Ν. ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΗΣ: Η πανδημική κρίση επέτεινε την ανάγκη για μια νέα παραγωγική συνισταμένη με μέτρα αρωγής και όχι αρρυθμίας στην αγορά εργασίας

Ν. ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΗΣ: Η πανδημική κρίση επέτεινε την ανάγκη για μια νέα παραγωγική συνισταμένη με μέτρα αρωγής και όχι αρρυθμίας στην αγορά εργασίας


Του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΗ
Γεν. Γραμ. ΓΣΕΕ & Προέδρου ΔΑΚΕ Ι.Τ.


Χωρίς αμφιβολία, η κλιμάκωση της πανδημίας και τα αναγκαία μέτρα περιορισμού της διάδοσης της COVID-19 έχουν διαμορφώσει συνθήκες διττής οικονομικής και υγειονομικής κρίσης.

Η διάρθρωση του εγχώριου παραγωγικού μοντέλου με την υψηλή συμμετοχή κλάδων υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός και ο επισιτισμός, οι οποίοι πλήττονται καίρια, συμπαρασύροντας άλλους τομείς που δραστηριοποιούνται και για την κάλυψη της δημιουργούμενης από αυτούς ζήτησης, συνδέεται ευθέως με ιδιαίτερα δυσμενείς προεκτάσεις στην αγορά εργασίας.

Ο κόσμος της εργασίας, μετά τη σφοδρή δεκαετή κρίση, κατά την οποία σήκωσε ένα δυσανάλογα δυσβάσταχτο βάρος, βρίσκεται ξανά στο επίκε­ντρο επώδυνων συνεπειών.

Η ανασφάλεια χτυπά κόκκινο, με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε αναστολή ή εκ περιτροπής εργασία, αύξηση της ανεργίας, ποσοτική και ποιοτική υποχώρηση της απασχόλησης, παρά τη σημαντική προσπάθεια συγκράτησής της, υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, με τη μείωση του μέσου μισθού να ξεπερνά το 10% και τρεις στους τέσσερις εργαζόμενους με αμοιβές κάτω από 1.000 ευρώ. Έντονη είναι η απειλή φτωχοποίησης, όταν το ποσοστό των απασχολουμένων με αποδοχές έως 200 ευρώ εκτινάσσεται από το 1% στο 12%.

Την ίδια ώρα, η υγιής μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δοκιμάζεται σκληρά, με αυξημένο τον κίνδυνο του «λουκέτου» για δεκάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις, εμπορικά καταστήματα και βιοτεχνίες. Τα μέτρα στήριξης, όσο εύστοχα κι αν είναι, μειώνουν τη βλάβη, αλλά δεν επαρκούν πότε για να αντισταθμίσουν το κόστος της αναστολής λειτουργίας.

Από τη νηφάλια και μη ιδεοληπτική αξιολόγηση αυτής της εξαιρετικά δύσκολης δεκαετίας συνάγεται ως επιτακτική η θεσμοθέτηση ενός συνεκτικού πλαισίου πολιτικών και εξυγιαντικών μεταρρυθμίσεων, που αφενός θα ενδυναμώσουν τις αντοχές του κοινωνικοοικονομικού ιστού και αφετέρου θα εγγυηθούν τη δίκαιη και επιτυχή μετάβαση στην εποχή της υγειονομικής κανονικότητας.

Η πανδημία δεν μπορεί και δεν πρέπει να εξελιχθεί σε εργαλείο ή άλλοθι για την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Τέτοια αφηγήματα, άλλωστε, έχουν αποδειχθεί καταδικασμένα να ορθώνουν αδιέξοδα, υπονομεύοντας την προοπτική ταχείας και δυναμικής ανάταξης.

Απαιτούνται λοιπόν μέτρα ώστε, μέσα από μια νέα κοινωνική συνισταμένη, να θωρακιστούν και να απελευθερωθούν –όχι να απαξιώθουν– οι παραγωγικές δυνάμεις, με κυριότερη τη μισθωτή εργασία, που είναι η κινητήριος δύναμη.

Αυτή η συνθήκη επιβάλλεται να είναι η πρώτη ύλη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, που θα διασφαλίζει τη βέλτιστη ισορροπία ανάμεσα στην ουσιαστική ενίσχυση της εργασιακής δικαιοσύνης και την αναβάθμιση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, με κοινό παρονομαστή τον μετασχηματισμό του εθνικού αναπτυξιακού προτύπου, τη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας και την προσέλκυση επενδύσεων.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, η αποφορολόγηση των υπερωριών, ένα μέτρο πολιτικής win-win, που εφαρμόζεται με επιτυχία στη Γαλλία, επιβάλλεται να προκριθεί έναντι οποιασδήποτε άλλης λογικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, που ενδέχεται να προκαλέσει νέες σοβαρές συγχύσεις, ενεργοποιώντας καταχρηστικές πρακτικές στον θεμελιώδη πυλώνα του «8ωρου–40ωρου» και ασφαλιστικές παραβιάσεις.

Η άμεση υλοποίηση της νομικής εξίσωσης του εργατοτεχνίτη με τον υπάλληλο, στη βάση πάντα του καθεστώτος του υπαλλήλου, θα καταργήσει επιτέλους μια απαράδεκτη και ανεδαφική ελληνική πατέντα, μέσω της οποίας έχει εισαχθεί σωρεία διακρίσεων, π.χ., στην αποζημίωση απόλυσης, στο ύψος αποδοχών και συντάξεων, στην επαγγελματική σταδιοδρομία κ.ά.

Η θεσμοθέτηση και καθολική εφαρμογή της ηλεκτρονικής κάρτας εργασίας θα συμβάλλει μετρήσιμα στην καταπολέμηση της μαύρης και υποδηλωμένης απασχόλησης, με θετικό πρόσημο για τους εργαζόμενους και τη σοβαρή επιχειρηματικότητα.

Ταυτόχρονα, η ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας σχετικά με την «ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής για τους γονείς και τους φροντιστές», πέρα από το κοινωνικό της περιεχόμενο, θα οδηγήσει σε άρση έμφυλων διακρίσεων, αντικινήτρων και εμποδίων για την πολύτιμη αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας.

Ακολούθως, η επιχειρησιακή αναδιοργάνωση και τεχνολογική ενδυνάμωση τόσο του ΣΕΠΕ όσο και του ΟΜΕΔ οφείλει να θεραπεύει και όχι να εντείνει αρρυθμίες στην άμεση επίλυση εργατικών διαφορών, διευκολύνοντας την πρόσβαση των εργαζομένων, με σημεία αναφοράς τον σεβασμό του εργατικού και ασφαλιστικού δικαίου, την τήρηση των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας.

Αντιθέτως, η πολύμηνη καθυστέρηση στην εξειδίκευση των όρων επέκτασης των Κλαδικών και Ομοιοεπαγγελματικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας λειτουργεί ως πεδίο ανισοτήτων και νόθευσης του υγιούς ανταγωνισμού, επιβραβεύοντας την εργοδοτική νοσηρότητα διαρκούς απομείωσης των μισθολογικών ορίων.

Η συλλογική αυτονομία είναι δομικό στοιχείο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, οι εξαιρέσεις ή οι αποκλίσεις της πατρίδας μας ενέτειναν την περιδίνηση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας ανακυκλώνοντας την ύφεση.
Παράλληλα, τα περιοριστικά μέτρα έναντι της εξάπλωσης του κορονοϊού διαδραματίζουν έναν ρόλο καταλύτη στις τεκτονικές μεταβολές που δρομολογεί η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όπως η ραγδαία εξάπλωση της τηλεργασίας, που ήρθε για να μείνει στο εργασιακό γίγνεσθαι.

Η αναθεώρηση του υφιστάμενου πλαισίου στην Ελλάδα (ΕΓΣΣΕ 2006-2007, ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής συμφωνίας για την τηλεργασία) μέσα από έναν υπεύθυνο τριμερή κοινωνικό διάλογο καθίσταται πρώτιστη προτεραιότητα.

Ο εθελοντικός χαρακτήρας, το δικαίωμα στην αποσύνδεση για τη διαφύλαξη της διάκρισης του εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, ο συστηματικός έλεγχος των μισθολογικών και θεσμικών όρων, το ζήτημα της πλήρους κάλυψης του κόστους της τηλεργασίας από τον εργοδότη, η προστασία των προσωπικών δεδομένων, η κατοχύρωση της συλλογικής έκφρασης και εκπροσώπησης των τηλεργαζομένων προβάλλουν ως κομβικής σημασίας άξονες. Η σύσταση ενός παρατηρητηρίου τηλεργασίας στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να συντελέσει στην οριοθέτηση της τηλεργασίας και τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων σε ένα λειτουργικό και κοινωνικά δίκαιο πλαίσιο.

Η επικαιροποίηση της συνδικαλιστικής νομοθεσίας απαιτείται να γίνει σε ευθεία σχέση με την αναγκαία οργανωτική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, ώστε, με γνώμονα τη γνήσια και μαζικότερη εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας, να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην αναδιάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων.

Είναι πρόδηλο πως τέτοια εγχειρήματα επιβάλλεται να πραγματοποιούνται με τα συνδικάτα σε θέση συνομιλητή και όχι στο «εδώλιο». Συνταγματικά κατοχυρωμένα συλλογικά δικαιώματα και ελευθερίες δεν είναι διαπραγματεύσιμα, δεν μπαίνουν σε προκρούστιες κλίνες. Το συνδικαλιστικό κίνημα οφείλει να κάνει αυτοκριτική μέσα στα όργανά του, ενώ οι αποφάσεις αυτές πρέπει να αποτυπωθούν στο περιεχόμενο της συνδικαλιστικής παρέμβασης.

Σε μια περίοδο που οι πληγές της θεσμικής κρίσης είναι ακόμη ανοικτές, αυτοί που στοχοποιούν τα συνδικάτα βλάπτουν την ίδια τη δημοκρατία. Το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα είναι ένας θεσμικός, δυναμικός και αξιόπιστος κοινωνικός εταίρος, δεν έχει την «ασάφεια» των «αγανακτισμένων» ή των «κίτρινων γιλέκων», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική συνισταμένη.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ