Νέμεση: Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
Toυ
ΘΕΜΙΣΤΟΠΟΛΟΥ ΙΙ*
Αρκετοί γνώριζαν, οι πολλοί ψηλαφούσαν όσα συνέβαιναν γύρω τους, κανένας δεν ήταν ανυποψίαστος. Η δολοφονία του Φύσσα ήταν η αρχή του τέλους.
Η ετυμηγορία της Ελληνικής Δικαιοσύνης στις 7 Οκτωβρίου για τη Χρυσή Αυγή, την οποία και όρισε ως εγκληματική οργάνωση, είναι η πιο σημαντική δικαστική απόφαση μετά τη δίκη των πρωταίτιων της δικτατορίας του 1967, ήταν ένας δικαστικός μαραθώνιος. Υπήρξαν γενναίοι δικαστές που άνοιξαν το κεφάλαιο της δίωξης και είναι ένας θαρραλέος εισαγγελέας ο κ. Χαρ. Βουρλιώτης και οι Εισαγγελείς ΑΠ Ευτέρπη Κουτζαμάνη και Ισίδωρος Ντογιάκος, χωρίς τους οποίους δεν θα υπήρχε αυτή η δικαστική διαδικασία, που έβαλε τελεία και παύλα στο κεφάλαιο της πολιτικής δράσης της φασιστικής, νεοναζιστικής οργάνωσης στην Ελλάδα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, με παρέμβασή του στον αθηναϊκό Τύπο, υπογραμμίζει τη σημασία πίσω από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, συγχαίροντας τους δικαστές που «αψήφησαν κινδύνους και εμπόδια». Ωστόσο προειδοποιεί ότι ο αγώνας κατά του φασισμού δικαιώθηκε, αλλά δεν τελείωσε.
Η δικαστική απόφαση στέλνει το μήνυμα ότι η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα ξέρουν να αμύνονται και να αντιμετωπίζουν, με σεβασμό στους κανόνες της δίκαιης δίκης και της αρχής της νομιμότητας, τους εχθρούς που θέλουν να τα πλήξουν όχι μόνο με ιδέες και διακηρύξεις αλλά και με εγκληματικές πράξεις. Όμως η δίκη αυτή άργησε πολύ, πέρασαν πεντέμισι χρόνια διαδικασίας, πράγμα εντελώς αδικαιολόγητο, και γι’ αυτό ευθύνεται αποκλειστικά το υπουργείο Δικαιοσύνης, που δεν φρόντισε να έχει γι’ αυτήν τη δίκη την απαραίτητη αίθουσα.
Μετά την εισαγγελική πρόταση περί απαλλαγής των μελών της ΧΑ από την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, όπως και για το ζήτημα της αναστολής, προέκυψε έντονος προβληματισμός για την προφανώς σφαλερή αυτή άποψη-εισήγηση που τραυμάτισε τη διαμορφωμένη άποψη για την έκβαση της δίκης. Το δικαστήριο αγνόησε την άποψη αυτή και προχώρησε θαρραλέα στην απόφασή του.
Η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κατέδειξε ότι πράγματι η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου νίκησαν στον αγώνα κατά του νεοναζισμού, της βίας ως μέσου άσκησης πολιτικής. Υπάρχουν στη χώρα μας δικαστές που μπορούν να κρίνουν απροκατάληπτα μια τόσο φορτισμένη υπόθεση, με ζωντανό το παράδειγμα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με πρόεδρο τη Μαρία Λεπενιώτη. Την πόρτα της φυλακής για συνολικά 38 καταδικασθέντες στη δίκη της Χρυσής Αυγής άνοιξε την Πέμπτη το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, καθώς αποφάσισε να μη χορηγήσει σε αυτούς αναστολή στην εκτέλεση της ποινής τους.
Επίκαιρο το κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι για τον νεοναζισμό και τον εθνικισμό, που γράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Το κείμενο αυτό είχε δημοσιευτεί στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων με έργα Βάιλ, Λιστ και Μπάρτον. Το ίδιο κείμενο παράλληλα είχε δημοσιευθεί και στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»:
«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες, μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής.
Κι αποτελεί πολιτική ‘‘παράδοση’’ η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται… Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος ‘‘αρχηγός’’ που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια, αλλά και τόσο ‘‘ανθρώπινοι’’ και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος».
* Ο «Θεμιστοπόλος II» είναι νομικός με μακρά δικαστηριακή εμπειρία
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ