Τι περιμένει η Ελλάδα από το επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όσον αφορά την Τουρκία – Του Χρ. Θ. Μπότζιου
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (European Council) είναι το ανώτατο θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λαμβάνει το σύνολο, σχεδόν, των ουσιαστικών αποφάσεων θεσμικού και εκτελεστικού χαρακτήρα, δεσμευτικών για όλες τις χώρες-μέλη, που σήμερα, μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασίλειου, ανέρχονται σε 27.
Ιδιαίτερη σημασία προσλαμβάνουν τα Συμβούλια του Δεκεμβρίου, επειδή συμπίπτουν με το τέλος του έτους, όπως και της θητείας εκάστης προεδρίας, που το τρέχον εξάμηνο ασκείται από τη Γερμανία. Θα τη διαδεχθεί η Πορτογαλία, που μαζί με την προηγούμενη και την επόμενη θα αποτελούν την Κοινοτική Τρόικα. Ένα από τα θέματα που αναμένεται να απασχολήσει ζωηρά το επικείμενο Συμβούλιο (10 – 11/12) είναι οι σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία και πλέον συγκεκριμένα η επιβολή κυρωτικών μέτρων για την παραβατική της συμπεριφορά έναντι Ελλάδας και Κύπρου και στην Ανατολική Μεσόγειο εν γένει, που την τελευταία διετία έχει αυξηθεί σε επικίνδυνο βαθμό. Ήδη το Συμβούλιο του Αυγούστου είχε αναθέσει στον αρμόδιο Ύπατο Εκπρόσωπο για την Εξωτερική Πολιτική, Ισπανό Ζοζέπ Μπορέλ, να εισηγηθεί σειρά κυρωτικών μέτρων προς συζήτηση από το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Στο μεταξύ οι τουρκικές προκλήσεις έγιναν εντονότερες, τόσο με τις διερευνητικές δραστηριότητες του «Oruc Reis» σε περιοχές που ανήκουν στην ελληνική και κυπριακή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ όσο και με την αυτοπρόσωπη μετάβαση του Ερντογάν στην Αμμόχωστο, αφού ήδη είχε επιτρέψει το άνοιγμα και την πρόσβαση σε ευρεία παραλιακή περιοχή, κατά παράβαση της υπ’ αριθμ. 550 απόφασης του ΟΗΕ.
Απομένουν λίγες μόνο ημέρες από τη σύγκληση του Συμβουλίου του Δεκεμβρίου και ακόμη το τοπίο είναι θολό ως προς τις προτάσεις που θα υποβληθούν και ποιας μορφής θα είναι. Ασαφής είναι και η στάση των κρατών-μελών, οι απόψεις των οποίων εξακολουθούν να διίστανται. Ελλάδα, Κύπρος, Γαλλία, Αυστρία κ.ά. έχουν ήδη εκφρασθεί και ζητούν την επιβολή αυστηρών κυρωτικών μέτρων, άμεσα εκτελεστέων.
Άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Φινλανδία, η Ιταλία, ίσως και Πολωνία, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής προεδρίας, εκφράζουν επιφυλάξεις, με το αιτιολογικό ότι τα οικονομικά κυρωτικά μέτρα δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικά. Κυρίως ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να απομακρύνουμε την Τουρκία από τη Δύση, λόγω της γεωπολιτικής της σημασίας για τα δυτικά συμφέροντα. Αποφεύγουν ωστόσο να αναφέρουν και δικά τους οικονομικά και άλλα συμφέροντα, που δεν είναι ευκαταφρόνητα. Το Βερολίνο εμφανίζεται ως το πλέον διστακτικό, με την καγκελάριο κ. Άνγκελα Μέρκελ να προσπαθεί να συμβιβάσει την οφειλόμενη αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και την Κύπρο με τις ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις για τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση.
Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας άσκησε έμμεση, αλλά δριμεία κριτική στη στάση της Γερμανίας, διερωτώμενος «πώς είναι δυνατόν η Γερμανία να ενισχύει με υπερσύγχρονο εξοπλισμό την Άγκυρα, η οποία στρέφεται κατά δύο χωρών-μελών της ΕΕ;». Ένα εύλογο ερώτημα, που εκθέτει το Βερολίνο και συγχρόνως αποδεικνύει την ανεπάρκεια της ΕΕ να δρα συλλογικά και αποφασιστικά. Μπορεί οι παρατηρήσεις της κ. Μέρκελ, του τύπου «αυτά που συμβαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν προκλητικό και επιθετικό χαρακτήρα», να συνιστούν κριτική στη συμπεριφορά της Τουρκίας, όμως αναιρούνται όταν σπεύδει να προσθέσει ότι η απόσυρση του «Oruc Reis» (σίγουρα προσωρινή) συνιστά θετική εξέλιξη. Απλώς επιβεβαιώνει τη διγλωσσία, αν όχι και υποκρισία του Βερολίνου.
Οι διφορούμενες τοποθετήσεις της Γερμανίας προϊδεάζουν και για την πολύ πιθανή στάση που θα τηρήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 10 – 11 Δεκεμβρίου. Στην Αθήνα πάντως δεν φαίνεται να περισσεύει η αισιοδοξία. Θα αποτελούσε ολέθριο σφάλμα αν η ΕΕ επαναλάμβανε τις ίδιες ή παραπλήσιες φραστικές απειλές ή conditionalities του πρόσφατου παρελθόντος. Θα ήταν το χειρότερο μήνυμα που θα μπορούσε να σταλεί στην Άγκυρα, η οποία θα συνεχίσει να τις αγνοεί και θα εξακολουθήσει να προβαίνει ανενόχλητα στην εφαρμογή των αναθεωρητικών της σχεδίων, σε προκλήσεις και απειλές.
Η ελληνική διπλωματία είναι σωστό να επιμένει και να καταγγέλλει την τουρκική παραβατικότητα και να απαιτεί από την ΕΕ την οφειλόμενη αλληλεγγύη. Οφείλαμε όμως από καιρό να είχαμε εντατικοποιήσει τις δράσεις μας με διμερείς συναντήσεις σε υπηρεσιακό και ανώτατο πολιτικό επίπεδο με κάθε χώρα-μέλος χωριστά, με πλήρη, εμπεριστατωμένη και αναλυτική ενημέρωση για τις συνέπειες –και όχι μόνο για την Ελλάδα– της τουρκικής συμπεριφοράς στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, τονίζοντας ότι η παραβατικότητα και ο αναθεωρητισμός, με λάβαρο την ισλαμική της ταυτότητα και τον νεο-οθωμανισμό, αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσουν σε πολιτιστική και θρησκευτική αντιπαράθεση με τη Δύση.
Η Τουρκία απαιτεί τη διεξαγωγή διαλόγου με την Ελλάδα εφ’ όλης της ύλης και χωρίς προϋποθέσεις. Η θέση αυτή, για όσους έχουν εξοικείωση με τη νομική και πολιτική παιδεία, ισοδυναμεί με αναθεωρητισμό και αγνόηση της ισχύουσας διεθνούς έννομης τάξης. Οι ευρωπαίοι εταίροι οφείλουν να αντιληφθούν ότι η Τουρκία δεν είναι μόνο μια μεγάλη αγορά για εξαγωγές ή γεωπολιτικό ανάχωμα για τη Δύση.
Πιστεύω ότι λόγω γεωγραφίας και ιστορίας είμαστε σε θέση να δώσουμε πληρέστερη εικόνα της γειτονικής μας χώρας και, περισσότερο από κάθε άλλη δυτική χώρα, επιθυμούμε να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, υπό την προϋπόθεση ότι θα σέβεται τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη δημοκρατική παράδοση των λαών της.
Η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός, που έχουν προσφέρει πολλά στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, περιμένουν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να λάβει σωστές αποφάσεις, επιβάλλοντας τα προσήκοντα κυρωτικά μέτρα, τα μόνα που μπορούν να συνετίσουν το καθεστώς Ερντογάν. Δεν νοείται η ΕΕ να επιδεικνύει προθυμία για επιβολή κυρωτικών μέτρων κατά της Ρωσίας, που ορισμένες χώρες εκλαμβάνουν ως Σοβιετική Ένωση, με άλλη μορφή, ή κατά του Ιράν και να χαϊδεύουν την Τουρκία, όταν ο Ερντογάν διεγείρει το ισλαμικό αίσθημα και τον νεο-οθωμανισμό εναντίον της Δύσης. Ου μετανοείν, αλλά προνοείν χρη τον άνδρα τον σοφόν.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ