Αδιευκρίνιστες οι προθέσεις της πολιτικής Μπάιντεν
Του
ΒΑΣΙΛΗ ΤΑΛΑΜΑΓΚΑ
Στην τελική ευθεία αλλαγής διακυβέρνησης μπαίνουν οι ΗΠΑ αλλά και τα διπλωματικά κέντρα ανά τον κόσμο, που προσπαθούν να διερευνήσουν τους άξονες στους οποίους θα κινηθεί η εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης.
Η πρόσφατη διαρροή της είδησης για τη δημιουργία ενός στρατιωτικού αγωγού καυσίμων του ΝΑΤΟ, που θα ξεκινάει από την Αλεξανδρούπολη, θα διασχίζει τη Βουλγαρία και θα καταλήγει, πιθανότατα, πλησίον της αμερικανικής βάσης «Μιχαήλ Κογκαλνιτσεάνου» στην Ανατολική Ρουμανία, έχει δημιουργήσει ήδη ενόχληση και πολλές συζητήσεις στη γειτονική Τουρκία.
Ο συγκεκριμένος αγωγός θα εξυπηρετεί τόσο την Ελλάδα όσο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και θα κατασκευαστεί στο πλαίσιο των μέτρων που λαμβάνει η Συμμαχία για την αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής, αφού βασικός του στόχος θα είναι η τροφοδοσία με καύσιμα των νατοϊκών δυνάμεων που εδρεύουν στις τρεις χώρες και ιδιαίτερα στις βάσεις που διαθέτει το ΝΑΤΟ σε Βουλγαρία και Ρουμανία. Η πρόταση για την κατασκευή του εν λόγω αγωγού κατατέθηκε από την πλευρά του Βουκουρεστίου πριν από μήνες, ενώ οι σχετικές συζητήσεις βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και γίνονται κυρίως σε επίπεδο αντιπροσώπων στο ΝΑΤΟ.
Αυτό που ενόχλησε κυρίως τον τουρκικό παράγοντα είναι ότι η χρηματοδότηση του συγκεκριμένου αγωγού θα γίνει από κονδύλια της Συμμαχίας, κάτι που σημαίνει ότι για την κατασκευή του δεν θα υπάρχει καμιά επιβάρυνση στους οικονομικούς προϋπολογισμούς των τριών χωρών.
Οι Τούρκοι ζητούσαν χρήματα για βελτιώσεις στις εγκαταστάσεις της βάσης του ΝΑΤΟ στο Ιντσιρλίκ και παρά την, προκλητικά, φιλοτουρκική στάση Στόλτενμπεργκ το συμβούλιο της Συμμαχίας κώφευε.
Η πρωτοβουλία κατασκευής του συγκεκριμένου αγωγού καυσίμων εκτιμάται πως πέραν της αύξησης των δυνατοτήτων ανεφοδιασμού των νατοϊκών δυνάμεων στην περιοχή της Βαλκανικής αποτελεί ταυτόχρονα και ένα μήνυμα προς την Τουρκία, αφού δείχνει μια περαιτέρω τάση απεξάρτησης της Συμμαχίας από τη γείτονα χώρα.
Σήμερα η τροφοδοσία με καύσιμα των σημαντικών βάσεων που διαθέτει το ΝΑΤΟ σε Βουλγαρία και Ρουμανία γίνεται κυρίως μέσω δεξαμενοπλοίων που διασχίζουν τα Στενά του Βοσπόρου και τα οποία, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε έλεγχο και περιορισμούς από τις τουρκικές αρχές.
Εκτιμάται ότι ο συγκεκριμένος αγωγός θα αποτελέσει ένα ακόμη ανάχωμα στην τουρκική επιθετικότητα στον Έβρο, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύεται και για λόγους περαιτέρω διασφάλισης των αμερικανικών συμφερόντων η αναγκαιότητα ύπαρξης σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή.
Το πρώτο εξάμηνο του 2021 οι ελληνικές αρχές ετοιμάζονται να ζητήσουν επέκταση και του ελληνικού στρατιωτικού αγωγού καυσίμων από την Καβάλα προς την Αλεξανδρούπολη προκειμένου στη συνέχεια να υπάρξει διασύνδεση με τον νατοϊκό αγωγό.
Ράγισε το γυαλί
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ολοένα και πιο εμφανές πως η Τουρκία λειτουργεί ενάντια στα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και στη Nοτιοανατολική Μεσόγειο.
Κατά το πρόσφατο παρελθόν παρεμπόδισε αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, ανέκαμψε την πρόοδο στις μακροχρόνιες κυπριακές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις το 2014 και το 2017 και αγόρασε το ρωσικό σύστημα αεροπορικής άμυνας S-400, το οποίο αποτελεί σοβαρή απειλή για το ΝΑΤΟ και την ασφάλεια των ΗΠΑ. Σε απάντηση, η Ουάσινγκτον ανέστειλε την Τουρκία από το πρόγραμμα εταίρων των αεροσκαφών F-35.
Το Πεντάγωνο των ΗΠΑ έχει αποφασίσει να δώσει προτεραιότητα στη μεταφορά όπλων από τη βάση του Ιντσιρλίκ σε μια πιο σταθερή και ασφαλή ευρωπαϊκή υποδομή, όπως η αεροπορική βάση Αβιάνο της Ιταλίας.
Δεν υπάρχει, εξάλλου, στρατηγική αναγκαιότητα για τη διατήρηση ενός πυρηνικού οπλοστασίου στην Τουρκία, καθώς οι ΗΠΑ διαθέτουν άλλες, πυρηνικές δυνατότητες για να αποτρέψουν τη Ρωσία αν χρειαστεί. Επίσης, η Ουάσινγκτον πρέπει να μεταφέρει την 39η πτέρυγα και τις διάφορες υποστηρικτικές λειτουργίες της.
H Κύπρος και η Ελλάδα αποτελούν εξαιρετικές εναλλακτικές λύσεις. Η αεροπορική βάση του Ακρωτηρίου είναι ήδη έδρα της Πολεμικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου και διαθέτει διαδρόμους και εγκαταστάσεις παρόμοιες με το Ιντσιρλίκ. Επιπλέον, βρίσκεται κοντά στη Μέση Ανατολή, αλλά με το πρόσθετο πλεονέκτημα πως ταυτόχρονα βρίσκεται σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η επιλογή της Κύπρου θα στείλει επίσης στην Τουρκία ένα σαφές μήνυμα πως οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον διατεθειμένες να ανεχθούν την παράνομη διερεύνηση της πετρελαϊκής δραστηριότητας και τη μόνιμη ναυτική παρενόχληση από πλευράς Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ.
Πρόσφατα η Ελλάδα και οι ΗΠΑ υπέγραψαν μια νέα συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας, η οποία περιγράφει τις θεμελιώδεις πτυχές της ελληνοαμερικανικής σχέσης ασφάλειας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επεκτείνουν τη ναυτική βάση του κόλπου της Σούδας, που χρησιμοποιείται από τον 6ο Στόλο, ενώ θα δημιουργήσουν περαιτέρω βάσεις για ελικόπτερα και αεροσκάφη.
Πέρα από τα νέα σχέδια επέκτασης των στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι υπάρχουν ήδη διευκολύνσεις για την άμεση μεταφορά αμερικανικών υπηρεσιών από την Τουρκία. Αυτό γίνεται στην ελληνική βάση Πολεμικής Αεροπορίας Λάρισας, στην οποία λειτουργούσαν τα αμερικανικά UAV MQ-9 Reaper από το 2018, αλλά και στις βάσεις του Στεφανοβικείου και του Βόλου, όπου στεγάζονται διάφορα αμερικανικά ελικόπτερα που χρησιμοποιούνται για εκπαιδευτικές αποστολές καθώς και 350 αμερικανοί στρατιώτες.
Για τον Μπάιντεν η πρόκληση θα είναι να ελαχιστοποιηθεί η ζημία που μπορεί να κάνει η Τουρκία στα συμφέροντα των ΗΠΑ, χωρίς να προκαλέσει νέες συγκρούσεις ή να αποκλείσει τη δυνατότητα μελλοντικής συνεργασίας.
Το έργο του πρέπει να ξεκινήσει με την παραδοχή ότι η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να σώσει μεμονωμένα την αμερικανοτουρκική συμμαχία, αλλά ούτε και ο Ερντογάν ποτέ θα μπορεί να προσφέρει πραγματική αποκατάσταση των σχέσεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία αναμένεται να ρίξουν τους τόνους και να συνεχίσουν να βρίσκουν συνεργασίες σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος.
Ορισμένοι αναλυτές έχουν επισημάνει τα εγχώρια πολιτικά οφέλη που αντλεί ο Ερντογάν από την αντιδυτική του στάση, ιδιαίτερα τώρα που βρίσκεται σε μια εκλογική συμμαχία με τους Γκρίζους Λύκους της Τουρκίας.
Άλλοι έχουν τονίσει τον ρόλο της ισλαμιστικής ιδεολογίας και των φιλοδοξιών του Ερντογάν για ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο.
Άλλοι επισημαίνουν μια σειρά από συγκεκριμένα τουρκικά παράπονα, όπως η υποστήριξη της Ουάσινγκτον στους κούρδους μαχητές στη Συρία ή την άρνησή της να εκδώσει τον τούρκο ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία και υποστηρίζουν ότι αυτά εξηγούν την τουρκική εχθρότητα.
Η πιο ανησυχητική πραγματικότητα είναι ότι η ιδεολογία, τα παράπονα και η εγχώρια πολιτική έχουν διαμορφώσει από κοινού ένα νέο τουρκικό δόγμα ασφάλειας, το οποίο προσδιορίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια μεγάλη απειλή που πρέπει να ξεπεραστεί με επιθετικά αντίμετρα.
Το περασμένο καλοκαίρι κυκλοφόρησε ένα βίντεο που δείχνει τον Μπάιντεν σε μια προηγούμενη συνομιλία με το συντακτικό προσωπικό των «New York Times», όπου καλούσε την Αμερική να ενθαρρύνει εκείνους που βρίσκονται στην Τουρκία να εργαστούν για να ανατρέψουν τον Ερντογάν μέσω της εκλογικής διαδικασίας.
Σχεδόν αστραπιαία, τόσο ο Ερντογάν όσο και οι ηγέτες της αντιπολίτευσης της Τουρκίας έσπευσαν να καταδικάσουν τα σχόλια του Μπάιντεν.
Αποδοκίμασαν την αμερικανική παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Τουρκίας και επέμειναν ότι δεν θα συμμετάσχουν στο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι της Ουάσινγκτον.
Αν τότε ο Μπάιντεν ήταν απλώς υποψήφιος, σήμερα είναι ο επόμενος πλανητάρχης, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Η εξωτερική πολιτική
Αδιευκρίνιστη είναι για την ώρα η πολιτική Μπάιντεν σε βασικούς τομείς της εξωτερικής πολιτικής. Όσον αφορά την Κίνα η κατάσταση είναι περίπλοκη. Ο Τραμπ είχε αρχικά πολύ καλές σχέσεις με τον Σι Ζινπίνγκ.
Στη συνέχεια ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο προς το Πεκίνο, βάζοντας στο επίκεντρο τη Huawei και το 5G.
Αυστηρή στάση αναμένεται να κρατήσει και ο Μπάιντεν απέναντι στο Πεκίνο, όμως σίγουρα θα έχει και διαλλακτικά στοιχεία.
Με τη Ρωσία ο νέος πλανητάρχης αναμένεται να είναι πιο κάθετος σε θέματα που άπτονται των στρατιωτικών ισορροπιών, ενώ έμφαση θα δοθεί και στην υπεράσπιση της καταπάτησης των ατομικών δικαιωμάτων από τις γνωστές «σεσημασμένες» χώρες.
Ο Μπάιντεν έχει δηλώσει ρητά ότι θα επαναφέρει τις ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα, που έχει ψηφιστεί από 200 χώρες παγκοσμίως, από την οποία αποχώρησε η κυβέρνηση Τραμπ, ενώ θα επαναφέρει τη χώρα και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, μετά την απόφαση του προκατόχου του για απόσυρση εν μέσω της παγκόσμιας πανδημίας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: kathimerini.gr