Το έπος του ’40: Η εθνική και διεθνής σημασία του – Επιβεβλημένοι οι πανεθνικοί εορτασμοί – Του Χρ. Θ. Μπότζιου
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Tο τρέχον έτος, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, οι καθιερωμένοι εορτασμοί για την ιστορική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 περιορίσθηκαν σε καταθέσεις στεφάνων σε Ηρώα και Μνημεία του Άγνωστου Στρατιώτη, σε δοξολογίες στους ιερούς ναούς και σε μηνύματα και σχετικά αφιερώματα από τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα.
Περιορισμένες σε αριθμό και μόνο συμβολικά και οι μαθητικές παρελάσεις, όπως και η μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, που από ετών πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη, αντί των Ιωαννίνων, που περισσότερο από κάθε άλλη ελληνική πόλη συνδέεται με το ηρωικό έπος του ’40. Πολλοί διερωτώνται αν μία χώρα μπορεί να έχει δύο ή και περισσότερες εθνικές εορτές. Και αυτό ασφαλώς ισχύει και για την Ελλάδα.
Ειδικότερα για τη χώρα μας το ερώτημα πηγάζει και από το γεγονός ότι οι εορτασμοί έχουν και έναν αντι-ιταλικό χαρακτήρα, με τα γνωστά σκωπτικά τραγούδια της Σοφίας Βέμπο, που ακούγονται τις ημέρες των εορταστικών εκδηλώσεων από τα κρατικά και ιδιωτικά τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά δίκτυα.
Πιστεύω ότι η σύνδεση των εορτασμών για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου με τον ιταλικό λαό, με τον οποίο μας συνδέει ιστορία δύο και πλέον χιλιάδων ετών, κοινή πολιτιστική κληρονομιά, η γεωγραφία, όπως και σημερινοί δεσμοί μέσω ΝΑΤΟ και ΕΕ, είναι παντελώς άστοχη και ανεπιτυχής. Γιατί το έπος του ’40 γράφτηκε πολεμώντας όχι τον ιταλικό λαό αλλά το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, από το οποίο ουκ ολίγα υπέφερε και ο ίδιος ο ιταλικός λαός. Είναι γνωστό το οικτρό τέλος που του επιφύλαξαν οι συμπατριώτες του, οι οποίοι τον εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες και στη συνέχεια μετέφεραν το πτώμα του στην πλατεία Ντουόμο, στο Μιλάνο, όπου και το διέσυραν οι συγκεντρωμένοι και διερχόμενοι πολίτες.
Η αντίσταση των ελλήνων στα ηπειρώτικα βουνά δεν ήταν μόνο αντίσταση σε έναν ιταμό εισβολέα. Ήταν και προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Το καθεστώς Μεταξά στην Ελλάδα δεν διέφερε ιδεολογικά από εκείνο του Μουσολίνι στην Ιταλία, για το οποίο ο έλληνας ομόλογός του έτρεφε συμπάθεια και θαυμασμό. Αυτό συνάγεται και από τηλεγραφήματα και εκθέσεις της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα και από τις επαφές τους με τον ίδιο τον έλληνα δικτάτορα και άλλους αξιωματούχους του καθεστώτος του. Απόδειξη, επίσης, ότι για τον τορπιλισμό του αντιτορπιλικού «Έλλη» στην Τήνο, ανήμερα του εορτασμού της Παναγίας, το καθεστώς Μεταξά απέφυγε να αποκαλύψει την εθνικότητα του ξένου υποβρυχίου που εξαπέλυσε την τορπίλη, αν και τη γνώριζαν από τα θραύσματα που είχαν συλλέξει, για να μη διαταράξουν τις σχέσεις με τη φασιστική Ιταλία.
Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν είχαν κερδίσει τον πόλεμο οι δυνάμεις του Άξονα και της φασιστικής Ιταλίας; Ένα καίριο ερώτημα, που απαιτεί και δίνει απάντηση και στο αντίστοιχο ερώτημα για τη σκοπιμότητα των εορτασμών ή όχι της επετείου της 28ης Οκτωβρίου. Δέκα περίπου χρόνια πριν επιβληθεί το φασιστικό καθεστώς, η ιταλική εξωτερική πολιτική είχε δώσει δείγματα των θέσεών της έναντι της Ελλάδας, ευνοώντας τη δημιουργία ανεξάρτητης Αλβανίας (Συνθήκη Λονδίνου 1913), στην επικράτεια της οποίας συμπεριλαμβανόταν και η Βόρεια Ήπειρος, στην οποία από αιώνες κυριαρχικό ήταν το ελληνικό στοιχείο. Ο Μουσολίνι, που επικράτησε λίγα χρόνια μετά στην ιταλική πολιτική σκηνή με την επιβολή φασιστικού καθεστώτος, εποφθαλμιούσε την Κέρκυρα, την οποία και βομβάρδισε και αποβίβασε αγήματα με πρόσχημα τη δολοφονία του στρατηγού Τελλίνι ο οποίος είχε ορισθεί επικεφαλής για την οριοθέτηση της ελληνοαλβανικής μεθορίου, που απέδωσε σε Έλληνες.
Τι θα γινόταν, επίσης, με τα Δωδεκάνησα, που η Ιταλία τα κατείχε από το 1911 μετά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο στην Κυρηναϊκή; Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν τη γερμανική εισβολή και Κατοχή στην Ελλάδα επιβεβαίωσαν τους φασιστικούς σχεδιασμούς για Ελλάδα και Αλβανία. Πέραν της εθνικής σημασίας, το έπος του ’40 είχε και διεθνή απήχηση. Η νίκη του Ελληνικού Στρατού στα ηπειρώτικα βουνά κατέρριψε τον μύθο για το ανίκητο των δυνάμεων του Άξονα και ενθάρρυνε και άλλους λαούς να αντισταθούν. Μεγίστη ήταν και η συμβολή για συνένωση όλων των κοινωνικών και ιδεολογικών παρατάξεων της χώρας κατά των φασιστικών δυνάμεων. Χιλιάδες εκτοπισμένοι και φυλακισμένοι από το καθεστώς Μεταξά προσέτρεξαν να ενταχθούν στον στρατό και όλοι, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, πολέμησαν στο ελληνοαλβανικό μέτωπο. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι θα επωφελούνταν για να ανατρέψουν τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.
Είναι πολύ πιθανό, με το πέρασμα του χρόνου, να υπάρξουν στους εορτασμούς των δύο εθνικών εορτών διαφοροποιήσεις ως προς τη μορφή και το εύρος των εκδηλώσεων. Γιατί μεταξύ τους υπάρχουν ομοιότητες αλλά και διάφορες που θα δικαιολογούσαν μια απόκλιση τουλάχιστον στον τελετουργικό τομέα. Η 25η Μαρτίου αναφέρεται στον αγώνα της Ανεξαρτησίας ύστερα από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς κάτω από έναν κατακτητή που ουδεμία σχέση είχε με τον πολιτισμό του δυτικού κόσμου, λίκνο του οποίου θεωρείται και είναι η Ελλάδα.
Η επέτειος της 25ης Μαρτίου αφορά την Εθνική Παλιγγενεσία, την αναγέννηση του έθνους των Ελλήνων. Ενώ η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου τιμά την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων κατά των φασιστικών δυνάμεων του Μουσολίνι, την προστασία της εδαφικής μας ακεραιότητας και την ελευθερία. Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι εορτασμοί και των δύο επετείων είναι επιβεβλημένοι, καθώς εκτός από το ότι αποτίουν τιμή σε όσους αγωνίσθηκαν και θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, συμβάλλουν και στη μετάδοση της ιστορίας του τόπου μας στις νεότερες γενιές.
Επιπλέον, το έπος του ’40 μας διδάσκει ότι ενωμένοι μπορεί να επιτύχουμε πολλά. Και το δίδαγμα αυτό είναι άκρως επίκαιρο, ειδικά με τις προκλήσεις και τις απειλές που δέχεται η χώρα μας από τη γειτονική Τουρκία, η οποία δεν διεκδικεί νόμιμα δικαιώματα στο Αιγαίο, αλλά την αλλαγή του status quo, το οποίο έχει καθιερωθεί από το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θαλάσσης, από διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες.
Πέραν όμως των επικλήσεων του Διεθνούς Δικαίου, απαιτείται και ευρεία συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και ασφαλώς συχνές συναντήσεις και ανταλλαγή απόψεων και ενημέρωση των ηγεσιών τους από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ