ΥΒΡΕΟΛΟΓΙΟ ΣΑΙΞΠΗΡ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΛΗΡ

ΥΒΡΕΟΛΟΓΙΟ ΣΑΙΞΠΗΡ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΛΗΡ

Ο Ληρ περιέχει μερικές τρομερές προσβολές στις σελίδες του – όπως άλλωστε ταιριάζει σε ένα θεατρικό έργο για έναν ζοφερό, δύστροπο αρχηγό κράτους. Οι αρχαϊκές προσβολές του είναι φορείς όλης της μοχθηρίας των τωρινών αντιστοίχων τους, με το επιπρόσθετο πλεονέκτημα πως μας είναι σήμερα ανοίκειες. Το αποτέλεσμα είναι ανόθευτη, καυτή οργή.

Ο Σαίξπηρ γνωρίζει καλά να ραπίζει με τη γλώσσα – το θέατρο ήταν πάντα ιδεώδης χώρος παράστασης ανθρώπινων χαρακτήρων που ξεσπούν ο ένας πάνω στον άλλο, και επομένως τα έργα του είναι γεμάτα βρισιές. Γιατί δεν τις δοκιμάζετε με τους φίλους σας; Θα διασκεδάσετε. (Και μετά, αφού μάθετε να τις λέτε καλά, δοκιμάστε τες στους εχθρούς σας!)





Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο και τον μεταφραστή ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ



ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ – ΣΚΗΝΗ 2

ΟΣΒΑΛΝΤ: Τί τρόπος είναι αυτός; Δεν σε γνωρίζω.
ΚΕΝΤ: Σε γνωρίζω εγώ, φίλε.
ΟΣΒΑΛΝΤ: Και ποιος γνωρίζεις ότι είμαι;
ΚΕΝΤ: Ένα κάθαρμα, ένα κοπρόσκυλο, ένας τσανακογλείφτης˙ ένας χυδαίος, χαμερπής, ρηχός λεχρίτης˙ ένα τσόλι με λιβρέα και εισόδημα˙ ένας ψοφοδεής, δικομανής, πορνογενής, γλοιώδης γλείφτης που ξεροσταλιάζει στον καθρέφτη˙ ένας ελεεινός δούλος που θα ’κανε τον μαστροπό για να πουλήσει εκδούλευση, και δεν είσαι τίποτε άλλο παρά ένα σιχαμερό μείγμα από κάθαρμα, ζητιάνο, χέστη, νταβατζή, μιας σκρόφας γέννημα και κοπροκληρονόμος˙ ένας που θα τον κάνω να τσιρίζει από το ξύλο, αν αρνηθείς έστω και μια συλλαβή από τα προσόντα σου.
ΟΣΒΑΛΝΤ: Τι ανθρωπόμορφο τέρας είσαι συ, και βρίζεις έτσι έναν άνθρωπο που ούτε γνωρίζεις ούτε σε γνωρίζει;
ΚΕΝΤ: Πώς τολμάς και ισχυρίζεσαι ότι δεν με ξέρεις; Μόλις προχθές δεν σου ’βαλα τρικλοποδιά και σ’ έδειρα μπροστά στον βασιλιά; Τράβα το ξίφος σου, κάθαρμα. Κι ας είναι νύχτα, το φεγγαράκι λάμπει.
Τραβάει το ξίφος του. ] Θα σε κάνω εγώ να φέγγεις κι από την ανάποδη. Τράβα το ξίφος σου, λοιπόν, ψαλιδόκωλη πορνοπορδή κομμωτηρίου. Βγάλ’ το. Μπρος!

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ – ΣΚΗΝΗ 2

ΚΕΝΤ: Επόμενο ήταν, έτσι που ζόρισες την ανδρεία σου, δειλό ρεμάλι˙ η ίδια η φύση σ’ αποκήρυξε – εσένα σ’ έφτιαξε ο ράφτης.
ΚΟΡΝΟΥΑΛΗΣ: Παράξενος είσαι του λόγου σου – ράφτης να φτιάξει άνθρωπο;
ΚΕΝΤ: Μάλιστα, κύριε, ράφτης. Λιθοξόος ή ζωγράφος δεν θα τον είχε κάνει τόσο κακοφτιαγμένο, κι ας είχε μόλις δύο χρόνια στο επάγγελμα.

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ – ΣΚΗΝΗ 2

ΟΣΒΑΛΝΤ: Αυτός ο γερο-τσαρλατάνος, κύριε, που του χάρισα τη ζωή του κατά παράκλησιν της γκρίζας γενειάδας του –
ΚΕΝΤ: Τί λες, μωρή υπογεγραμμένη του κώλου, τί λες, βρε ανορθογραφία του κερατά; Με την άδειά σου, άρχοντα, θα το πολτοποιήσω το τομάρι και θα τον κάνω κονίαμα ν’ ασπρίσω τον απόπατο. Σεβάστηκες τα γένια μου, ε;

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ – ΣΚΗΝΗ 2

ΚΕΝΤ: Πώς ένας δούλος σαν κι αυτόν έχει και ξίφος,
ενώ δεν έχει τσίπα επάνω του. Τα βλέπεις
τέτοια καθάρματα και σου χαμογελούν,
ενώ κρυφά σαν αρουραίοι ροκανίζουν
άλυτα ιερά δεσμά, ώσπου τα κόβουν˙
και κολακεύουν των κυρίων τους τα πάθη
όταν εκείνα αποκτούν το πάνω χέρι˙
και ρίχνουν λάδι στη φωτιά, χιόνι στον πάγο,
και καταφάσκουν και αρνούνται κι όλο στρέφουν
ψόφιοι με ράμφος αλκυόνας όπου πνέουν
οι καιρικές συνθήκες των κυρίων τους,
ξέροντας μόνο σαν σκυλιά ν’ ακολουθούν.
Στον Όσβαλντ. ]
Σκατά στα μούτρα σου τα σεληνιασμένα.
Μιλώ κι εσύ χασκογελάς; Είμαι τρελός;
Γέλα εσύ, και θα σε πάω σπρώχνοντας
να κακαρίζεις ώς τον κάτω κόσμο – κότα.

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ – ΣΚΗΝΗ 4

ΛΗΡ: Μη με τρελαίνεις, κόρη μου, σε ικετεύω:
Δεν πρόκειται να σ’ ενοχλήσω πια, παιδί μου.
Ώρα καλή. Δεν θ’ ανταμώσουμε ξανά,
ποτέ δεν θα ξαναβρεθούμε. Κι όμως είσαι
σάρκα μου, αίμα μου και κόρη μου – ή μάλλον
είσαι μια αρρώστια της σαρκός μου, που οφείλω
δική μου να τη λέω. Είσαι γάγγραινα,
κακόηθες εξάνθημα, καρκίνωμα
στο μολυσμένο αίμα μου. Δεν σε μαλώνω,
όχι. Ας έρθει η ντροπή όποτε θέλει –
δεν την καλώ. Δεν εξορκίζω τον αιθέρα
να κατεβάσει κεραυνούς, μήτε προσφεύγω
στο εφετείο του Διός να διηγούμαι
την ιστορία των παθών μου. Διορθώσου
όποτε θέλεις, με την ησυχία σου.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ – ΣΚΗΝΗ 4

ΛΗΡ: Αρρώστια να σε κάψει!
Κι οι κοφτερές πληγές της πατρικής κατάρας
να σου τρυπάνε το κορμί από παντού.

ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ – ΣΚΗΝΗ 2

ΩΛΜΠΑΝΥ: Α, Γονερίλη, δεν αξίζεις καν τη σκόνη
που σου φυσά ο άνεμος στο πρόσωπο.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ – ΣΚΗΝΗ 4

ΛΗΡ: Φύση, θεά αγαπημένη, άκουσέ με.
Ακύρωσε τον στόχο σου, αν σκόπευες
να δώσεις γονιμότητα σ’ αυτό το πλάσμα.
Στείλε, θεά, στη μήτρα της στειρότητα,
στέγνωσε μέσα της τα όργανα της γέννας,
από το έκφυλο κορμί της να μη βγει
ποτέ παιδί να την τιμήσει. Κι αν ακόμη
γεμίσει σπόρο η κοιλιά της, φτιάχ’ της ένα
παιδί από πικρή χολή που να της γίνει
στρεβλό αφύσικο μαρτύριο. Ρυτίδες
στο χαϊδεμένο μέτωπό της να χαράξει,
τα μάγουλά της να διαβρώσει με το δάκρυ,
κι όλους τους πόνους και τις ηδονές της μάνας
σε περιφρόνηση και χλεύη να τα στρέψει,
ώστε κι αυτή να νιώσει πόσο πιο βαθιά
κι από το δόντι της οχιάς τρυπάει ο πόνος
ενός αχάριστου παιδιού.

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ – ΣΚΗΝΗ 2

ΚΟΡΝΟΥΑΛΗΣ: Φαίνεται κάποιος τον επαίνεσε αυτόν
ότι μιλά έξω απ’ τα δόντια˙ κι από τότε
το θράσος του επιδεικνύει αναιδώς
στρεβλώνοντας τη φύση της ευθύτητας.
[…] Τους ξέρω κάτι τέτοιους˙
μες στην ευθύτητά τους τρέφουν πιο πολύ
δόλο και διαφθορά από σαράντα
σαχλούς οσφυοκάμπτες αυλοκόλακες
που σπεύδουν στα επώδυνα καθήκοντά τους.


Από την έκδοση William Shakespeare, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ, εισαγωγή – μετάφραση ΔΙΟΝΥΣΗ ΚΑΨΑΛΗ – Εκδόσεις Άγρα, Οκτώβριος 2020.


Σχολιάστε εδώ