Άσπονδοι γείτονες Βουλγαρία – Βόρεια Μακεδονία – Του Δημ. Στωίδη
Του
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΣΤΩΙΔΗ
Πρεσβευτή ε.τ.
Η Ελληνική Πολιτεία επέλυσε την πολυετή εκκρεμότητα της ονομασίας με την πΓΔΜ καταλήγοντας στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Μολονότι η ελληνική πλευρά υποστήριζε ευλόγως ότι το ζήτημα δεν ήταν διμερές, εντούτοις η εν λόγω τελική ρύθμιση δεν παρήγε δεσμευτικό αποτέλεσμα για άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως συμβαίνει με τη Βουλγαρία, ως άμεση μάλιστα ενδιαφερόμενη.
Ως γνωστόν, η Βουλγαρία δεν αναγνωρίζει στην κατ’ αυτήν «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ούτε έθνος και συνεπώς ούτε τη «γλώσσα». Το ζήτημα της «γλώσσας» ανατρέχει στην περίοδο των κομμουνιστικών καθεστώτων και αποτέλεσε ειδικότερη παράμετρο στη γενικότερη αντιπαλότητα μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας, με την τελευταία να επιμένει ότι πρόκειται για βουλγαρικό ιδίωμα, το οποίο λέγεται ότι μπορεί και να βασίζεται (;) σε διάλεκτο η οποία ομιλείτο στην περιοχή της Μπίτολα (ελλ. Μοναστήρι).
Η θέση της Σόφιας έχει καταστεί γνωστή προς άπαντες ήδη από την εποχή της αναγνώρισης, ως πρώτης χώρας στον κόσμο, της ανεξαρτησίας της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», θεωρώντας την ακόμη και «λίκνο της βουλγαρικής εθνικής αναγέννησης». Στην ίδια λογική προβάλλονται τακτικά και τοποθετήσεις πολιτειακών παραγόντων (όπως, π.χ., του πρώην Προέδρου Στογιάνοφ), σύμφωνα με τις οποίες «η Μακεδονία είναι μέρος της Βουλγαρίας και μάλιστα από τα πλέον ρομαντικά».
Έτερο σημείο αδιέξοδης εκατέρωθεν έντασης συνιστά η βουλγαρική θέση, βάσει της οποίας οι Γκότσε Ντέλτσεφ, Ντάμε Γκρούεφ, Χρίστο Τατάτσεφ, Πέτε Τότσεφ κ.ά. υπήρξαν μεν ιδεολόγοι της επανάστασης στην «Μακεδονία», αλλά «χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους τη βουλγαρική γλώσσα, αποδεικνύοντας έτσι τη βουλγαρική εθνική συνείδησή τους…».
Φαίνεται ότι οι τακτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας και οι σαφείς αντιρρήσεις της πρώτης στην παρούσα προοπτική της δεύτερης για ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ αποτυπώνονται μεν με έμφαση ιδιαίτερα μετά την προσχώρηση της ίδιας της Βουλγαρίας στην ΕΕ (2007). Όπως, π.χ., μεταξύ άλλων, η αντίδραση στη συμφωνία διάνοιξης συνοριακής διάβασης στο Κλέποβο (2014), συσχετιζόμενη με τη δυστοκία προώθησης της υπογραφής Συμφώνου Φιλίας Καλής Γειτονίας και Συνεργασίας με τη «Μακεδονία».
Οι αιτιάσεις της Σόφιας όμως είναι διαχρονικές. Φαίνεται ότι δεν λησμονούν, π.χ., τις διώξεις και διωγμούς που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν βούλγαροι πολίτες το 1944 (720 δίκες, 200 εκτελέσεις, 1.500 φυλακίσεις), ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου της τότε «Μακεδονίας» για την «Προστασία της Εθνικής Αξιοπρέπειας».
Διαπιστώνεται λοιπόν ανάγλυφα το προβληματικό επίπεδο των διαχρονικών σχέσεων των δύο όμορων γειτόνων καθώς και η αμφισβητήσιμη προοπτική της ενταξιακής πορείας των Σκοπίων, στην περίπτωση που δεν στέρξει να συμβιβαστεί με τη Σόφια. Άλλωστε και διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν κράτησαν την πΓΔΜ για χρόνια στην «αίθουσα αναμονής» της ΕΕ;
Εν προκειμένω, είχε γίνει απολύτως σαφές, εγκαίρως, στην Ελληνική Πολιτεία –και όχι μόνο– ότι η Βουλγαρία ανέκαθεν διαφωνούσε ρητά και κατηγορηματικά σε οποιονδήποτε γεωγραφικό προσδιορισμό σε σχέση με την ονομασία της τότε πΓΔΜ. Είναι προφανής λοιπόν η απόσταση, αν όχι η διαφωνία που οφείλει να τηρεί η Σόφια έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών προκειμένου να νομιμοποιείται να αντιδρά κυρίως ως προς τα σχετικά άρθρα 3 εδάφιο γ και 7 παρ. 4 περί του καθορισμού της χρήσης της επίσημης γλώσσας της Βόρειας Μακεδονίας.
Η σοβούσα τριβή στη βουλγαρο-βορειομακεδονική συνεργασία διακινδυνεύει να ερμηνευθεί ως εν δυνάμει στοιχείο υπολειπόμενο της δυναμικής της συμφιλίωσης στην πολύπαθη Βαλκανική. Όμως η πραγματικότητα συνηγορεί υπέρ μιας λειτουργικής σχέσης Σόφιας / Σκοπίων, εν όψει και των ορατών χειρισμών που προβλέπεται να λάβουν χώρα εντός της ΕΕ, και όχι μόνον.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ