Τι μπορεί να σώσει παιδιά που έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο…

Τι μπορεί να σώσει παιδιά που έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο…


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Οι μέρες περνούν θολές, μουντές. Σαν κατάρα, σαν μούχλα βρώμικη, απλωμένη παντού, σαν ένα ναυάγιο όπου άνθρωποι προσπαθούν να κρατηθούν στα μισοβουλιαγμένα πλευρά του, με τα φώτα του μουντά, ίσα που φαίνονται μέσα στην ομίχλη μιας θάλασσας αγριεμένης.

Σκοτεινιά και φωνές που θαρρείς και δεν καταλαβαίνουν ότι έχουν φτάσει στα ανείπωτα. Δεν έχουν την υπομονή να υπομείνουν και να υποταχθούν, εξευμενίζοντας έτσι την τιμωρία που τους επιβλήθηκε. Αφήνονται να παλεύουν σε μια δύναμη που χτυπά με απίστευτη μανία, έρμαια μιας αλόγιστης αντίρρησης, μιας ανθρώπινης επανάστασης, που ως ένα σημείο μπορεί κανείς να τη δικαιολογήσει. Όμως αυτή η αντίρρηση της υπακοής στον καινούργιο τρόπο ζωής είχε σκοπό να προφυλάξει την ίδια τη ζωή, που φαίνεται πως έπαψε να είναι ένα θείο δώρο και δεν λειτουργεί πια ως σκοπός, αλλά είναι είδος χωρίς καμιά αξία, κομμάτι μιας απάνθρωπης συμπεριφοράς που επιδιώκει μόνο την τιμωρία – και, αλίμονο, ποια τιμωρία.

Μιλώ για τη δολοφονία που συντάραξε τη χώρα αυτήν την περασμένη εβδομάδα. Μα πως είναι δυνατόν ένα παιδί να σκοτώσει την ίδια του τη μάνα; Κάτω από ποια επιρροή, άραγε, ένα κορίτσι έβαλε τους φίλους της να σκοτώσουν μέσα στο ίδιο της το σπίτι τη γυναίκα που την έβγαλε από τα σπλάχνα της, που την είχε αγκαλιά, που τη θήλασε, που της πήρε τα πρώτα παιχνίδια. Γιατί;

Πού βρισκόταν αυτό το παιδί, ποιος το δασκάλευε και ποιος το παρέσυρε σε έναν δρόμο χωρίς γυρισμό; Ποιος την έσπρωξε σε κόσμους ψεύτικους κι έπαψε να είναι το παιδί αυτής της μάνας, αλλά μια έφηβη που την ανάγκασε να δεχθεί τον φίλο της, έναν δεκαεπτάχρονο, να ζει κάτω από την ίδια στέγη; Θα μπορούσα να σκεφτώ πολλά, να αντιληφθώ μια κατάσταση που συχνά συμβαίνει σε μια διαλυμένη οικογένεια. Εκεί που επικρατεί η αναρχία, η ασυδοσία, η έλλειψη στόχων, όχι η φτώχεια, αλλά ένας πατέρας μέθυσος, μια μάνα που ανέχεται για χρόνια τη βίαια συμπεριφορά του και αναγκάζεται να βρει το μεροκάματο για να ζήσει το σπίτι της. Εκεί που ο σεβασμός για τη ζωή δεν είναι παρά η σατράπικη αντιμετώπιση των παιδιών. Με λίγα λόγια, εκεί που κυριαρχεί η δυστυχία, η αναγκαστική εξαθλίωση, η έλλειψη στοργής. Πόσο εγκαταλελειμμένο στην τύχη του μπορεί να ήταν αυτό το κορίτσι;

Σε ποια μονοπάτια είχε χαθεί και έβαλε τους φίλους της να σκοτώσουν τη μάνα της;
«Άκουγα τις φωνές της κι έκλεινα τα αυτιά μου», λέει, «γιατί μάνα μου ήταν». Πόσο μίσος γι’ αυτήν τη μάνα; Πού θα καταλήξουν αυτά τα παιδιά, ποιον κόσμο αγαπούν; Μήπως εκείνον της παραζάλης από ουσίες, της ατιμωρησίας, της χαμένης ζωής, που πεθαίνει στα πάρκα και τις σκοτεινές στοές; Τι μπορεί να σώσει παιδιά που έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο;

Ποια ευχή και ποια αγκαλιά θα έβαζε στους κόρφους της πλάσματα του ίδιου Θεού, που είναι μεθυσμένα και βρίσκονται σε άλλους κόσμους, ψεύτικους, πιστεύοντας ότι είναι οι άρχοντες μιας κοινωνίας όπου ο θάνατος παίζει με τη ζωή;

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ