«Χρόνια πολλά, να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, σωματικώς και ψυχικώς να είστε πλουτισμένοι» – Του Αντ. Αργυρού

«Χρόνια πολλά, να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, σωματικώς και ψυχικώς να είστε πλουτισμένοι» – Του Αντ. Αργυρού


Του
ΑΝΤΩΝΗ Π. ΑΡΓΥΡΟΥ
Δικηγόρου ΑΠ, Αν. Νομικού
Συμβούλου Πανεπιστημίου Αθηνών


Τα Χριστούγεννα ήταν η πιο αγαπημένη μας γιορτή όταν ήμασταν παιδιά. Εκείνες τις μέρες οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα και όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, κάτι είχαν να χαρούν. Όλοι περίμεναν τον ταχυδρόμο με τα νέα και τα εμβάσματα από τους ξενιτεμένους και τους ναυτικούς του χωριού. Για μας η χαρά ήταν μεγάλη γιατί τα γράμματα έφερναν και τους μποναμάδες μας.

Όπως και να το κάνουμε, Χριστούγεννα χωρίς κάλαντα δεν γίνονται. Φέτος, λόγω πανδημίας, δεν θα ακουστούν τα κάλαντα. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη απώλεια στην πιο δύσκολη χρονιά που περάσαμε.

Ο βρωμόκαιρος δεν μας φόβιζε, παίρναμε τα «όπλα» μας, τα τρίγωνά μας, και βγαίναμε να πούμε τα κάλαντα. «Άμα νειρόσαστε βόλτα, κάλλιο ντυθείτε, ποδεθείτε, θα χαλάσει ο Θεός τον κόσμο», μας έλεγε η νόνα (η γιαγιά) μου. Φορούσαμε τα χοντρά μας κι από πάνω μια νιτσεράδα για τη βροχή και βγαίναμε στους δρόμους. «Καλήν εσπέραν, άρχοντες».

Φως από λαμπερά παιδικά χαμόγελα πλημμύριζε τις γιορτές στα χωριά μας.

Ζούσαμε τότε στην εποχή του ασπρόμαυρου, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ηλεκτρισμό και ζεστό νερό, με λασπωμένους δρόμους, αλλά με πολλή ανθρώπινη ζεστασιά. Αυτή που λείπει εντελώς σήμερα.
Δεν είχαμε ηλεκτρισμό, ούτε χριστουγεννιάτικά δέντρα να στολίσουμε, δεν υπήρχαν πολύχρωμα λαμπιόνια (πού λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες εκείνη την εποχή), είχαμε όμως τη χαρά της γιορτής, να πούμε τα κάλαντα και να μας δώσουν για τον κόπο μας έναν κουραμπιέ ή ένα φράγκο (μία δραχμή).

Η μουσική που συνόδευε την πανδαισία των καλάντων ήταν το τρίγωνο ή κάποια κιθάρα (πράγμα σπάνιο). Και αργά το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων, αφού μετρούσαμε την είσπραξη, την παραδίδαμε στη μάνα, που θα μας άφηνε καμιά δεκαριά δραχμές για τους βόλους που θα αγοράζαμε. Το βραδάκι της παραμονής το σπίτι μοσχοβολούσε από τα φαγητά και τα γλυκίσματα που ετοιμάζονταν από τη νόνα και τη μάνα κι έπειτα ακολουθούσε το υποχρεωτικό μπάνιο, με το νερό που ζεσταινόταν στην γκαζιέρα, καθώς ήταν η απαραίτητη προετοιμασία για τη μεγάλη μέρα και είχε και τα σχετικά κλάματα από τη σαπουνάδα που έμπαινε στα παιδικά μας μάτια.

Κόντευε να ξημερώσει όταν ακούγαμε την πρώτη καμπάνα, η μάνα έτρεχε να μας φορέσει τα γιορτινά ρούχα και μετά από βγαίναμε όλοι μαζί να πάμε στην εκκλησία. Σαν παιδιά έπρεπε οπωσδήποτε να μεταλάβουμε και μετά τη νυχτερινή λειτουργία, νωρίς το πρωί, να γυρίσουμε στο σπίτι και να αρχίσουμε το παιχνίδι, μέχρι που να πάει μεσημέρι και να κάτσει η οικογένεια γύρω από το τραπέζι, να σερβίρει η μάνα το αρνάκι στον φούρνο με πατάτες και ο πατέρας να κόψει τελετουργικά το Χριστόψωμο. Πριν αρχίσει το σερβίρισμα έπρεπε να ψάλλουμε όλοι μαζί το «Χριστός γεννάται».

Αξέχαστα χρόνια αγάπης και θύμησης.

Σήμερα θυμόμαστε τα μέρη που μεγαλώσαμε. Είχαμε αλλάξει ζωή. Και σπίτια και έπιπλα. Οι γονείς και η νόνα ταξίδεψαν στη Άνω Ιερουσαλήμ. Βρέθηκα τα περσινά Χριστούγεννα στο σπίτι στο χωριό, τέτοιες μέρες. Ευτυχώς το σπίτι, το «λυόμενο», είναι όπως τότε. Τώρα όμως είναι βουβό, άδειο από φωνές, στο εικονοστάσι η Παναγιά η Βρεφοκρατούσα και οι εικόνες των αγαπημένων. Ήταν λάθος μεγάλο που άνοιξα μετά από χρόνια το μαθητικό γραφείο μου και, χωρίς να το σκεφτώ, πήρα το κουτί με τις κασέτες που μάζευα όλα τα χρόνια, όλα τα τραγούδια της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Ήρθαν στον νου μου εκείνα τα αξέχαστα χρόνια που τώρα χάθηκαν και ήταν σαν να είχα πετάξει ένα κομμάτι της ζωής μου στα σκουπίδια.

Βρήκα το παλιό κασετόφωνο κι έβαλα την κόκκινη κασέτα με τις μελωδίες του 1960 – 1970! Στο ίδιο κουτί και οι μαθητικές φωτογραφίες και τα γράμματα σε αγαπημένους. Με αφετηρία λοιπόν το 1960, στάθηκα «στου χρόνου τον καθρέφτη» και γύρισα το ρολόι στο «τότε». Ήτανε νοσταλγική η ανάμνηση σ’ έναν χώρο αγάπης, με πόνο όμως για τα χρόνια που πέρασαν, τις ελπίδες που έσβησαν, τα χωριά που ερήμωσαν, τη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία, που δεν γίνεται τη νύχτα, αφού ο παπάς μας ιερουργεί πλέον στο Άνω Θυσιαστήριο. Οι πόρτες είναι αμπαρωμένες, λίγα παιδιά λένε τα κάλαντα, με τον ίδιο καιρό όμως, από το πρωί να ρίχνει βροχή και τον βοριά να φυσάει με λύσσα…

Φέτος, τα Χριστούγεννα, ανακαλύψτε τουλάχιστον ξανά τις ξεχασμένες αναμνήσεις σας!
«Χρόνια πολλά, να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, σωματικώς και ψυχικώς να είστε πλουτισμένοι.» Καλά Χριστούγεννα και με υγεία.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ