πάθη, τη μορφή τους.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΗ
Επικοινωνία με τη συγγραφέα: facebook.com/chiou.maria
Κατηγορία: ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ISBN: 978-618-5240-33-2
Δείτε το video του βιβλίου