ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΝΕ; ΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΦΑΝΕ
Η όρεξη δέν χάθηκε
χρόνια κυριαρχούσα
στήν τουαλέτα πήγαινε
πάντα λαμποκοπούσα,
•••
ο ήχος, δέ, τού «ύδατος»
σταματημό δέν παίρνει
απόδειξη ατράνταχτη
εκ δείπνου μαγεμένη,
•••
ο στόμαχος περήφανος
στό συνεχές γεμάτος
γι’ αφόδευση επήγαινε
χαρούμενος, κεφάτος,
•••
τά σαρκοβόρα, άγρια
σώματα πεθυμούσαν
καί συνεχίζουν διαρκώς
ώς Άγιοι πού ζούσαν,
•••
ουδέποτε σταμάτησαν
τήν «θεία» λειτουργία
ο φόνος ήτανε γι’ αυτούς
πράξις ορθώς Αγία,
•••
σήμερα, δέ, ώς «Δανειστές»
–αόρατοι φονιάδες–
αγρίως ευτελίζουνε
άνδρες, παιδιά, μανάδες,
(…)
«Όμορφος κόσμος ηθικός
αγγελικά πλασμένος…»
Άγιοι, Κύριοι, Θεοί
ποιός ο Καταραμένος;
•••
Μήπως τόν λένε Τράπεζα
μέ μυστικό αφέντη
καί όπισθεν τών αναγκών
πράττουν μεγάλο ντέρτι;
•••
Καταλαβαίνω, όμως, πιά
κουράστηκε τό σώμα
καί χάθηκε στό έπακρον
στό πρόσωπο τό χρώμα.
•••
Πάν’ οι ελπίδες χάνονται
τό κύμα αγριεύει
στρατιές πεθαίνουν συνεχώς
κι ο θάνατος κλαδεύει.
•••
Τώρα νά σού καί ο ΙΟΣ
ώς σύμμαχος πατέρας
χτυπά τούς πάντες συνεχώς
ώς Τέρας τ’ άλλο τέρας.
………………………………
Τά πιό πάνω γραπτά είς όνειρο τά είδα.
Τώρα αγόρασα –διά ασφάλειαν– μιά σπηλιά
καί εκεί ακούω από μακριά
τά ηχηρά πέταλα τής σωτηρίας
πού θά κομίσει ο Τριτότοκος ΙΟΣ.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε ΕΔΩ