Γ. Κατρούγκαλος στο «Π»: Εμείς και οι αμερικανικές εκλογές


Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ
Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου,
Τομεάρχη Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ


Τελικά, φαίνεται ότι ο Τζο Μπάιντεν θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ακόμη και αν έχει να αντιμετωπίσει μια νομική μάχη που θα επισκιάσει την ανάλογη των εκλογών του 2000. Τι φέρνει όμως για εμάς η εκλογή αυτή; Κατ’ αρχάς θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα διακυβεύματα των αμερικανικών εκλογών είναι και δικά μας.

Το τι θα γίνει με την κλιματική κρίση, τις ανισότητες, τη φορολόγηση των πλουσίων, τη ρατσιστική βία, το δημόσιο σύστημα υγείας, τα δικαιώματα φύλου, το κράτος δικαίου είναι κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα σε όλες τις δυτικές κοινωνίες. Οι συνθήκες ζωής επιδεινώνονται για τη μεσαία και την εργατική τάξη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, κατακτήσεις δεκαετιών αμφισβητούνται, το κοινωνικό κράτος υπονομεύεται. Ένα διογκούμενο αίσθημα αδικίας τροφοδοτείται κυρίως από τη διαπίστωση ότι η φτωχοποίηση της κοινωνίας συμβαδίζει με την εξωφρενική αύξηση του πλούτου των υπερπλουσίων.

Ο Πρόεδρος Τραμπ εκμεταλλεύθηκε αυτό το άμορφο κλίμα απογοήτευσης από το πολιτικό σύστημα, υιοθετώντας μια ψευδο-αντισυστημική ρητορική καταγγελίας των ελίτ, στις οποίες προφανώς ανήκει και ο ίδιος. Η πραγματική αντίδραση όμως στη δυστοπική κατάσταση που διαμόρφωσαν δεκαετίες ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού δεν δόθηκε από το λαϊκίστικο λόγο του Τραμπ, αλλά εκφράσθηκε από τη νέα Αριστερά των Δημοκρατικών, τις χιλιάδες νέων ιδίως ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν γύρω από τον Σάντερς, τόσο το 2016 όσο και το 2020. Μένει να αποδειχθεί σε ποιον βαθμό η νέα αυτή Αριστερά θα επηρεάσει την ατζέντα και τη διαμόρφωση των υπουργικών χαρτοφυλακίων της administration Μπάιντεν.

Σε ό,τι αφορά τις ενδεχόμενες αλλαγές στις ελληνοαμερικανικές και αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ας κρατάμε μικρό καλάθι. Τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ΗΠΑ προσδιορίζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της εξωτερικής τους πολιτικής, υπερβαίνοντας τις προσωπικές προτιμήσεις των εκάστοτε Προέδρων. Ο Μπάιντεν έχει όντως εργαστεί για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και γνωρίζει σε βάθος τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου.

Είναι, επίσης, αλήθεια ότι δεν θα έχει τη στενή προσωπική σχέση με τον Πρόεδρο Ερντογάν, που είχε αναπτύξει ο Πρόεδρος Τραμπ, τον οποίο έχει μάλιστα χαρακτηρίσει «αυταρχικό». Δεν γνωρίζουμε όμως αν αυτό θα οδηγήσει σε πιο συγκεκριμένες ενέργειες, πέραν της φραστικής καταδίκης της τουρκικής προκλητικότητας, που έχουμε ήδη δει από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Για αυτόν τον λόγο, η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει τα κεκτημένα που εξασφάλισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (τον στρατηγικό διάλογο, το πλαίσιο 3 + 1 με το Ισραήλ, την EastMed Act), ούτως ώστε να διεκδικήσει μια πολύ πιο αποφασιστική στάση από την Ουάσινγκτον απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, με στόχο να καθίσει η Τουρκία στο τραπέζι του διαλόγου χωρίς εκβιασμούς.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ