ΟΙ ΜΑΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Συγγραφέας
Μάρθα Πατλάκουτζα
Τι είναι αρκετό για να χάσει μια μάνα την ψυχή της; Τα όσα πέρασαν οι μάνες του Πόντου δεν είχαν όριο. Πόνεσαν για την πατρίδα που έχασαν. Έκλαψαν για το άδικο. Λύγισαν για τα παιδιά που έθαψαν.
Τραπεζούντα, 1918.
Οι Νεότουρκοι πλέον ήταν ασυγκράτητοι. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να εξοντώσουν το χριστιανικό στοιχείο. Βιάζουν, λεηλατούν, ατιμάζουν. Σκελετωμένοι άνθρωποι που μοιάζουν με σκιές, βαδίζουν αγόγγυστα προς τα τάγματα εργασίας.
Οι μάνες του Πόντου για να γλιτώσουν από τις θηριωδίες και τις σφαγές των Τούρκων, θα κρυφτούν άλλες στα βουνά της Σάντας και άλλες θα αναζητήσουν καταφύγιο στον Καύκασο. Με μοναδικό τους εφόδιο τη δύναμη για ζωή, θα αναμετρηθούν με τον πόνο της απώλειας και του ματωμένου ξεριζωμού από τη γενέθλια γη. Δεν θα ανασάνουν πια τη μυρωδιά της μάνας πατρίδας. Έχουν χάσει τον Πόντο τους. Για πάντα.
Και μόλις η ζωή τούς χαμογελάσει ξανά, έστω και αχνά, η ιστορία επαναλαμβάνεται, σαν να προσπαθούσε ο Θεός να τις κάνει ακόμα πιο δυνατές μέσα από τις πικρές λύπες. Κατατρεγμένες από τις Σοβιετικές αρχές, πρέπει για δεύτερη φορά να παλέψουν με τα θεριά της φύσης. Ο δρόμος θα τους οδηγήσει στην αγκαλιά της Ελλάδας, της πατρίδας που θα τους δεχτεί με καχυποψία.
Οι μάνες του Πόντου, κουβαλώντας τη δύναμη με την οποία τις είχε μπολιάσει η ρίζα τους, θα δώσουν τον αγώνα τους, και σε πείσμα κάθε δυσκολίας, θα καταφέρουν να σηκωθούν, όσες φορές και αν χρειαστεί να λυγίσουν.
Ευγενία, Σοφία, Δωροθέα. Τρεις γυναίκες που έζησαν τον ξεριζωμό, βιώνοντας τον μέγιστο πόνο για αυτά που άφησαν πίσω. Τρεις γυναίκες που κρίθηκαν όχι μόνο από τη στάση τους απέναντι στη ζωή, αλλά απέναντι στο θάνατο. Μια αληθινή ιστορία ζωής μέσα από τις μαρτυρίες τους.
Απόσπασμα βιβλίου
Γεννήθηκα στον Καύκασο
23 Ιούνη 1920
Παραμονή του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα, κάτω απ’ τ’ αστέρια, το άγγιγμα του χρόνου περίμενε ν’ ανάψουν οι φωτιές. Όλη τη μέρα τ’ αγόρια μάζευαν ξερόκλαδα από τα δάση στους πρόποδες του Καυκάσου και τα νεαρά κορίτσια γύριζαν από σπίτι σε σπίτι μαζεύοντας παλιά αντικείμενα: ψάθες, κόσκινα, ξύλα και ό,τι άλλο προσφερόταν για κάψιμο. Όλα στοιβάχτηκαν στο κέντρο της πλατείας στη μικρή πόλη της Γάγγρας*.
Με το μυαλό και την καρδιά σε εγρήγορση έβλεπαν «πώς κλώσκεται ο ήλεν**», μέχρι επιτέλους να έρθει το σύθαμπο για να βάλουν μπουρλότο στις φωτιές.
Και τότε, σ’ όλα τα σταυροδρόμια της πόλης τρανές οι φλόγες χίμηξαν αχόρταγα να διώξουν το σκοτάδι. Οι χιονισμένες βουνοκορφές στα τριγύρω βουνά του Καυκάσου καμάρωσαν για τις νιες και τα παλικάρια, που με έξαψη πηδούσαν πάνω από τις θεριευμένες φωτιές κραυγάζοντας: «αέτς να σπάν’νε οι τουσμάν, αέτς να στραβούνταν οι τουσμάν’, αέτς να ξεραίνταν τα κεπ’ια και τα χωράφε τουν***» και «εξέβαμεν ασό κακόν καιρόν και εσέβαμεν σον καλόν****».
Τρεις φορές πήδησαν πάνω από τις φλόγες, νιώθοντας ως το μεδούλι της ύπαρξής τους τη μαγική δύναμη της φωτιάς. Το καθαρτήριο πυρ θα κατέστρεφε κι εκείνη τη χρονιά κάθε παλιό και θα οδηγούσε σε μία καλύτερη νέα αρχή.
Μόνο που σ’ ένα σπιτικό δεν ακούγονταν φωνές χαράς κι έξαψης, αλλά πόνου. Μια κόρη κοιλοπονούσε, και κάθε λεπτό που περνούσε, ένιωθε να της σκίζουν τα σωθικά. Έσφιγγε δόντια και γροθιές. Πάλευε με τον Χάρο. Κανένας ήχος δεν μπορούσε να κάνει τον πόνο να περάσει κι έτσι η κοπέλα γράπωσε με το ένα χέρι το σεντόνι και με το άλλο το χέρι της μητέρας της.
«Μάνα, δεν αντέχω άλλο. Τα σωθικά μου σκίζονται», κατάφερε να αρθρώσει η Σοφούλα ανάμεσα σε δυο επώδυνες τσιρίδες.
«Βάστα, κορίτσι μου, και φτάνει η ώρα», της ψιθύρισε στ’ αυτί η μητέρα της, η κυρα-Ευγενία.
Με τον ιδρώτα να κυλάει ποτάμι από το κατάλευκο πρόσωπό της, η κοπέλα έστρεψε ικετευτικά το βλέμμα της στη μαμή. Σε αυτήν και στον Θεό είχε απιθώσει όλες τις ελπίδες της.
Η κυρα-Αλεξανδρίτσα ένιωσε το βλέμμα της ετοιμόγεννης Σοφούλας και με φωνή βαθιά σαν ’ρσενικό στην τρανή του νιότη, πήρε να δίνει τις εντολές της. Παρά την ταραχή και την αγωνία που ζεματούσε εκείνη την κάμαρη, τα μάτια της, σαν τα νερά ήρεμης λίμνης, πρόδιδαν πως ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Με τα γεμάτα ζάρες χείλη της μουρμούριζε άλλοτε ξόρκια κι άλλοτε προσευχές, ενώ οι ασπριδερές τρίχες, από καιρό φυτρωμένες στο πηγούνι της, την έκαναν να μοιάζει με γριά μαΐστρα…
* Πόλη στην Αμπχαζία, η οποία συναντάται στα βορειοδυτικά της Γεωργίας και εκτείνεται σε πέντε χιλιόμετρα στη βορειοανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, στους πρόποδες του όρους Καυκάσου.
** Πώς γυρίζει ο ήλιος.
*** Έτσι να σκάσουν οι εχθροί μας, έτσι να τυφλωθούν οι εχθροί μας, έτσι να καούν τα χωράφια και οι κήποι τους.
**** Φεύγουμε από τον κακό καιρό και μπαίνουμε στον καλό.
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μάρθα Πατλάκουτζα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από γονείς που κατάγονται από την Ανατολική Θράκη. Ο παιδικός της χρόνος είχε να κάνει με αποδράσεις σε αλάνες και βιβλιοθήκες. Αγαπάει πολύ τα παιδιά γι’ αυτό και πήρε την απόφαση να σπουδάσει Παιδαγωγικά στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1990.
Από το 1996 διδάσκει σε δημοτικά σχολεία της χώρας και τα τελευταία χρόνια σε δημοτικά της Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρει για πόσα χρόνια θα μπορεί να γράφει, ούτε αν θα το κάνει πετυχημένα. Προς το παρόν απολαμβάνει το ταξίδι κι εύχεται να αργήσει πολύ να βρει την Ιθάκη της.
Facebook συγγραφέα
Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ISBN: 978-618-5240-41-7
Δείτε το video του βιβλίου