8η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας: «Μαγειρέματα» μπροστά στο αδιέξοδο – Του Ν. Στραβελάκη

8η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας: «Μαγειρέματα» μπροστά στο αδιέξοδο – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Την εβδομάδα που μας πέρασε κατατέθηκε η 8η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας για την ελληνική οικονομία από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η έκθεση διαρκώς μας υπενθυμίζει ότι η ελληνική οικονομία ποτέ δεν βγήκε από τα Μνημόνια, αφού πρέπει να υλοποιεί συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους και –το κυριότερο– να εφαρμόζει συγκεκριμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής.

Αιχμή της τρέχουσας έκθεσης είναι τα μέτρα επιτάχυνσης των πλειστηριασμών και της κατάργησης της προστασίας της πρώτης κατοικίας, που συνδυάζονται με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος μέσω του σχεδίου «Ηρακλής». Τα παραπάνω γίνονται, υποτίθεται, για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Αυτό είναι και το βασικό στοιχείο για το οποίο γνωμοδοτεί η έκθεση. Μια αρνητική γνωμοδότηση θα σημάνει ένα νέο, επαχθέστερο Μνημόνιο.

Εύλογα λοιπόν θα επικεντρωθούμε στο χρέος. Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε την έναρξη του πρώτου Μνημονίου, στις 23 Απριλίου του 2010 (δεν μας πάει με τίποτα η συγκεκριμένη περίοδος του εν λόγω μήνα), ο λόγος χρέους / ΑΕΠ ήταν 120%. Σύμφωνα με την 8η Έκθεση Εποπτείας, ο λόγος χρέους / ΑΕΠ θα φτάσει το 207% του ΑΕΠ από 180%, το 2019 (σελ. 40 της έκθεσης). Στην πραγματικότητα ο λόγος χρέους / ΑΕΠ είναι 216%, αφού τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιλέγουν να εξαιρέσουν τα repos του Ελληνικού Δημοσίου από το χρέος.

Προφανώς, τα παραπάνω στοιχεία είναι η επιτομή της αποτυχίας των Μνημονίων, που μόνο βάσανα έφεραν στον λαό. Η αποτυχία, βέβαια, είχε γίνει προφανής στους «θεσμούς» αρκετά πριν. Για να αποφύγουν την κατακραυγή, με την τυπική ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου άλλαξαν τα κριτήρια βιωσιμότητας και αντί για τον λόγο χρέους / ΑΕΠ είπαν ότι για να είναι βιώσιμο το χρέος οι τόκοι δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ. Όμως και με αυτήν τη μεθοδολογία το χρέος φέτος δεν ήταν βιώσιμο, γιατί είναι 15,1% του ΑΕΠ.

Για αυτόν τον λόγο η έκθεση άλλαξε τη μεθοδολογία υπολογισμού για μία ακόμη φορά. Συγκεκριμένα, άλλαξαν τον τρόπο προβολής των επιτοκίων (σελ. 38 της έκθεσης) χρησιμοποιώντας παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (forwards). Αυτό εξυπηρετεί να βγουν τα νούμερα στα χαρτιά, επειδή τα αναμενόμενα επιτόκια που προκύπτουν με τον νέο τρόπο υπολογισμού είναι χαμηλότερα. Αλλά δεν φτάνει αυτό. Η έκθεση κάνει μια δεύτερη, ηρωική υπόθεση, αφού δέχεται ότι τα ελληνικά επιτόκια θα έχουν συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά με την παρέλευση δεκαετίας. Επειδή όμως και πάλι δεν βγαίνουν τα νούμερα, περιορίζει τα ευρωπαϊκά επιτόκια στο 2% και όχι στο 3%, που είναι ο μέσος όρος (σελ. 38 της έκθεσης).

Όλη αυτή η «μαγειρική» γίνεται για να υποστηριχθούν δύο στόχοι: Ο πρώτος είναι να περιοριστεί το μέσο αναγκαίο ποσοστό οικονο­μικής ανάπτυξης στο 1,5%. Ο δεύτερος, να δικαιολογήσει πρωτογενή ελλείμματα, εκτός από το 2020, και το 2021 και το 2022. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και κάποιες ελαφρύνσεις στους τόκους του δημοσίου χρέους καθώς και η επαναφορά του θέματος της απόδοσης στην Ελλάδα των κερδών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα. Χρήματα που έχουν υποσχεθεί στη χώρα από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Θα πει κάποιος ότι όλα αυτά είναι θετικά για τη χώρα, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας.

Όμως αυτό ισχύει μόνο στην επιφάνεια. Από τη μία η έκθεση εξαιρεί όλα τα νέα δάνεια από τον υπολογισμό της βιωσιμότητας του χρέους. Συγκεκριμένα, δεν περιλαμβάνει τις κρατικές εγγυήσεις για το σχέδιο «Ηρακλής» (12 δισ.), τα δάνεια για την ιδία χρηματοδότηση του σχεδίου Μέρκελ – Μακρόν (12,5 δισ.), τα δάνεια για το πρόγραμμα «SURE» (2,5 δισ.), ενώ δεν υπάρχει πρόβλεψη ούτε για τη χρηματοδότηση των ελλειμματικών προϋπολογισμών των ετών 2021 – 2022 ούτε για τα χρήματα που θα χρειασθούν για πιθανή ανακεφαλαίωση των τραπεζών. Από την άλλη απαιτεί άμεση πώληση των «κόκκινων» δανείων από τις τράπεζες και επιτάχυνση των πλειστηριασμών από 1/1/2021. Κοινώς, απαιτεί τα σπίτια μας με αντάλλαγμα κάποιες βραχυχρόνιες διευκολύνσεις.

Το πρόβλημα είναι όμως ότι με όλα τα σενάρια τα νούμερα δεν βγαίνουν. Η ελληνική κρίση μοιάζει να έχει γίνει μόνιμη και το ξεπέρασμά της μέσα από την απαξίωση κεφαλαίου (αυτήν την έννοια έχουν οι πλειστηριασμοί) είναι αργόσυρτο και με τραγικές επιπτώσεις για την κοινωνία. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Η κυβέρνηση έχει κάποια άποψη για όλα αυτά ή την ενδιαφέρει μόνο τι θα μοιράσει στους πολιτικούς της φίλους;

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ