Για μια ακόμα φορά απογοητευτική η Ευρώπη – Ανάλυση του Π. Νεάρχου
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η Ευρώπη έδειξε, για μια ακόμη φορά, ότι δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων. Άγεται από τα οικονομικά συμφέροντα και τις γεωπολιτικές εκτιμήσεις των διαφόρων χωρών και υποβαθμίζει το κοινό κεκτημένο και τις κοινές αρχές και αξίες, που αποτελούν το θεμέλιο και τον καταστατικό χάρτη της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας.
Θλιβερός από την άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα ο ρόλος της Γερμανίας, η οποία, ως η οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης, έχει και τη μεγαλύτερη ευθύνη για τις αποκλίνουσες από τις αρχές και αξίες της Ευρώπης πολιτικές, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το διεθνές δίκαιο και την αλληλεγγύη με όλες τις χώρες-μέλη, όταν απειλείται η κυριαρχία και η εθνική τους ασφάλεια.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, το οποίο αμφισβητεί και παραβιάζει απροκάλυπτα η Τουρκία, έχει επικυρωθεί από όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο. Αποτελεί δηλαδή μέρος του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και η υπεράσπισή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου παραβιάζεται, θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη και αυτονόητη.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος εξέφρασε από την αρχή της Ευρωπαϊκής Συνόδου, με σαφήνεια και καθαρότητα, τη Γαλλική θέση: «Να είμαστε συνεπείς με τις αποφάσεις που πήραμε τον Οκτώβριο. Θέσαμε ορόσημα και είπαμε καθαρά τι περιμέναμε από την Τουρκία. Από κει και πέρα, μένει να περιγράψουμε τις συνέπειες. Πρέπει να υπερασπιστούμε την αλληλεγγύη προς τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως και τη σταθερότητα ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή».
Η ευθυγράμμιση όμως της Ισπανίας και της Ιταλίας, μεγάλων Μεσογειακών χωρών, με τη Γερμανική θέση, διεμόρφωσε έναν δυσμενή συσχετισμό στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι για την Ελλάδα η στάση της γειτονικής Ιταλίας, η οποία εμπλέκεται και στην κρίση της Λιβύης. Η Ιταλική κυβέρνηση υπέγραψε προσφάτως αμυντική συμφωνία με την «Κυβέρνηση» Αλ Σάρατζ. Η συμφωνία αναφέρεται, υποτίθεται, σε θέματα χαμηλής πολιτικής (εκπαίδευση, υγειονομική μέριμνα), αλλά μπορεί να γίνει προκάλυμμα για ευρύτερη και σημαντικότερη στήριξη του καθεστώτος Αλ Σάρατζ από την Ιταλία.
Η Ευρωπαϊκή κακοφωνία σε θέματα κοινής πολιτικής, ακόμη και σε θέματα που αναφέρονται στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο, είναι δείγμα μιας ανησυχητικής πορείας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που την απαξιώνει ως γεωπολιτικό και διεθνή παράγοντα. Στο κενό που δημιουργείται, ενθαρρύνεται εκ των πραγμάτων η Τουρκική επιθετικότητα και αφήνεται η ανάσχεσή της στα θιγόμενα κράτη-μέλη.
Στα Συμπεράσματα της Συνόδου παραπέμπεται, για άλλη μια φορά, το θέμα της επιβολής κυρώσεων στο μέλλον, στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο του Μαρτίου. Προβάλλεται ως άλλοθι γι’ αυτό ο συντονισμός με τις ΗΠΑ.
Οι τελευταίες όμως, με την ευκαιρία της εγκρίσεως του αμυντικού προϋπολογισμού, δεν δίστασαν να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία για την προμήθεια του Ρωσικού συστήματος S-400, με βάση τον νόμο CAATSA. Η Γερουσία το έπραξε μάλιστα με ενισχυμένο αριθμό ψήφων, γεγονός που δεν επιτρέπει στον Αμερικανό Πρόεδρο να το αποτρέψει με την προβολή βέτο.
Τα Συμπεράσματα της Συνόδου αναφέρονται επίσης, για να σωθούν τα προσχήματα, σε διευρυμένες στοχευμένες κυρώσεις εναντίον προσώπων και εταιρειών που δραστηριοποιούνται παράνομα στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Μέσα στο κλίμα αυτό, είναι βέβαιο ότι η Άγκυρα θα επανέλθει γρήγορα στις ίδιες πρακτικές και θα επιχειρήσει να διευρύνει τις προκλήσεις και στην οριοθετημένη με την Αίγυπτο Ελληνική ΑΟΖ και ενδεχομένως να προχωρήσει σε κλιμάκωση, με γεωτρήσεις στην περιοχή του συμπλέγματος του Καστελλόριζου. Δεν είναι ακόμη σαφές ποια θα είναι η Αμερικανική πολιτική της νέας Προεδρίας. Εκτιμάται από ορισμένους ότι ο νέος Πρόεδρος θα σκληρύνει τη στάση του απέναντι στον προκλητικό Τούρκο Πρόεδρο. Τίποτε όμως δεν είναι βέβαιο ακόμη. Σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστές και πάγιες οι βασικές συντεταγμένες της Αμερικανικής πολιτικής, που πολύ σπάνια ανατρέπονται από αλλαγές προσώπων στην κορυφή.
Η Ελλάδα πρέπει, με κάθε τρόπο, να ενισχύσει άμεσα τη δική της αποτροπή και τις συμμαχίες, από τις οποίες μπορεί να αναμένει συγκεκριμένη στήριξη. Οι υποτιθέμενες μεγάλες συμμαχίες, στις οποίες ανήκει, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν συγκεκριμένα όρια, πέρα από τα οποία δεν μπορεί η Ελλάδα να προσδοκά στήριξη και κάλυψη της ασφάλειάς της. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από συμπληρωματικές συμμαχίες και από ανεξάρτητη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
Στο πνεύμα αυτό και ενώπιον της αμεσότητας των κινδύνων, η Ελλάδα πρέπει να ξαναδεί το θέμα της στρατηγικής αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, με τη μορφή ενός αμυντικού συμφώνου, που θα προνοεί αμυντική συνδρομή. Η υπογραφή ενός τέτοιου συμφώνου δεν θα ενισχύσει μόνο άμεσα την Ελληνική αποτροπή, αλλά θα στείλει, ταυτόχρονα, προς κάθε κατεύθυνση μήνυμα αποφασιστικότητας, ότι η Ελλάδα δεν θα συρθεί, με πιέσεις και απειλές, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως απαιτεί η Άγκυρα, για να διαπραγματευθεί τις αυθαίρετες τουρκικές αξιώσεις.
Διακινήθηκαν ελπίδες και προσδοκίες, μετά την Ευρωπαϊκή Σύνοδο του Οκτωβρίου, ότι με Γερμανική διαμεσολάβηση, θα επανήρχιζαν «διερευνητικές συνομιλίες» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για «αποκλιμάκωση» και «διάλογο». Έγινε όμως φανερό από την πραγματικότητα ότι οι ελπίδες και οι προσδοκίες αυτές είναι κούφιες και παραπλανητικές.
Η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για «διερευνητικές» συνομιλίες, εκτός και αν υποκρύπτουν πραγματικές διαπραγματεύσεις, εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, πάνω στις αυθαίρετες Τουρκικές αξιώσεις. Δεν ενδιαφέρεται επίσης για αποκλιμάκωση, γιατί χρησιμοποιεί την ένταση και την κρίση ως όπλο για να εκβιάσει την Ελληνική πλευρά να έρθει σ’ έναν Τουρκικών προδιαγραφών τραπέζι διαπραγματεύσεων.
Επανάληψη των ίδιων υποσχέσεων και πιέσεων από τη Γερμανική πλευρά, που καλύπτει στρατηγικά την Άγκυρα, δεν έχει και δεν πρέπει να έχει για την Ελληνική πλευρά κανένα νόημα. Πιέσεις του είδους αυτού υποδηλούν, στην πραγματικότητα, πρόκληση στην Ελληνική πλευρά να προβεί σε υποχωρήσεις.
Η πικρή εμπειρία της τελευταίας Συνόδου πρέπει επίσης να διδάξει, για μια ακόμη φορά, την Ελληνική πλευρά ότι η πολλή προθυμία για συμβιβασμό ή ακόμη η πλειοδοσία σε Ευρωπαϊσμό και σε υποτιθέμενες κοινές πολιτικές γίνεται μπούμερανγκ για την Ελληνική πλευρά.
Η Ουγγαρία και η Πολωνία προσέφυγαν, ορθώς, άλλωστε, στο βέτο για να αποκρούσουν την απόπειρα των Βρυξελλών να τους επιβάλουν μια Ευρωπαϊκή πολιτική, με την οποία διαφωνούν, ως δήθεν υποχρεωτικό «κράτος δικαίου». Συνέδεσαν γι’ αυτό την αποδοχή από τις δύο χώρες της αναλογικής κατανομής μεταναστών (ουσιαστικά παρανόμων μεταναστών) με τη συμμετοχή τους στο Ταμείο Ανακάμψεως, το οποίο ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Ένωση για την αντιμετώπιση της επιδημίας του κορονοϊού. Οι δύο χώρες δεν φοβήθηκαν να μείνουν μόνες στη διεκδίκηση του δικαίου τους. Τελικά, οι Βρυξέλλες αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να περιμένει κυρώσεις με απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ορισμένες πολύ σημαντικές μπορεί να τις επιβάλει και η ίδια. Ένα πρώτο παράδειγμα είναι η τελωνειακή ένωση Τουρκίας – Ευρώπης. Γιατί να συγκατατίθεται σε μια τέτοια συμφωνία η Ελλάδα, όταν η Τουρκία δεν σέβεται την αυτονόητη προϋπόθεση των καλών και φιλικών σχέσεων;
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η εφαρμογή από την Ελλάδα της περιβόητης Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το Άσυλο, που καταλήγει πρακτικά σε ανοικτά σύνορα με την Τουρκία, ακόμη και όταν η τελευταία συγκεντρώνει Σομαλούς στις ακτές της για να τους στείλει στα Ελληνικά νησιά. Γιατί η Ελλάδα να έχει ανοικτά σύνορα με την Τουρκία, όταν αυτή την απειλεί με πόλεμο; Έχει κάθε δικαίωμα να αναστείλει επ’ αόριστον, για λόγους εθνικής ασφάλειας, την εφαρμογή αυτής της παράλογης Οδηγίας, που δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην Ελλάδα, και να αφαιρέσει από τα χέρια του Ερντογάν το όπλο της παράνομης μεταναστεύσεως που το χρησιμοποιεί ως όπλο υβριδικού πολέμου και εκβιασμού.
Τα Συμπεράσματα της τελευταίας Ευρωπαϊκής Συνόδου επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχουν για την Ελλάδα και την Κύπρο εύκολες λύσεις και ότι η τελεσφόρα αντιμετώπιση των προβλημάτων τους επαφίεται, πρώτ’ απ’ όλα, στον δικό τους πατριωτισμό, στη δική τους ευθυκρισία και αποφασιστικότητα.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ