Μ. Βορίδης στο “Π”: Αγροδιατροφή: Το μέλλον
Του
ΜΑΚΗ ΒΟΡΙΔΗ
Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων
Τι απασχολεί τους έλληνες παραγωγούς; Ποια ζητήματα θέτουν προς το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων;
Αν δει κανείς τι απασχολεί τους βουλευτές που ασκούν κοινοβουλευτικό έλεγχο, θα διαπιστώσει ότι το 90% των ερωτήσεών τους αφορούν τις αποζημιώσεις των αγροτών λόγω φυσικών καταστροφών και σε αιτήματα ενισχύσεων λόγω εμπορικών διαταραχών.
Περίπου ίδια είναι και η κατάσταση αν αναζητήσει κανείς τις επιστολές των αυτοδιοικητικών μας αλλά και των αγροτικών συλλόγων και των συνεταιρισμών.
Είναι παράλογο αυτό; Θα πρέπει να μας εκπλήσσει ή να μας οδηγήσει στην κατάφαση ενός ακόμα αστικού μύθου, σύμφωνα με τον οποίο «οι αγρότες όλο λεφτά ζητάνε»;
Η απάντηση είναι αρνητική: Οι βουλευτές, οι αυτοδιοικητικοί, οι συνεταιρισμοί, οι αγροτικοί σύλλογοι μεταφέρουν προς την ηγεσία του υπουργείου την αγωνία των αγροτών από επιπτώσεις που πραγματικά δημιουργούν σημαντική ανασφάλεια και πίεση στο αγροτικό εισόδημα και τέτοιες είναι οι φυσικές καταστροφές αλλά και οι εμπορικές διακυμάνσεις στις τιμές.
Άρα οι αγρότες «δεν ζητάνε συνέχεια λεφτά», αλλά είναι πράγματι συνεχώς εκτεθειμένοι σε μεγάλους κινδύνους, γεγονός που επιτείνει την ανασφάλειά τους.
Η οικοδόμηση, λοιπόν, συστημάτων γεωργικών ασφαλίσεων αλλά και προβλέψεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πολιτικής που θέλει να θωρακίσει το αγροτικό εισόδημα και να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της αγροτικής παραγωγής.
Εάν μεταφέρουμε το σύνολο του κόστους αυτού, δηλαδή τις ασφαλίσεις αυτών των κινδύνων, στους αγρότες, θα κάνουμε την ελληνική παραγωγή μη ανταγωνιστική. Δεν υπάρχει στον κόσμο σύστημα ασφάλισης γεωργικών ζημιών που να μην υποστηρίζεται και από το κράτος. Η παγκόσμια αυτή πρακτική υιοθετήθηκε και από την κυβέρνησή μας, καθώς φέτος ενισχύθηκε ο ΕΛΓΑ με 75 εκατ. ευρώ, γεγονός που επέτρεψε να πληρώσουμε ταχύτερα οφειλόμενες αποζημιώσεις αλλά και να στηρίξουμε αποτελεσματικά και γρήγορα τους αγρότες μας που επλήγησαν από τον «Ιανό». Για να δώσω μια τάξη μεγέθους του κόστους των ακραίων καιρικών φαινομένων στην αγροτική παραγωγή, αρκεί να συγκριθούν δύο αριθμοί: Ο ΕΛΓΑ ετησίως πληρώνει περίπου 200 εκατ. σε ζημιές και μόνο ο «Ιανός» κόστισε 140 εκατ. ευρώ.
Αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος των προκλήσεων που μας επιφέρει η κλιματική αλλαγή.
Προφανώς, χρειαζόμαστε ακόμα πολλά περισσότερα, πλέον της κρατικής ενίσχυσης, για να φτάσουμε σε ένα ρωμαλέο ασφαλιστικό σύστημα: Να εκσυγχρονίσουμε τον ΕΛΓΑ, να τον κάνουμε ψηφιακό, να κάνουμε το σύστημα εκτιμήσεων των ζημιών πιο αντικειμενικό, να προσπαθήσουμε να εμπλέξουμε την ιδιωτική ασφάλιση, να δεσμεύσουμε πόρους από το επόμενο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης για την αντιμετώπιση των ζημιών, να χρηματοδοτήσουμε συστήματα για την ενεργητική προστασία της παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά τις εμπορικές πιέσεις, τα ζητήματα όμως είναι ακόμα πιο σύνθετα. Η μόνη πραγματική απάντηση σε αυτές είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής και αυτό θα επιτευχθεί μόνο αν οι παραγωγοί μας, δηλαδή η πλευρά της προσφοράς, συναντήσει και καλύψει τις επιθυμίες των αγοραστών, δηλαδή την πλευρά της ζήτησης. Πρέπει να καταστεί συνείδηση, μακριά από διαστρεβλωτικές απλοϊκές και αφελείς αντιλήψεις της Αριστεράς, ότι πραγματικά αφεντικά είναι οι καταναλωτές.
Και πλέον οι καταναλωτές, στον προηγμένο τεχνολογικά κόσμο, έχουν όλο και περισσότερες απαιτήσεις για την τροφή τους και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για αυτό.
Οι καλές καλλιεργητικές πρακτικές, τα βιολογικά προϊόντα, μια πιο περιορισμένη και στοχευμένη χρήση προϊόντων φυτοπροστασίας και λιπασμάτων, ένα πιστοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό, η γενετική βελτίωση, η πιστοποίηση όλων αυτών των πρακτικών, η τυποποίηση των προϊόντων και η ιχνηλασιμότητά τους αποτελούν πια προϋποθέσεις για τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων σε όλο και περισσότερες αγορές.
Αυτό που σήμερα απαιτείται είναι μια μεγάλη συμφωνία με τις βιομηχανίες τροφίμων, τους τυποποιητές και τους συσκευαστές, τα εμπορικά δίκτυα και τους παραγωγούς μας, ώστε να παρέχουμε στον απαιτητικό ευρωπαίο, αμερικάνο και εν γένει δυτικό καταναλωτή αυτό που ζητάει.
Και αυτές οι προϋποθέσεις δεν εξασφαλίζονται με λόγια, θέλουν μεράκι, πολλή και αφοσιωμένη δουλειά και χρήματα, επενδύσεις στο χωράφι.
Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται το κράτος σε δύο κατευθύνσεις: Μια κανονιστική-ελεγκτική, θέτοντας πρότυπα και ελέγχοντας την εφαρμογή τους, και μια οικονομική, με το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης, που στηρίζει με σημαντικά ποσά τις επενδύσεις των παραγωγών μας.
Η ελληνική πρωτογενής παραγωγή, παρά τον δεύτερο αστικό μύθο, που λέει ότι «δεν παράγουμε τίποτε», έχει κάνει σημαντική διαδρομή: Από ένα έλλειμμα ισοζυγίου εξαγωγών αγροτικών προϊόντων ύψους 2,6 δισ. ευρώ το 2009 έφτασε να μειώσει το έλλειμμα αυτό στα 600 εκατ. ευρώ το 2019 και αισιοδοξούμε ότι θα κλείσει το 2020 στα 300 εκατ. ευρώ.
Βεβαίως, η θεαματική αυτή επίδοση δεν πρέπει να κάμψει τη φιλοδοξία μας. Μπορούμε να πάμε πολύ καλύτερα, μπορούμε να γυρίσουμε θετικά το ισοζύγιό μας, διασφαλίζοντας στους παραγωγούς μας ένα υψηλό εισόδημα, καθιστώντας τον πρωτογενή τομέα ελκυστικό για τους νέους μας, βαδίζοντας αποφασιστικά προς μια γεωργία και κτηνοτροφία πράσινη, ψηφιακή, ανταγωνιστική.
Χρειάζεται ακόμα πολλή προσπάθεια και ήδη όλοι μαζί εργαζόμαστε για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ