Τελικά, το πρόγραμμα στήριξης για την πανδημία ήταν 24 δισ., 7,9 δισ. ή μήπως 4 δισ.; – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Είναι βέβαιο ότι η αριθμητική δεν είναι το δυνατό σημείο της κυβέρνησης και του οικονομικού της επιτελείου. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο κ. Μητσοτάκης είχε μιλήσει για ένα πρόγραμμα στήριξης απέναντι στην πανδημία, το οποίο ανέβαζε στα 24 δισ. ευρώ (διάγγελμα 20/5/2020).
Όμως, σε κοινή τους δήλωση, την Πέμπτη 29/10/2020, οι υπουργοί κ. Γεωργιάδης και Σταϊκούρας αναφέρουν ότι η ενίσχυση της οικονομίας ανέρχεται στο ποσό των 7,9 δισ. ευρώ μέχρι στιγμής και αναμένεται, σύμφωνα πάντα με την ανακοίνωση, να φτάσει τα 11 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του χρόνου. Πέραν της αναίρεσης των εξαγγελιών του πρωθυπουργού από τους ίδιους τους υπουργούς του, αξίζει να ρίξουμε μια δεύτερη ματιά στην κυβερνητική ανακοίνωση.
Η ανακοίνωση αναφέρει ότι τα 7,9 δισ. αναλύονται σε 3,1 δισ. ευρώ επιστρεπτέα προκαταβολή, 3,1 δισ. ευρώ μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας και 1,7 δισ. ευρώ μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ. Θα προσπεράσω προς το παρόν το γεγονός ότι το σύνολο των μέτρων αφορά τις επιχειρήσεις και θα σταθώ στο πόσα χρήματα είναι στην πραγματικότητα. Είναι προφανές ότι οι αξιότιμοι υπουργοί παρέλειψαν να αναφέρουν ότι η επιστρεπτέα προκαταβολή είναι δάνειο προς τις επιχειρήσεις και όχι επιχορήγηση.
Δεν φαίνεται να γνωρίζουν επίσης ότι το Ταμείο Εγγυοδοσίας και το ΤΕΠΙΧ ΙΙ καλύπτουν με κρατικές εγγυήσεις το 70% των δανείων σε επιχειρήσεις. Άρα, οι συνολικές εγγυήσεις (και όχι ρευστότητα) που παρείχε το Ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται σε 3,3 και όχι 4,8 δισ. ευρώ (3,1 + 1,7) που αναφέρει η ανακοίνωση.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το ΤΕΠΙΧ είναι ένας οργανισμός ενίσχυσης της πρόσβασης μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε δανεισμό που υπάρχει ούτως ή άλλως. Η δανειακή μόχλευση των 3,3 δισ. ευρώ που εγγυήθηκε το Δημόσιο στις επιχειρήσεις ουδεμία σχέση έχει με την πανδημία. Χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα του Ταμείου Εγγυοδοσίας ως σκοπός του οργανισμού αναφέρεται:
«Το Ταμείο Εγγυοδοσίας του Ταμείου Επιχειρηματικότητας (ΤΕ-ΤΕΠΙΧ), που διαχειρίζεται η ΕΤΕΑΝ ΑΕ, αποσκοπεί στην παροχή εγγυήσεων σε επιχειρηματικά δάνεια βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων και ώριμων σχεδίων επιχειρηματικής ανάπτυξης, στα οποία περιλαμβάνονται κεφάλαια κίνησης και προκαταβολές έναντι επιχορήγησης εγκεκριμένων προγραμμάτων του ΕΣΠΑ».
Πουθενά δεν υπάρχει μνεία για κάποια έκτακτη ενίσχυση λόγω της πανδημίας. Κοντολογίς, το μόνο έκτακτο μέτρο που ελήφθη είναι τα 3,1 δισ. του δανείου της επιστρεπτέας προκαταβολής και οι όποιες ενισχύσεις μισθωτών ευρισκόμενων σε αναστολή σύμβασης εργασίας στην αρχή της καραντίνας. Συνολικά ένα ποσό της τάξης των 4 – 4,5 δισ. ευρώ ή περίπου 3% του ΑΕΠ.
Όμως οι κυβερνητικές παρεμβάσεις δεν είναι μόνο περιορισμένες, είναι και αδιέξοδες. Όπως μας πληροφορεί η ιστοσελίδα euro2day, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το σχέδιο προϋπολογισμού που είχε κατατεθεί στις αρχές Οκτωβρίου ξαναγράφεται. Αυτό που διαρρέουν κυβερνητικοί κύκλοι είναι ότι αιτία της αναθεώρησης είναι πιθανά νέα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας που θα οδηγήσουν την ύφεση σε ποσοστά άνω του 10%. Βέβαια, προκαλεί απορία το γεγονός ότι τα κυβερνητικά στελέχη δεν έλαβαν υπόψη τους αυτά τα δεδομένα πριν από δύο εβδομάδες, όταν από τις στήλες αυτής της εφημερίδας («ΠΑΡΟΝ», 18/10/2020) ο κ. Σταϊκούρας μιλούσε για «προϋπολογισμό ανάκαμψης, ανάπτυξης και ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η γνώμη μου είναι ότι η επίκληση της πανδημίας αποτελεί δικαιολογία. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι ότι οι «θεσμοί» αρνήθηκαν και να συζητήσουν το προηγούμενο σχέδιο προϋπολογισμού, που προέβλεπε ύφεση 8% για το 2020. Ο λόγος είναι ότι και χωρίς νέα μέτρα lockdown η ύφεση θα είναι πάνω από 10% το τρέχον έτος.
Το ερώτημα είναι: Γιατί οι κυβερνητικές εκτιμήσεις πέφτουν συστηματικά έξω; Η απάντηση βρίσκεται στην κατεύθυνση των μέτρων. Είναι όλα μέτρα περιστασιακής διευκόλυνσης των επιχειρήσεων και όχι μέτρα δημοσίων επενδύσεων και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Έτσι, μόλις εξαντληθεί η περιστασιακή καταναλωτική δαπάνη που δημιουργούν, η οικονομία επανέρχεται στην ίδια και χειρότερη θέση. Με άλλα λόγια, οι αστοχίες οφείλονται, πέρα από τα περιορισμένα ποσά που διατίθενται, στην αδιέξοδη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΕΕ που υιοθετεί η κυβέρνηση.
Σε οικονομίες σε βαθιά ύφεση μόνο μεγάλα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων μπορούν να λειτουργήσουν ευεργετικά. Ο λόγος είναι ότι μόνο η αύξηση της ζήτησης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης. Οι πολιτικές αυτές δεν είναι σοσιαλιστικές, αλλά μπορούν να έχουν κοινωνική διάσταση, αν συνοδεύονται, π.χ., με επιδότηση της λαϊκής κατοικίας ή ενίσχυση των υποδομών και της απασχόλησης στον τομέα της υγείας.
Θα μου πουν κάποιοι ότι αυτόν τον ρόλο θα παίξουν οι δημόσιες επενδύσεις στο πλαίσιο του σχεδίου Μέρκελ – Μακρόν, που αναμένεται να ξεκινήσει κάποια στιγμή το 2021.
Δυστυχώς και εδώ οι προϋποθέσεις που θέτει το σχέδιο είναι απαγορευτικές. Πώς θα μπορέσει ο προϋπολογισμός να υποστηρίξει το 50% της αξίας επενδύσεων της τάξης των 10 – 12 δισ. ευρώ, όταν απαιτείται το πρωτογενές έλλειμμα το 2021 να μην ξεπεράσει το 1%; Είναι πρακτικά αδύνατο. Έτσι, η οικονομία είναι παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο βαθιάς ύφεσης, την ώρα που η χώρα βαδίζει προς ένα νέο Μνημόνιο λιτότητας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ