Ο Ιωάννης Αλέξανδρος Σούτσος και ο ημιμαθής Κυριάκος – Του Ν. Στραβελάκη

Ο Ιωάννης Αλέξανδρος Σούτσος και ο ημιμαθής Κυριάκος – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε την ομιλία του αναφερόμενος στον οικονομολόγο του 19ου αιώνα Αλέξανδρο Σούτσο (1802-1890). Ήταν ο πρώτος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αν και ο ίδιος προτιμούσε τον όρο «πλουτολογία» όταν αναφερόταν στο επιστημονικό του αντικείμενο.

Είναι ο άνθρωπος που εισήγαγε την πολιτική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά στη σύγχρονη Ελλάδα. Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στον ορισμό του Σούτσου για τα δημόσια οικονομικά, προφανώς χωρίς να έχει καταλάβει τι διαβάζει, πολλώ δε μάλλον ποιες ήταν οι επιστημονικές αναφορές του Σούτσου.

Στο απόσπασμα που παρέθεσε στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης ο Σούτσος αναφέρει ότι οι δημόσιες δαπάνες διοχετεύονται στους κλάδους της οικονομίας «ζωογονούσιν αυτούς». Ο ορισμός αυτός βέβαια μοιάζει να βρίσκεται στον αντίποδα των νεοφιλελεύθερων απόψεων του κ. Μητσοτάκη, αφού ο Σούτσος δείχνει να πιστεύει ότι οι δημόσιες δαπάνες έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία. Προφανώς, ένας πολιτικός που πιστεύει σε πρωτογενή πλεονάσματα και ιδιωτικοποιήσεις, όπως ο κ. Μητσοτάκης, δεν θα έπρεπε να συμμερίζεται τέτοιες απόψεις και να τις διαφημίζει.

Ο Σούτσος όμως, αντίθετα με τον κ. Μητσοτάκη, είχε πλήρη επίγνωση των λεγομένων του. Η άποψή του περί πολιτικής οικονομίας είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης της οικονομίας της αγοράς, όπως παρουσιάζεται από τον Άνταμ Σμιθ, με τους προβληματισμούς του ελβετού οικονομολόγου Σισμόντ ντε Σισμοντί γύρω από τις οικονομικές κρίσεις. Θεωρούσε τον Άνταμ Σμιθ εκπρόσωπο της «πλουτολογίας», δηλαδή, της τελειοποίησης των τεχνικών παραγωγής με σκοπό τη μεγιστοποίηση του πλούτου. Αντίθετα, θεωρούσε τον Σισμοντί εκπρόσωπο της «πλουτονομικής σχολής», δηλαδή, της υπαγωγής της παραγωγής πλούτου στο γενικότερο κοινωνικό συμφέρον. Από το τελευταίο προκύπτει και ο χώρος που δίνει ο Σούτσος στα δημόσια οικονομικά.

Η ανάλυση του επιχειρήματος είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Ο Σισμοντί, τις ιδέες του οποίου ο Σούτσος φιλοδοξούσε να συμβιβάσει με την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ήταν ίσως ο πρώτος οικονομολόγος που μίλησε για κοινωνική ασφάλιση, προοδευτική φορολογία, έλεγχο των ωραρίων εργασίας και συ­ντάξεις. Τα αντίθετα, δηλαδή, από αυτά που πρεσβεύει ο κ. Μητσοτάκης και ο σύμβουλός του κ. Πισσαρίδης στην περιβόητη έκθεσή του.

Μη φανταστείτε ότι πρόκειται για κάποιους σοσιαλιστές. Αμφότεροι ήταν φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, που πίστευαν στον έλεγχο της εκβιομηχάνισης και την αναδιανομή του οικονομικού πλεονάσματος ως μηχανισμούς ελέγχου των κρίσεων. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, ο Σισμοντί πρότεινε τον έλεγχο του ανταγωνισμού και συνακόλουθα του μεγέθους των επιχειρήσεων, ώστε να αποφεύγονται οι κρίσεις υπερπαραγωγής και υποκατανάλωσης. Το σχήμα αυτό ήταν ιδιαίτερα βολικό για τον Σούτσο στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, αφού ταίριαζε με το περιβάλλον της μικροϊδιοκτησίας που κυριαρχούσε και τηρουμένων των αναλογιών κυριαρχεί ακόμη στη χώρα μας.

Αυτός που διαφωνεί καταφανώς με αυτό σχήμα είναι ο κ. Πισσαρίδης και ο κ. Μητσοτάκης. Σύμφωνα με την έκθεση του πρώτου αλλά και το σχέδιο που υπέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στην Κομισιόν, επιδιώκουν τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, ώστε οι επιχειρήσεις που θα προκύψουν να μπορούν, υποτίθεται, να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό.

Παρά το ιστορικό και συχνά αναλυτικό τους ενδιαφέρον, αυτές οι ιστορικές αναφορές είναι λυπηρές. Και αυτό διότι αποδεικνύουν ότι η οικονομική σκέψη στο νεαρό ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα ήταν πολύ πιο συγκροτημένη από τις πο­μπώδεις δηλώσεις του πρωθυπουργού στη Βουλή 150 χρόνια αργότερα. Ακόμη και οι λαθεμένες θεωρίες του Σισμοντί για τον έλεγχο των κρίσεων ή η λανθασμένη απόδοση στον Άνταμ Σμιθ μιας θεωρίας ασυδοσίας των αγορών ήταν πολύ πιο κοντά στις ανάγκες των κοινωνιών της εποχής από τις σημερινές πολιτικές σε Ελλάδα και ΕΕ.

Στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης έδειξε ότι το μόνο που τον απασχολεί είναι να μοιράσει στους πολιτικούς του φίλους τα 32 (και όχι 72) δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, αν τα πάρει ποτέ. Η ατυχής αναφορά του στον Σούτσο περισσότερο ανέδειξε παρά απέκρυψε αυτήν την επιδίωξη.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτο: wikipedia.org


Σχολιάστε εδώ