Η Κύπρος έχει ισχυρούς συμμάχους και μπορεί να ακολουθήσει μια άλλη πολιτική – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

Η Κύπρος έχει ισχυρούς συμμάχους και μπορεί να ακολουθήσει μια άλλη πολιτική – Ανάλυση του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Το να κάνεις τα ίδια και να νομίζεις ότι θα επιτύχεις διαφορετικό αποτέλεσμα είναι η εσχάτη πλάνη, έλεγε ο μεγάλος Αϊνστάιν. Παραφράζοντας τον Αϊνστάιν, θα έλεγε κανείς ότι το να εξακολουθεί η Κύπρος την ίδια χρεοκοπημένη και αδιέξοδη πολιτική και να νομίζει ότι θα επιτύχει τη «λύση» του Κυπριακού είναι μια πολύ επικίνδυνη και αυτοκαταστροφική αυταπάτη.

Οι θιασώτες της πολιτικής αυτής σπεύδουν να προλάβουν με δηλώσεις ότι δεν θα συνέβαινε μια νέα Τουρκική πρόκληση ή τετελεσμένο γεγονός, εάν είχαμε προλάβει και είχαμε «λύσει» το Κυπριακό, κάθε φορά που ο Τουρκικός Αττίλας κάνει μια νέα επιθετική κίνηση. Επιρρίπτουν εμμέσως, με τον τρόπο αυτό, την ευθύνη για τη μη «λύση» στην Ελληνική πλευρά και δικαιολογούν την ανεδαφική θέση τους γιατί «πρέπει» να συνεχισθεί η ίδια πολιτική.

Τελευταίο παράδειγμα είναι η επέλαση του Τουρκικού Αττίλα στην Αμμόχωστο. Η Τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί την Αμμόχωστο ως μοχλό εκβιασμού για να αναγκάσει την Ελληνική πλευρά να αποδεχθεί ως νέα βάση συνομιλιών για τη «λύση» του Κυπριακού τα δύο ισότιμα και ισοκυρίαρχα «κράτη». Την αναγνώριση δηλαδή του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα ως ίσου και ισοκυρίαρχου με την Κυπριακή Δημοκρατία, που εκπροσωπεί διεθνώς την Κύπρο.

Η υποτιθέμενη «λύση» θα ήταν η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αντικατάστασή της από δύο «ισότιμα κράτη», τα οποία θα συνενώνονταν υπό μια κοινή συνομοσπονδιακή στέγη, ούτως ώστε να επιτευχθεί η δήθεν «επανένωση» της Κύπρου. Ως εναλλακτική λύση, η Άγκυρα επισείει το ενδεχόμενο να προσαρτηθεί το ψευδοκράτος στην Τουρκία. Η επισειόμενη αυτή απειλή έχει περισσότερο ως στόχο να ασκήσει πίεση στην Ελληνική πλευρά και να δώσει άλλοθι στους υποστηρικτές της σημερινής πολιτικής. Οι τελευταίοι παρουσιάζονται ότι υπερμαχούν για την αποτροπή δήθεν της διχοτομήσεως, ως το χωριστό Τουρκοκυπριακό κράτος να μην είναι στην ουσία διχοτόμηση, αλλά επιπλέον και όχημα για γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου από την Άγκυρα, μέσω μιας συνομοσπονδιακής «λύσεως».

Η Τουρκική πλευρά αποδεχόταν μέχρι τώρα την ομοσπονδία ως βάση για τη λύση του Κυπριακού, αποδίδοντας σ’ αυτήν, κατά το πλείστον, έννοια συνομοσπονδίας. Η αποδοχή όμως αυτή επέτρεπε στην Τουρκική πλευρά να διεκδικεί διάφορα πλεονεκτήματα και ειδικότερα δικαιώματα στους φυσικούς πόρους ολόκληρης της Κύπρου, στο φυσικό δηλαδή αέριο στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου, εφόσον αυτοί, με βάση τις προτάσεις της Ελληνικής πλευράς (επί Προεδρίας Δημήτρη Χριστόφια), θα πρέπει να είναι ομοσπονδιακοί και να μην ανήκουν χωριστά στο καθένα από τα δύο ομόσπονδα μέρη.

Στο κρίσιμο αυτό θέμα, το οποίο ζητούσε επιμόνως η Τουρκική πλευρά να περιληφθεί στις διακοινοτικές συνομιλίες, υπήρξαν δύο σημαντικές εξελίξεις, που το ελαχιστοποιούν ως πρόβλημα για την Τουρκική πλευρά. Η πρώτη είναι οι παραχωρήσεις στις οποίες προέβη ο πρώην Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας, από του βήματος μάλιστα της Γ. Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών, και τις οποίες δυστυχώς επιβεβαίωσε και ο σημερινός Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης. Η δεύτερη είναι τα τετελεσμένα γεγονότα που επιχειρεί να επιβάλει διά της ισχύος η Άγκυρα στην Κυπριακή ΑΟΖ και τα οποία θεωρεί από την πλευρά της ως ήδη δεδομένα και αδιαπραγμάτευτα.

Η μετακίνηση επομένως της Άγκυρας από την υποτιθέμενη ομοσπονδία στη συνομοσπονδία δύο κρατών δεν δημιουργεί ουσιαστικό πρόβλημα στην ίδια. Αντιθέτως, της επιτρέπει να επιδιώξει τώρα και αναγνωρίσεις του ψευδοκράτους, ως εφαρμογή μιας πολιτικής για ντε φάκτο επιβολή της συνομοσπονδιακής «λύσεως» και για κατοχύρωση όλων των κατεχομένων, περιλαμβανομένης της Αμμοχώστου, ως αδιαπραγμάτευτης επικράτειας του ψευδοκράτους.

Τι θα πράξει η Ελληνική πλευρά; Θα εξακολουθήσει την ίδια πολιτική που ακολουθεί σήμερα, αποδεχόμενη τη νέα βάση των συνομιλιών που προτείνει ο Ταγίπ Ερντογάν και ο εγκάθετός του στην Κύπρο Ερσίν Τατάρ, με τη γνωστή επωδό της αποτροπής δήθεν της διχοτομήσεως και της «λύσεως» του Κυπριακού; Στο πνεύμα αυτό, τι σημαίνει η ανεπιφύλακτη προθυμία της Ελληνικής πλευράς να δεχθεί νέα Πενταμερή Διάσκεψη, χωρίς όρους, υπό την αιγίδα του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ;

Είναι φανερό ότι ο εγκλωβισμός του Κυπριακού σε μια τέτοια διαδικασία, όταν η άλλη πλευρά έχει μετακινηθεί απροκάλυπτα σε ακόμη πιο αδιάλλακτες και απαράδεκτες θέσεις, δεν έχει κανένα νόημα για την Ελληνική πλευρά. Είναι ένα διπλωματικό παιχνίδι, που μοιάζει με σημαδεμένη τράπουλα. Η πολιτική όμως των ανεπιφύλακτων διακοινοτικών συνομιλιών για δήθεν «λύση» του Κυπριακού υποστηρίζεται, δυστυχώς, από τις ηγεσίες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της Κύπρου, του κυβερνώντος κόμματος ΔΗΣΥ και του αντιπολιτευόμενου ΑΚΕΛ. Οι ηγεσίες των κομμάτων αυτών, υπό την επιρροή του πάντα δραστήριου στη Λευκωσία Βρετανικού παράγοντα, έχουν κυριολεκτικά εξαντλήσει κάθε περιθώριο ενδοτικής πολιτικής, φτάνοντας μέχρι του σημείου να επιρρίπτουν ευθύνες στον σημερινό Πρόεδρο, παρά τις ενδοτικές περγαμηνές που έχει ο ίδιος από την υποστήριξη, στο παρελθόν, του Σχεδίου Ανάν.

Η κατάσταση έχει φτάσει σήμερα, με δεδομένη την αρπακτική και αδιάλλακτη πολιτική Ερντογάν, σε πολύ επικίνδυνο σημείο. Μεγάλες ευθύνες έχει, προφανώς, και η Αθήνα, από την εποχή ιδιαίτερα των κυβερνήσεων Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου, που άσκησαν κάθε πίεση στον αείμνηστο τότε Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο για να αποδεχθεί το Σχέδιο Ανάν ως πακέτο με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζοντας την αποδοχή του Σχεδίου ως δήθεν προϋπόθεση για την ένταξη. Η κυβέρνηση Σημίτη ανέστειλε επίσης το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού χώρου Ελλάδος – Κύπρου.

Οι επόμενες κυβερνήσεις ακολούθησαν, δυστυχώς, παρόμοιες πολιτικές αποστασιοποιήσεως από το Κυπριακό, ακόμη και όταν έγινε φανερό μέχρι πού φθάνουν οι Τουρκικές διεκδικήσεις στη θάλασσα και πόσο σημαντική στρατηγικά είναι για την Ελλάδα η Κύπρος για την παρουσία της και την άμυνά της στην Ανατολική Μεσόγειο και πόσο απαραίτητο είναι το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού χώρου για την προάσπιση της ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου. Είναι αδιανόητο, όταν η Άγκυρα, με πρόσχημα την Τουρκοκυπριακή μειονότητα του 18%, επιχειρεί να θέσει υπό τον γεωπολιτικό της έλεγχο ολόκληρη την Κύπρο, η Ελλάδα, με το δικαίωμα που της παρέχει το 80% του πληθυσμού της Κύπρου, να μην παρεμβαίνει ενεργά και να αποστασιοποιείται, όταν έχει ακόμη και συμβατικές υποχρεώσεις ως εγγυήτρια δύναμη.

Ευτυχώς, η κατάσταση στον περίγυρο της Κύπρου δεν είναι η ίδια με εκείνη του 1974. Η Κύπρος έχει σήμερα ισχυρούς περιφερειακούς συμμάχους, που παρέχουν τις προϋποθέσεις για μια άλλη πολιτική. Ο Τουρκικός ηγεμονικός επεκτατισμός στην Ανατολική Μεσόγειο έχει προκαλέσει τη συμπαράταξη και τη συνεννόηση όλων των χωρών που απειλούνται από τις Τουρκικές φιλοδοξίες.

Το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αλλά και μεγάλες δυνάμεις, όπως η Γαλλία, έχουν τους δικούς τους λόγους για να αντιτίθενται ενεργά στον Τουρκικό ηγεμονισμό στην Ανατολική Μεσόγειο και να συμπαρατάσσονται με την Ελλάδα και την Κύπρο. Η Κύπρος όμως δεν μπορεί να ολιγωρεί και να μην πρωτοστατεί, όταν είναι αυτή που αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο και αμεσότερο κίνδυνο. Δεν μπορεί να αμελεί την άμυνά της και, χειρότερα ακόμη, να ακολουθεί αντιφατική πολιτική. Ένα δείγμα της πολιτικής αυτής είναι, π.χ., η ανακοίνωση του ΑΚΕΛ για τις καθιερωμένες ασκήσεις Κύπρου και Ισραήλ, «Ονήσιλος – Γεδεών»: «Η παρουσία πολεμικών αεροσκαφών του Ισραήλ στους ουρανούς της Κύπρου δεν υπηρετεί ούτε θέσεις αρχών ούτε τα συμφέροντα του λαού μας»! Η αποχή όμως του ΑΚΕΛ από την ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο για την απαγόρευση στην Ευρώπη των «Γκρίζων Λύκων» του Μπαχτσελί υπηρετεί, προφανώς, πολιτική αρχών!

Η απαράδεκτη αυτή πολιτική της ηγεσίας του ΑΚΕΛ, όπως και της ηγεσίας του ΔΗΣΥ, αποτελεί όνειδος για μια χώρα που είναι αντιμέτωπη με την κατοχή και τον κίνδυνο πλήρους αλώσεως. Το πρόσχημα της προσεγγίσεως με τους Τουρκοκυπρίους, ως ικανού δήθεν παράγοντα για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, είναι μια επικίνδυνη και ανεδαφική φενάκη, τα όρια της οποίας έγιναν ολοφάνερα μετά την ωμή παρέμβαση Ερντογάν στις Τουρκοκυπριακές εκλογές και την επιβολή του εκλεκτού του Ερσίν Τατάρ.

Η Κύπρος πρέπει να αλλάξει τάχιστα προσανατολισμό και να μην ακολουθεί πολιτική που είναι ουσιαστικά συμπληρωματική της Τουρκικής στρατηγικής. Η διολίσθηση προς συνομοσπονδιακού τύπου δήθεν «λύση» είναι έσχατος κίνδυνος για ολόκληρη την Κύπρο. Η Κύπρος έχει σήμερα ισχυρούς συμμάχους και ερείσματα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα πρωταγωνιστήσει και η ίδια προς την κατεύθυνση αυτή ως αναπόσπαστο μέρος ενός ισχυρού συνασπισμού και σε άμεση συμπαράταξη με την Ελλάδα. Ο Κυπριακός λαός πρέπει να συνειδητοποιήσει τον επικρεμάμενο κίνδυνο και να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος, πάνω από τις ενδοτικές ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, για μια νέα, αγωνιστική προοπτική.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ