Μαρ. Σιζόπουλος στο “Π”: Κύπρος, ΕΔΕΚ και Πολυτεχνείο
Του
ΜΑΡΙΝΟΥ ΣΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Προέδρου του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ (Κύπρου)
Η διασύνδεση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 με την Κύπρο και την ΕΔΕΚ δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συναισθηματική. Είναι αποτέλεσμα δύο στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο σχετίζεται με το ότι τόσο ο ελληνικός λαός όσο και η Κύπρος έχουν υποστεί τις συνέπειες ενός στρατοκρατικού καθεστώτος, το οποίο επιβλήθηκε από τους Αμερικανούς με στόχο την εξυπηρέτηση των αμερικανοατλαντικών γεωστρατηγικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Το δεύτερο στοιχείο είναι η δράση των κυπρίων φοιτητών, στελεχών και οπαδών της ΕΔΕΚ, που ενεπλάκησαν ενεργά στην εξέγερση.
Η γραφή συνθημάτων με την υπογραφή της ΕΔΕΚ στους τοίχους του Πολυτεχνείου κατά τις ημέρες της εξέγερσης δεν ήταν τυχαία ή συμπωματική. Ήταν αποτέλεσμα της ενεργούς υποστήριξης υλικής και ηθικής που η ΕΔΕΚ και ο Βάσος Λυσσαρίδης είχαν προσφέρει στους έλληνες αντιστασιακούς κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας. Η χούντα εξάλλου είναι απόλυτα υπεύθυνη για την τραγωδία της Κύπρου, τις επικίνδυνες –όσο ποτέ άλλοτε– συνέπειες της οποίας βιώνουμε σήμερα.
Η ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 αποτέλεσε την αποκορύφωση της αντίδρασης του ελληνικού λαού εναντίον των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της στρατιωτικής χούντας, η οποία κατέλυσε τη δημοκρατία με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Αιχμή της λαϊκής αντίδρασης ήταν η φοιτητική νεολαία. Οι προθέσεις της φοιτητικής νεολαίας για διεκδίκηση της επιστροφής στη δημοκρατία και της κατοχύρωσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας είχαν ήδη διαφανεί από τον Φεβρουάριο του 1972 με την κατάληψη της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η τριήμερη εξέγερση του Πολυτεχνείου με τη μαζική συμμετοχή του λαού της Αθήνας επιβεβαίωσε έμπρακτα ότι παρά τις φιέστες και την επικοινωνιακή προπαγάνδα η χούντα δεν κατόρθωσε να αποκτήσει στοιχειώδη λαϊκή αποδοχή.
Η βίαιη καταστολή της εξέγερσης αποκάλυψε για μια ακόμα φορά το ειδεχθές πρόσωπο του φασισμού και την αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική συμπεριφορά των στρατοκρατών της Αθήνας, οι οποίοι, στον βωμό της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων στόχων, ήταν αδίστακτοι και κατέληξαν εθνοκτόνοι.
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου συνέπεσαν και με την εναλλαγή προσώπων στην ηγεσία της στρατιωτικής χούντας. Μάλιστα κάποιοι επιχείρησαν να μειώσουν την αξία της εξέγερσης υποστηρίζοντας ότι ήταν υποκινούμενη για να δικαιολογηθεί η εναλλαγή. Στην πραγματικότητα οι διεργασίες ανατροπής της χούντας του Γιώργου Παπαδόπουλου άρχισαν από τα μέσα του 1972, χρονική στιγμή κατά την οποία αρχίζει να διαφαίνεται η διαφοροποίηση της ομάδας Ιωαννίδη.
Ως λόγος ανατροπής προβλήθηκε η αποστασιοποίηση της ομάδας Παπαδόπουλου από τις αρχές της 21ης Απριλίου και η ανάγκη επιστροφής σε αυτές.
Οι πραγματικοί λόγοι όμως ήταν διαφορετικοί. Αυτοί εστιάζονται περισσότερο στα πιο κάτω:
• Στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις που προέκυψαν ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη της χούντας και είχαν περισσότερο προσωπικά κίνητρα.
• Στην έλλειψη εμπιστοσύνης των Αμερικανών προς τον Γιώργο Παπαδόπουλο, ως προς την ικανοποίηση των επιλογών τους. Επιθυμία τους ήταν η ηγεσία της στρατιωτικής χούντας να αποτελείται από άτομα απόλυτα ελεγχόμενα και πειθήνια στις προσταγές τους.
Της ανατροπής Παπαδόπουλου προηγήθηκαν δύο σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο αφορούσε τη διαφοροποίηση της στάσης του έναντι του Μακαρίου και του Κυπριακού. Την άνοιξη του 1973 ο Παπαδόπουλος ζήτησε δημόσια από τον Γρίβα να διαλύσει την ΕΟΚΑ Β’ και να επιστρέψει στην Αθήνα. Επιπρόσθετα σταμάτησε τη χρηματοδότηση της ΕΟΚΑ Β’, την υποστήριξη προς τους καθαιρεμένους μητροπολίτες και αρνούνταν να συναντήσει τους εκπροσώπους της γριβικής παράταξης που επισκέπτονταν την Αθήνα.
Το δεύτερο αφορούσε την άρνησή του να επιτρέψει στους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν τις βάσεις τους στην Κρήτη για τον ανεφοδιασμό του Ισραήλ κατά τη διάρκεια του Αραβοϊσραηλινού Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1973.
Αυτή αποτελούσε την πέμπτη κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα σε διάστημα δέκα χρόνων. Εκτιμώ ότι όλες οι κυβερνητικές αλλαγές που έλαβαν χώρα από την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου, με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1965, μέχρι και το 1973 είχαν υποκινηθεί από τους Αμερικανούς και είχαν ως επίκεντρο τη λύση του Κυπριακού με τρόπο ώστε να διασφαλισθούν τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή, σε μια περίοδο όπου η Μέση Ανατολή αποτελούσε το επίκεντρο της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Η ομάδα Ιωαννίδη με την ανάληψη της εξουσίας είχε θέσει ως πρωταρχικό της στόχο την πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου:
• Κλιμάκωσε τις φραστικές επιθέσεις εναντίον του.
• Τον Φεβρουάριο του 1974 έλαβε επίσημα την πρώτη απόφαση για την ανατροπή του, την οποία επιβεβαίωσε τον Απρίλιο.
• Όρισε ως αρχηγό της ΕΟΚΑ Β’ στενό συνεργάτη του Ιωαννίδη και έδωσε οδηγίες για εντατικοποίηση της τρομοκρατικής της δράσης με επίκεντρο δολοφονίες Μακαριακών.
• Πραγματοποίησε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και συγκατατέθηκε στην τουρκική εισβολή και στην κατάληψη κυπριακών εδαφών για να επιβληθεί το αμερικανονατοϊκό σχέδιο διαμελισμού της Κύπρου.
Τα αμερικανικά συμφέροντα αναφορικά με την Κύπρο καθορίσθηκαν κατά τρόπο σαφή στη συνάντηση των Βερμούδων τον Μάρτιο του 1957, όπου η Μεγάλη Βρετανία εκχώρησε την ευθύνη ελέγχου της Μέσης Ανατολής στις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα να διατηρήσει τον έλεγχο της Κύπρου και οι ΗΠΑ να στηρίξουν τις βρετανικές θέσεις στην Αθήνα.
Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ καθόρισαν ως μορφή λύσης του Κυπριακού τη διπλή ένωση. Για την εφαρμογή της διαμόρφωσαν συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο καθόριζε τα εξής:
• να μην υπάρχει νικητής και ηττημένος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία,
• να μην προκληθεί πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας, ούτε και να διαταραχθούν οι σχέσεις των χωρών-μελών της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ,
• η συμφωνία να προέλθει μέσω μυστικών συνομιλιών των δύο χωρών υπό την εποπτεία του ΝΑΤΟ.
Στη βάση αυτών των βασικών αρχών αντιμετώπισαν το Κυπριακό όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1957 μέχρι και το 1974, αρχής γενομένης από τη Ζυρίχη. Επακολούθησε το σχέδιο Άτσεσον, οι μυστικές συνομιλίες των κυβερνήσεων των αποστατών με την Τουρκία το 1966 σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η συνάντηση του Έβρου τον Σεπτέμβριο του 1967 αλλά και η δεδηλωμένη πολιτική που ακολούθησε η χούντα για το Κυπριακό.
Σε στιγμές κρίσιμες για την πατρίδα μας η ιστορική αυτογνωσία αποτελεί βασικό στοιχείο επιβίωσης. Όπως πολύ συχνά σημειώνω, η αναφορά στο παρελθόν δεν αποσκοπεί στην αναμόχλευση παθών, αλλά στον παραδειγματισμό για αποφυγή των ίδιων ή παρόμοιων λαθών. Η λήθη θα πρέπει επιτέλους να αντικατασταθεί από την αλήθεια, η οποία, όπως είπε και ο ήρωας ποιητής Δώρος Λοΐζου, είναι πιο καυτή και από τη μήτρα του ήλιου.
Όλοι θέλουμε λύση (δεν αμφισβητούμε την ειλικρίνεια κανενός), πολύ περισσότερο η ΕΔΕΚ, που αγωνίσθηκε για να ματαιώσει τα πραξικοπηματικά σχέδια της χούντας, των συνοδοιπόρων της και των νατοϊκών κύκλων που τα υπέθαλπαν, καθώς και όσοι το 1974 βιώσαμε την τουρκική εισβολή, τον εκτοπισμό, την προσφυγιά, την απώλεια των περιουσιών μας αλλά και την εγκατάλειψη και την αδιαφορία της Κυπριακής Πολιτείας.
Με βάση τη συσσωρευμένη εμπειρία μας, αγωνιζόμαστε για λύση που δεν θα επιτρέπει την επανάληψη του παρελθόντος. Διεκδικούμε λύση δημοκρατική, λειτουργική, χωρίς εθνοτικούς ή θρησκευτικούς διαχωρισμούς, χωρίς ακρωτηριασμό των πολιτικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κανενός Κυπρίου, στο πλαίσιο της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους-μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ.
Η διεκδίκηση λύσης στηριγμένης στις παραπάνω αρχές δεν είναι απορριπτισμός, όπως κάποιοι επιχειρούν να της αποδώσουν. Είναι πατριωτική υπευθυνότητα. Αυτήν την υπευθυνότητα, ως κόμμα, την επιβεβαιώσαμε πολλές φορές μέχρι σήμερα, πληρώνοντας βαρύ τίμημα. Σε αντίθεση μάλιστα με τους αυτοαποκαλούμενους «υποστηρικτές της λύσης», που σε καμιά περίπτωση μέχρι σήμερα δεν επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις, αλλά ούτε και οι επιλογές τους.
Όταν η ΕΔΕΚ προειδοποιούσε για τους εθνικούς κινδύνους που ελλόχευαν από την πολιτική της χούντας των Αθηνών, κάποιοι συμπατριώτες μας μάς αποκαλούσαν «ανθέλληνες» και «ανθενωτικούς» και κάποιοι άλλοι «εξτρεμιστές». Τα γεγονότα όμως δεν δικαίωσαν ούτε τους συνοδοιπόρους ούτε τους «συνετούς ουδέτερους».
Η ΕΔΕΚ οφείλει, πιστή στις αγωνιστικές της παραδόσεις, να δώσει αυτήν τη μάχη με αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό. Πρέπει να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να υστερήσουμε των συναγωνιστών της πρώτης γενιάς του κόμματος, της ηρωικής δεκαετίας 1964 – 1974. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να είμαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ