Η απουσία κυρώσεων κλείνει το μάτι στην Άγκυρα

Η απουσία κυρώσεων κλείνει το μάτι στην Άγκυρα

Κατώτερη των περιστάσεων η Ευρωπαϊκή Ένωση

-Μόνο η ενίσχυση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος μπορεί να κλείσει τον δρόμο στον Ερντογάν

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Χωρίς σοβαρές κυρώσεις και με τη Γερμανία και αρκετές άλλες χώρες να του κλείνουν το μάτι, ο Ταγίπ Ερντογάν ετοιμάζεται να περάσει τον σκόπελο της Συνόδου Κορυφής όχι απλώς χωρίς συνέπειες, αλλά, αντιθέτως, με υποσχέσεις για α­νταλλάγματα από την Ευρώπη.

Η προετοιμασία για τη Σύνοδο Κορυφής προδιαγράφει για ένα αρνητικό αποτέλεσμα, καθώς φαίνεται ότι ούτε η Αθήνα επιθυμεί πλέον να βάλει ψηλά τον πήχη για απόφαση επιβολής κυρώσεων, υποκύπτοντας και στις πιέσεις των Γερμανών αλλά και φοβούμενη την αντίδραση του Ταγίπ Ερντογάν σε μια απόφαση της ΕΕ για κυρώσεις, καθώς θεωρείται δεδομένο ότι η Τουρκία θα ξεσπάσει με ορμή εναντίον πρωτίστως της Ελλάδας.

Η όλη προσπάθεια τώρα δείχνει να εξαντλείται στην εξασφάλιση μίας ακόμη δέσμευσης της ΕΕ ότι η Κομισιόν θα επεξεργασθεί έναν κατάλογο μέτρων εναντίον προσώπων και εταιρειών της Τουρκίας που εμπλέκονται στις παράνομες έρευνες, ο οποίος θα εξετασθεί από το Συμβούλιο Υπουργών ίσως εντός του Ιανουαρίου και εάν κριθεί σκόπιμο αργότερα θα μπορεί να ενεργοποιηθεί, μόνο όμως εφόσον υπάρξει και πάλι συμφωνία όλων των εταίρων.

Δηλαδή, η Αθήνα θα πάρει στην καλύτερη περίπτωση μια επανάληψη της απόφασης της Συνόδου Κορυφής του Οκτωβρίου, με τη διαφορά όμως ότι από τότε μεσολάβησαν έξι τουρκικές Navtexs για παράνομες έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και η εισβολή του Ταγίπ Ερντογάν στην κλειστή περιοχή των Βαρωσίων. Και όλο το παραλήρημα εναντίον της Ελλάδας, της Γαλλίας και της Ευρώπης.

Η Αθήνα, βρίσκοντας τοίχο στην ΕΕ όσον αφορά την επιλογή των σκληρών κυρώσεων, ήταν αναμενόμενο να επανεξετάσει την τακτική της, καθώς πλέον θα πρέπει να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή απόφαση έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, αλλά να αποκρούσει και τις πιέσεις που θα υπάρξουν για να… αντα­ποκριθεί η Ελλάδα στις τουρκικές «εκκλήσεις για διάλογο» και να δοθεί «καρότο» στην Τουρκία, ώστε να έρθει στον… σωστό δρόμο αλλά και για να δείξει εποικοδομητική στάση στο Κυπριακό. (Ο κ. Γκουτιέρες φρόντισε, συμπτωματικά, να ανοίξει τώρα τη διερευνητική διαδικασία για τη σύγκληση Πενταμερούς.)

Δειλά δειλά, τα κυβερνητικά στελέχη, θέλοντας να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη, την οποία μέχρι τώρα βομβάρδιζαν με διαβεβαιώσεις περί αποδοχής των ελληνικών θέσεων και πειθούς των ευρωπαίων ηγετών από τον πρωθυπουργό και την ελληνική κυβέρνηση, αρχίζουν τώρα να υποβαθμίζουν την αξία των κυρώσεων. «Δεν είναι αυτοσκοπός οι κυρώσεις», δήλωσε ο ΑΝΥΠΕΞ Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, ενώ και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Πέτσας ουσιαστικά αποκήρυξε το βέτο!

Όμως πολιτικά η κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει ένα σοβαρότατο πρόβλημα, καθώς θα πρέπει να εξηγήσει γιατί δεν υπήρξε απόφαση κυρώσεων και γιατί επένδυσε σχεδόν αποκλειστικά στην πολιτική καταγγελιών της τουρκικής προκλητικότητας στην ΕΕ, ενώ διέβλεπε ότι δεν θα μπορούσε να αποσπάσει μια ισχυρή απόφαση.

Αλλά και διπλωματικά η Αθήνα θα έχει τις επόμενες εβδομάδες ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα να αντιμετωπίσει. Και αυτό δεν είναι άλλο από τους ελιγμούς και την επικοινωνιακή αντεπίθεση της Τουρκίας, που είναι ήδη σε εξέλιξη.

Ορισμένοι, όπως ο πρώην ΥΦΥΠΕΞ, καθηγητής Γιάννης Βαληνάκης, πρότειναν, ανεβάζοντας τον πήχη για την κυβέρνηση, παράλληλα με την επιδίωξη απόφασης για κυρώσεις, που για τον ίδιο είναι μάλλον δύσκολο να επιτευχθεί, να επιδιώξει η κυβέρνηση να αποσπάσει από τη Σύνοδο Κορυφής μια δήλωση η οποία θα περιγράφει και θα αποτυπώνει το περιεχόμενο του όποιου διαλόγου με την Τουρκία, ως γραμμή άμυνας απέναντι στην προσπάθεια της Άγκυρας να εγκλωβίσει τη χώρα μας σε μια εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση.

Πιθανότατα οι Ευρωπαίοι δεν θα έχουν πρόβλημα να περιλάβουν στα συμπεράσματα μια παραπομπή στην ανάγκη επίλυσης των διαφορών στη βάση του Δικαίου της Θάλασσας, αλλά είναι εντελώς απίθανο να εμπλακούν σε διατύπωση συγκεκριμένης αναφοράς για το αντικείμενο και το πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου.

Ακόμη όμως και με μια τέτοια αναφορά, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσει η Ελλάδα στον Ιρλανδό ή στον Εσθονό ή στον Ούγγρο πρωθυπουργό ότι δεν δέχεται να συζητήσει με την Τουρκία το εύρος των χωρικών υδάτων ή την αποστρατικοποίηση των νησιών ή ακόμη και την ύπαρξη «αδιευκρίνιστης κυριαρχίας» σε βραχονησίδες στο Αιγαίο, όπως υποστηρίζει η Τουρκία.

Η πραγματικότητα πάντως είναι ιδιαίτερα δυσχερής για τους ελληνικούς χειρισμούς, καθώς όσα ακούστηκαν περί βέτο δεν έχουν καμιά βάση. Ακόμη κι αν ήθελε η Αθήνα να το τραβήξει στα άκρα προκειμένου να πάρει μια ικανοποιητική απόφαση που θα επέβαλλε άμεσα κάποιες κυρώσεις στην Τουρκία, γνωρίζει ότι την περίοδο αυτή, που γίνεται προσπάθεια για να ξεμπλοκαριστεί το πακέτο ανάκαμψης από τις επιπτώσεις της πανδημίας (λόγω του βέτο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας), μάλλον θα έφερνε αντίθετα αποτελέσματα και θα έχανε και την υποστήριξη που έχει σήμερα από σημαντικές χώρες-μέλη. Και επίσης θα πρέπει να είναι γνωστό ότι βέτο δεν διαθέτει μόνο η Ελλάδα αλλά και όλες οι άλλες χώρες, μεταξύ αυτών και οι φιλικά προσκείμενες προς την Τουρκία.

Μέσα σε αυτό το κλίμα και με τις προσδοκίες από τη Σύνοδο Κορυφής να είναι περιορισμένες, η Αθήνα τώρα κοιτάζει προς τις 20 Ιανουαρίου, όταν θα αναλάβει καθήκοντα η νέα αμερικανική κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, θέλοντας να αποφύγει τουλάχιστον μέχρι τότε μια σοβαρή εμπλοκή στα ελληνοτουρκικά.

Όμως και από την Ουάσινγκτον, παρά την κόντρα του κ. Πομπέο με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, τα μηνύματα δεν είναι ενθαρρυντικά, καθώς η νέα κυβέρνηση θα θελήσει να δώσει χρόνο στην Τουρκία πριν κάνει μια συνολική αποτίμηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Και στο διάστημα αυτό θα επιχειρηθεί και η επανέναρξη της διαδικασίας για το Κυπριακό και θα επιδιωχθεί η έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Ενός διαλόγου που θα γίνεται υπό το βάρος των τετελεσμένων που έχει επιχειρήσει να προκαλέσει εις βάρος της χώρας μας η Τουρκία και ενώ δεν θα έχει αποσύρει στο ελάχιστο τις διεκδικήσεις της έναντι των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Η εμπειρία των τελευταίων μηνών δείχνει ότι η Ελλάδα δεν έχει πολλές επιλογές για την αντιμετώπιση της διαρκώς κλιμακούμενης τουρκικής απειλής. Σωστή είναι η προσφυγή στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, ορθότατη επιλογή η ανάπτυξη των περιφερειακών συνεργασιών και συμμαχιών, αλλά τελικά μόνο η ενίσχυση της στρατιωτικής αποτρεπτικής ισχύος της χώρας θα αποτελέσει εμπόδιο στην προσπάθεια του κ. Ερντογάν, με την ανοχή –άλλοτε αφελή, άλλοτε εσκεμμένη– των ευρωπαίων εταίρων και συμμάχων, να καθυποτάξει την Ελλάδα…

Η κυβέρνηση, με το μεγάλο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, φαίνεται να αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης. Διότι έχουμε μπει σε μια διαδρομή που ο κ. Ερ­ντογάν επιδιώκει να κλείσουν οι ανοιχτοί λογαριασμοί με την Ελλάδα, με τον τρόπο που θέλει ο ίδιος: Με τη φινλανδοποίηση της χώρας μας!

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ