Ελληνο-Γαλλικό σύμφωνο και περιφερειακές συμμαχίες – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

Ελληνο-Γαλλικό σύμφωνο και περιφερειακές συμμαχίες – Ανάλυση του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Σε λίγες μέρες θα συνέλθει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο θα τεθεί, μεταξύ άλλων, το θέμα των Τουρκικών προκλήσεων και η ενδεχόμενη επιβολή κυρώσεων.

Υπενθυμίζεται ότι κατά το προηγούμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πρωτοστατούσης πά­ντα της Γερμανίας, είχε αναβληθεί οποιαδήποτε συζήτηση για κυρώσεις κατά της Τουρκίας για τον Δεκέμβριο, ώστε να δοθεί, υποτίθεται, ο χρόνος για αποκλιμάκωση και έναρξη διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Η Άγκυρα είχε αποσύρει τότε το «Oruc Reis» και είχε δώσει την εντύπωση ότι ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί στις νουθεσίες της Γερμανίδος καγκελαρίου Μέρκελ για αποκλιμάκωση και «διάλογο».

Είναι γνωστό όμως πώς εννοεί η Άγκυρα τον «διάλογο». Θέλει διαπραγματεύσεις εκτός του πλαισίου του διεθνούς θαλασσίου δικαίου, πάνω στις δικές της αυθαίρετες αξιώσεις και διεκδικήσεις. Γι’ αυτό, αμέσως μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όταν δεν της χρειαζόταν πλέον η κίνηση αυτή τακτικής που χρησίμευσε και ως άλλοθι στη Μέρκελ, επέστρεψε στην ίδια πολιτική των αμφισβητήσεων και των προκλήσεων.

Όσοι καλόπιστοι νομίζουν ότι η Άγκυρα θα ανταποκριθεί στις συμβουλές για διάλογο, υποτιμούν αυτό που επιδιώκει η Άγκυρα. Η τελευταία χρησιμοποιεί τις προκλήσεις και τις προσπάθειες δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων ως όπλο εκβιασμού της Ελλάδος, υπό την απειλή πολέμου, για να την εξαναγκάσει να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό τους Τουρκικούς όρους.

Εν όψει του νέου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η Άγκυρα ακολουθεί την ίδια τακτική. Απέσυρε προσωρινά το «Oruc Reis» με το δικαιολογητικό ότι έχει ολοκληρώσει το ερευνητικό του πρόγραμμα στην περιοχή και πολλαπλασίασε τις δηλώσεις για το Ευρωπαϊκό της ενδιαφέρον. Έστειλε επίσης στις Βρυξέλλες τον σύμβουλο του Ερντογάν, Καλίν, για να διαπραγματευθεί με τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως μια «θετική ατζέντα» με την Τουρκία.

Η Γερμανίδα καγκελάριος, προετοιμάζοντας το κλίμα προς αυτήν την κατεύθυνση, έκανε δηλώσεις, με τις οποίες εξέφρασε την εκτίμησή της για τη φιλοξενία από την Άγκυρα τεσσάρων εκατομμυρίων προσφύγων στο έδαφός της! Είναι η γνωστή προπαγάνδα της Άγκυρας ότι είναι δήθεν θύμα της παράνομης μεταναστεύσεως και ότι σηκώνει ένα βάρος εκατομμυρίων προσφύγων! Προσπαθεί με άλλα λόγια να συ­γκαλύψει τον ρόλο και τις ευθύνες της ως προαγωγού της παράνομης μεταναστεύσεως προς την Ελλάδα και την Ευρώπη και να υποδυθεί το θύμα.

Από πού προέρχονται τα τέσσερα εκατομμύρια προσφύγων; Οι μόνοι πραγματικοί πρόσφυγες προέρχονται από τη Συρία, όπου η Άγκυρα ενεπλάκη στον πόλεμο σε συμμαχία με τους Τζιχα­ντιστές και συνέβαλε η ίδια στη δημιουργία προσφυγικού προβλήματος. Ακόμη όμως και με το δεδομένο αυτό, οι πραγματικοί Σύριοι δεν υπερβαίνουν το 10% στις μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα και την Ευρώπη. Αντιθέτως, η Άγκυρα κατήργησε τη βίζα με διάφορες Μουσουλμανικές χώρες της Αφρικής και της Ασίας και μπορούν οι υπήκοοι των χωρών αυτών να φθάνουν στην Τουρκία με φθηνές αεροπορικές πτήσεις και να εμφανίζονται μετά ως «πρόσφυγες» στα Ελληνικά νησιά και στον Έβρο.

Η Άγκυρα ακολουθεί, στην πραγματικότητα, στο μεταναστευτικό μια πολιτική με γεωπολιτικές διαστάσεις, που έχει ως στόχο την καταστροφή της εθνικής συνοχής της Ελλάδος και την εγκατάσταση στην Ευρώπη όσο το δυνατόν μεγαλύτερων Μουσουλμανικών πληθυσμών. Την πολιτική αυτή χρησιμοποιεί, ταυτόχρονα, ως μοχλό εκβιασμού για να αποσπάσει από την Ευρώπη βαρύτιμα ανταλλάγματα: Πολλά δισ. ευρώ και απαιτήσεις για άρση της βίζας για όλους τους Τούρκους υπηκόους και αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η τελευταία θα σήμαινε για την Άγκυρα πλήρη δασμολογική απελευθέρωση για τις εξαγωγές της στην Ευρώπη και πρόσθετα κέρδη άνω των 20 δισ. ευρώ.

Ο ίδιος ο γερμανός Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Βέμπερ, κατήγγειλε, σε οξείς τόνους, την επιτήδεια και στρεψόδικη Τουρκική πολιτική και ζήτησε επιτακτικά να μπει στο τραπέζι το θέμα των κυρώσεων. Μια δήλωση επίσης του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ο οποίος επισήμανε ότι η ΕΕ είναι έτοιμη να επιβάλει κυρώσεις για τη συμπεριφορά της Τουρκίας, ενισχύει το ενδεχόμενο να ληφθούν, τη φορά αυτή, κάποια μέτρα κατά της Άγκυρας. «Είμαστε έτοιμοι», είπε ο Σαρλ Μισέλ, «να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα που διαθέτουμε».

Η δήλωση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έρχεται μετά την απόφαση της Αμερικανικής Γερουσίας, με την ευκαιρία της συζητήσεως του αμυντικού προϋπολογισμού για το 2021, να ταχθεί υπέρ της επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, με βάση τον νόμο CAATSA για την προμήθεια του συστήματος S-400. Η απόφαση της Γερουσίας αναφέρεται σε πέντε τουλάχιστον κυρώσεις από τον σχετικό κατάλογο, οι οποίες πρέπει να επιβληθούν εντός 30 ημερών από την ψήφιση του αμυντικού προϋπολογισμού.

Οι εξελίξεις αυτές καθιστούν πιο αισιόδοξη την προοπτική επιβολής κάποιων μέτρων στην προσεχή Ευρωπαϊκή Σύνοδο. Για τους γνωστούς όμως λόγους, η Ευρωπαϊκή Ένωση, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, δεν πρόκειται να πάρει αποφασιστικά μέτρα που θα ήταν ικανά να αποτρέψουν την Τουρκία από τη σημερινή επεκτατική και επιθετική της πολιτική. Η Τουρκία του Ερντογάν, με την Ισλαμιστική και Νεοθωμανική μεταμόρφωση που έχει υποστεί, έχει συνεχώς μεγαλύτερες φιλοδοξίες και θεωρεί την εγκαθίδρυση ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο ως εκ των ουκ άνευ για τη νέα πολιτική της και τη θέση μεγάλης δυνάμεως που επιζητεί.

Στις Βρυξέλλες και στην Ουάσινγκτον δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί τη νέα απειλή που δημιουργεί στην ευρύτερη περιοχή η Τουρκία και νομίζουν ότι μπορούν να τη χειρισθούν με τους παλιούς παραδοσιακούς τρόπους που ίσχυσαν κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και τους πρώτους χρόνους μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως. Οι τρόποι όμως αυτοί αποτελούν σήμερα παλαιό ημερολόγιο. Τιμητική εξαίρεση στην Ευρώπη αποτελεί η Γαλλία, που βλέπει, και ως Μεσογειακή χώρα, με μεγάλη ανησυχία τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και με θέληση να επέμβει δυναμικά και να συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση ή στην αναχαίτισή τους.

Η Γαλλία βλέπει επίσης στις εξελίξεις αυτές μια μεγάλη επιβεβαίωση των απόψεών της για την ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να κινηθεί γρήγορα προς την ανάπτυξη μιας κοινής αμυντικής και εξωτερικής διαστάσεώς της, ώστε να διαμορφώσει μέσα από αυτές έναν σημαντικό στρατηγικό ρόλο και γεωπολιτικό βάρος στον κόσμο. Η Γαλλική αυτή πολιτική συναντά τις ανησυχίες της Ελλάδος για την άμυνα και την εθνική της ασφάλεια, ενώπιον των συνεχώς μεγεθυνόμενων κινδύνων εκ μέρους της Άγκυρας. Η συνάντηση αυτή γίνεται στο σκληρό πεδίο των διαπιστώσεων από την Ελλάδα ότι η αναμονή αμυντικής καλύψεως είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε από το παρωχημένο ΝΑΤΟ, που κατατρύχεται από τη Ρωσική εμμονή, δεν πρόκειται να έρθει. Θα εκπορεύονται, αντιθέτως, από εκεί παραινέσεις για αμφιλεγόμενες συνομιλίες με την Άγκυρα, για «κατευνασμό» και για αναγκαίους «συμβιβασμούς».

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θεωρεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ πολύ σημαντικά διπλωματικά πεδία, στα οποία μάχεται. Αναγνωρίζει όμως τα όρια της αρωγής στην οποία μπορεί να ελπίζει. Αναβαθμίζει επίσης αυτά που μπορεί να κάνει η ίδια στα πεδία αυτά. Ένα παράδειγμα είναι η συνεργασία με την Τουρκία για το μεταναστευτικό, το οποίο προτάσσει συνεχώς η Γερμανίδα καγκελάριος.

Η Ελλάδα μπορεί να θέσει ως όρο τον έλεγχο και τη διαλογή των πραγματικών προσφύγων επί του Τουρκικού εδάφους, σε ειδικούς Ευρωπαϊκούς σταθμούς που μπορούν να δημιουργηθούν, και όχι στις ακτές των Ελληνικών νησιών και στον Έβρο. Αυτό ήδη εφαρμόζεται με το Μαρόκο, μετά από συμφωνία που υπέγραψε μ’ αυτό η Ισπανία. Η Ελλάδα μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εφαρμόσει μονομερώς, για λόγους έκτακτων συνθηκών και εθνικής ασφάλειας, την αναστολή επ’ αόριστον της περιβόητης και καταχρηστικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το Άσυλο, που επιβάλλει τα ανοικτά σύνορα, με πρόσχημα το άσυλο. Γιατί η Ελλάδα πρέπει να έχει ανοικτά σύνορα με μια χώρα που την απειλεί με πόλεμο; Η αναστολή της Οδηγίας αυτής θα αφαιρούσε αμέσως από το χέρι του Ερντογάν το όπλο της παράνομης μεταναστεύσεως, με την οποία εκβιάζει την Ελλάδα και την Ευρώπη.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Τελωνειακή Ένωση Τουρκίας – Ευρώπης και η προενταξιακή βοήθεια. Γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να υποστηρίζει τη χρεοκοπημένη πολιτική της δήθεν εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Όλοι ξέρουμε σήμερα ότι η Τουρκία του Ερντογάν έχει άλλες φιλοδοξίες και προτάσσει την εκλεκτική της συγγένεια με το Ισλάμ. Γιατί όμως η Ελλάδα παραμένει καθηλωμένη σ’ αυτήν την πολιτική; Ορθώς επίσης η Ελληνική κυβέρνηση έθεσε θέμα τελωνειακής ενώσεως της Ευρώπης με την Τουρκία. Η πολιτική όμως αυτή πρέπει να εξειδικευθεί και να προωθηθεί. Η Άγκυρα πρέπει να γνωρίζει ότι η επιθετική πολιτική της κατά της Ελλάδος θα έχει και τίμημα και θα πρέπει η επιβολή του τιμήματος αυτού στην Ευρώπη να έρχεται πρώτα από τη χώρα που πλήττεται άμεσα και απειλείται.

Η απειλή όμως πολέμου που επισείει κατά της Ελλάδος η Άγκυρα πρέπει να αντιμετωπισθεί με όρους ισχύος. Στην οικοδόμηση αυτής της ισχύος, που γίνεται με τόση καθυστέρηση, δεν επιτρέπονται εκπτώσεις και παρεκτροπές για δήθεν διπλωματικούς «στρατηγικούς» λόγους! Οι λόγοι αυτοί είναι κούφιοι μπροστά στην ανάγκη της άμεσης ενισχύσεως της εθνικής άμυνας και ισχύος. Γιατί δεν προχώρησε ακόμη το Ελληνο-Γαλλικό Αμυντικό Σύμφωνο με ρήτρα αμυντικής συνδρομής; Γιατί προωθούνται στο Ναυτικό ακατάλληλες φρεγάτες, με υποσχέσεις για άλλα ανταλλάγματα, που είναι άλλωστε ανεπιβεβαίωτα;

Η Ελλάδα, για να αντιμετωπίσει την Τουρκική απειλή, πρέπει άμεσα να ενισχύσει όπως μπορεί την αποτρεπτική της ισχύ, να προωθήσει το Αμυντικό Σύμφωνο με τη Γαλλία με ρήτρα αμυντικής συνδρομής και τις περιφερειακές συμμαχίες της, από το Ισραήλ και την Αίγυπτο μέχρι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Ινδία.

Πρέπει επίσης να ανασυσταθεί το ενιαίο Αμυντικό Δόγμα με την Κύπρο. Η Κύπρος πρέπει να στηριχθεί και η Ελλάδα και η Κυπριακή κυβέρνηση δεν έχουν κανέναν λόγο για να αποδέχονται και να προωθούν Πενταμερείς Διασκέψεις, που είναι σημαδεμένη τράπουλα και αποσκοπούν στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι το βάθρο για την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού και την ελευθερία του.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: pentarostagma.gr


Σχολιάστε εδώ