Η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου: Αίτια και συνέπειες – Ανάλυση του Χρ. Θ. Μπότζιου
– Ελπίδες για μικρή ανάκαμψη
– Σύγκριση με άλλες χώρες και ιστορικά προηγούμενα
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Η πανδημία του κορονοϊού περιόρισε σημαντικά τη μαζική έξοδο από τα αστικά κέντρα προς την επαρχία και τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου Πελάγους, που αποτελούν μοναδικό και ασύγκριτο τουριστικό πλεονέκτημα της Ελλάδας έναντι κάθε άλλης χώρας.
Βασικός λόγος για μαζική έξοδο από τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα την περιοχή πρωτευούσης, η ανάγκη αλλαγής και φυγής από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, η αναζήτηση ηρεμίας και ξεκούρασης. Πολλοί αναζητούν το διαφορετικό, σε σχέση με τα συνηθισμένα τουριστικά μέρη, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που προτιμούν τους τόπους καταγωγής των ιδίων ή των γονέων τους και των προγονικών εστιών.
Συχνά τη χαρά διαδέχεται η θλίψη και η μελαγχολία από τη διαπίστωση ότι η ύπαιθρος Ελλάδα έχει σε μεγάλο βαθμό ερημωθεί, με ελάχιστους πλέον κατοίκους –μεγάλης ως επί το πλείστον ηλικίας– που παραμένουν στα χωριά ως ύστατοι ακρίτες μέχρι να αφήσουν την τελευταία τους πνοή εκεί που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και είδαν το πρώτο φως της ζωής τους. Η ερήμωση της υπαίθρου, ασφαλώς, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ισχύει και για πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Μεσογείου και της Βαλκανικής. Κάθε όμως χώρα με την ιδιαιτερότητά της.
Στην Ελλάδα η εγκατάλειψη της υπαίθρου ξεκίνησε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω των καταστροφών που είχαν προκαλέσει οι κατακτητές, και συνεχίστηκε με τον εμφύλιο και ό,τι επακολούθησε, με τις ιδεολογικές διώξεις όσων είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και είχαν συμπράξει με τις δυνάμεις του. Η αποδημία έγινε κανόνας.
Τόποι προορισμού η Αμερική, ο Καναδάς, η μακρινή Αυστραλία, ενώ σημειώνονται και μεγάλες εσωτερικές μετακινήσεις προς τα πλησιέστερα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα την πρωτεύουσα, η οποία αρχίζει να επεκτείνεται συνεχώς, για να καταλάβει σε λίγες δεκαετίες ολόκληρο το λεκανοπέδιο της Αττικής. Όσοι κυβέρνησαν τη χώρα τα δύσκολα αυτά χρόνια ισχυρίζονται ότι δεν μπορούσαν να αποτρέψουν την άναρχη δόμηση και την καταστροφή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας λόγω της συρροής μεγάλου αριθμού ανθρώπων, που έπρεπε να βρουν στέγη και απασχόληση. Το επιχείρημα είναι έωλο και δεν το συμμερίζονται οι ειδικοί (πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, πολιτικοί κ.ά.). Άλλωστε ίδια φαινόμενα εσωτερικής μετανάστευσης σημειώθηκαν και σε άλλες πρωτεύουσες. Όμως διαφύλαξαν τα ιστορικά και παραδοσιακά τους κέντρα.
Η καταστροφή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας αποδίδεται, κυρίως, στον νόμο περί αντιπαροχής, που επέτρεψε την κατεδάφιση παραδοσιακών και κλασικών κτιρίων, στη θέση των οποίων χτίζονταν ακαλαίσθητες πολυώροφες πολυκατοικίες. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τις ραδιοφωνικές διαφημίσεις για πώληση οικοπέδων, όπως, π.χ., το «με μία δεκάρα στου Κωνσταντάρα».
Η πρωτεύουσα όπως και άλλες πόλεις της επαρχίας δεν επεκτάθηκαν βάσει πολεοδομικών σχεδιασμών, ούτε μελετήθηκαν οι συνέπειες για το μέλλον. Μερικά χρόνια πριν έτυχε να συνταξιδεύω με τρένο με ένα ζεύγος Άγγλων. Θυμάμαι ότι σχολίαζαν δυσμενέστατα την εικόνα δόμησης όλης της περιοχής της Δυτικής Αττικής μέχρι και τον Σταθμό Λαρίσης, που απέχει ελάχιστα από το κέντρο! Η εσωτερική μετανάστευση, με ιδιαίτερο προορισμό την περιοχή της πρωτεύουσας, συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμα. Και όχι μόνο για λόγους εύρεσης εργασίας.
Πρόσθετος λόγος η στέρηση βασικών στοιχείων από την επαρχία, που συνθέτουν τη σύγχρονη εποχή. Απομόνωση γεωγραφική, διοικητική, κοινωνική και πολιτιστική. Το οδικό δίκτυο σχεδόν σε πρωτόγονη κατάσταση. Από την Κόρινθο στην Αθήνα η μετακίνηση γινόταν διά της παλαιάς εθνικής οδού και απαιτούσε δύο περίπου ώρες, ενώ από τα Γιάννενα (450 χιλιόμετρα περίπου) το ταξίδι με λεωφορείο διαρκούσε πάνω από επτά ώρες! Δεύτερος σοβαρός λόγος, η έλλειψη νοσοκομείων, που ανάγκαζε τους ασθενείς να προσφεύγουν στα νοσηλευτικά ιδρύματα της πρωτεύουσας ακόμη και για λιγότερο σοβαρές παθήσεις. Εδώ πρέπει να προστεθεί και η απουσία από την επαρχία –με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη– εκπαιδευτικών ιδρυμάτων πανεπιστημιακού επιπέδου.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν συντελεστεί σημαντικές αλλαγές, που έχουν καλύψει σε ικανοποιητικό βαθμό τις παραπάνω ελλείψεις, γεγονός που επιτρέπει να αισιοδοξούμε ότι η επαρχία μπορεί να βρει τον δρόμο της και να σταματήσει η φυγή προς άλλα κέντρα. Προ ετών, ο τότε υπουργός Εσωτερικών, επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη, Αλέκος Παπαδόπουλος είχε την έμπνευση και υλοποίησε το σχέδιο «Καποδίστριας», εισάγοντας ουσιαστικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων τη συνένωση δήμων και κοινοτήτων, με παράλληλη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης όπως συνέβαινε σε όλες τις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το σχέδιο «Καποδίστριας» είχε υποστεί πολλές κριτικές, οι πλείστες των οποίων πήγαζαν από τοπικιστικό πνεύμα ή από συναισθηματισμό. Υποστήριζαν κυρίως ότι η συνένωση, μεταξύ άλλων, θα εξαφάνιζε τα μικρά χωριά και θα ευνοούσε τα κεφαλοχώρια και μεγαλύτερες πόλεις.
Είχα τότε ταχθεί υπέρ των συνενώσεων που πρόβλεπε η διοικητική μεταρρύθμιση του κ. Παπαδόπουλου υπογραμμίζοντας ότι τα περισσότερα από τα ορεινά χωριά της Ελλάδας ήταν δημιουργήματα ζοφερών ιστορικών περιόδων της πατρίδας μας. Ήταν καταφύγια προστασίας από τους κατακτητές. Όταν εξέλειψαν οι λόγοι, η παρακμή και η βαθμιαία εγκατάλειψή τους ήταν φυσικό επακόλουθο.
Επιβίωσαν και θα επιβιώσουν και στο μέλλον μόνο εκείνα τα χωριά τα οποία ευνοεί η γεωγραφία, η τοποθεσία, η ιστορία τους και η δυνατότητα εύκολης και ασφαλούς πρόσβασης από τους επισκέπτες. Ελπίδες για μερική ανάκαμψη της υπαίθρου προσφέρει και η τεχνολογία με τη δυνατότητα που παρέχει για ταχεία επικοινωνία, ενημέρωση και εργασία μακριά από τον συνηθισμένο τόπο και χώρο δουλειάς.
Ας επανέλθουμε όμως στις συνέπειες της άμετρης αστικοποίησης και παράλληλα ερήμωσης της υπαίθρου. Η συγκέντρωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού μιας χώρας γύρω από την πρωτεύουσα ή άλλα αστικά κέντρα δεν είναι υγιές φαινόμενο. Δημιουργεί μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις, δυσκολεύει την αστυνόμευση, προκαλώντας προβλήματα όσον αφορά την ασφάλεια των πολιτών, αποτρέπει την ορθολογική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Από την άλλη πλευρά, η ερήμωση της υπαίθρου έχει σοβαρές επιπτώσεις στη γεωργική οικονομία, αφού πολλές παραδοσιακές καλλιέργειες εγκαταλείπονται, με επακόλουθο την έλλειψη προϊόντων που μας αναγκάζει να καταφεύγουμε σε εισαγωγές.
Δεν είναι αμελητέες και οι πολιτικές επιπτώσεις, ειδικά με τα προβλήματα ασφαλείας που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των παραμεθόριων περιοχών από την παράνομη είσοδο αλλοδαπών, λαθρομεταναστών και προσφύγων.
Το ίδιο ισχύει και για τα ακριτικά νησιά του Αιγαίου, οι κάτοικοι των οποίων δοκιμάζονται και από την τουρκική προκλητικότητα, που τελευταίως έχει ενταθεί Η Πολιτεία οφείλει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην επιβίωση των ακριτικών περιοχών και της υπαίθρου με σειρά μέτρων που θα εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους. Ας αναλογισθούμε ότι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, όταν αντιμετώπισαν μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου, ενεργοποίησαν τον θεσμό του εμπράγματος δικαιώματος της εμφύτευσης (στην Ελλάδα καταργήθηκε με τον νέο Αστικό Κώδικα), που λειτούργησε θετικά στη συγκράτηση των τοπικών πληθυσμών.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ