Κοινή βούληση για επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων – Του Χρ. Θ. Μπότζιου

Κοινή βούληση για επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων – Του Χρ. Θ. Μπότζιου

Η επίσκεψη του ρώσου ΥΠΕΞ κ. Σεργκέι Λαβρόφ στην Αθήνα


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Η μονοήμερη επίσκεψη εργασίας (25 Οκτωβρίου) του ρώσου υπουργού Εξωτερικών κ. Σεργκέι Λαβρόφ στην Αθήνα, σε ανταπόδοση εκείνης που είχε πραγματοποιήσει προ διμήνου περίπου στη Μόσχα ο έλληνας ομόλογός του κ. Νίκος Δένδιας, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί, εκτός των συζητήσεων επί θεμάτων διμερούς και γενικότερου ενδιαφέροντος, χρονικά συνέπεσε και με την έξαρση του εθνικοϊσλαμισμού του τούρκου Προέδρου, γεγονός που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη τη Ρωσία, στην επικράτεια της οποίας και ειδικότερα στον Καύκασο διαβιεί σεβαστό ισλαμικό στοιχείο.

Η επίσκεψη αποσκοπούσε, κυρίως, στην επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων, που έχουν ατονήσει μετά την απέλαση ρώσων διπλωματών, λόγω της ανάμειξή τους στα εσωτερικά της χώρας, προτρέποντας πολίτες και οργανώσεις της Βόρειας Ελλάδας να αντιδράσουν στις διαπραγματεύσεις για την ονομασία της ΠΓΔΜ και δη στην υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η Μόσχα ανταπέδωσε με την απέλαση, ως είθισται στη διπλωματική πρακτική, ισάριθμων ελλήνων διπλωματών, γεγονός που οδήγησε στην ψύχρανση των διμερών σχέσεων.

Βέβαια, στο μεταξύ δεν έλειψαν και επαφές σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους είχε επισκεφθεί τη Μόσχα ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και είχε συναντηθεί με τον ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Την κατάσταση της παροδικής –όπως ελπιζόταν– ψυχρότητας στις διμερείς σχέσεις ήλθε να επιτείνει η απόφαση της νέας ελληνικής κυβέρνησης για διεύρυνση της στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, με την παραχώρηση νέων βάσεων –πέραν της Σούδας– στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αλεξανδρούπολη. Μια κίνηση που ερμηνεύθηκε από τη Μόσχα ως αντιρωσικού χαρακτήρα.

Η επίσκεψη Λαβρόφ συνέπεσε και με την αναγγελία της Άγκυρας για νέες διερευνητικές δραστηριότητες του «Oruc Reis» εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας αλλά και με το παραλήρημα του Ερντογάν κατά του γάλλου Προέδρου και της Δύσης γενικότερα, με προφανή σκοπό να εμφανισθεί ως πρόμαχος του Ισλάμ, αδιαφορώντας για τις πιθανές συνέπειες για την ίδια την Τουρκία αλλά και τις διαθρησκειακές σχέσεις μεταξύ των λαών. Να θέλει ο κ. Ερντογάν να επιβεβαιώσει τη θεωρία του Σάμιουελ Χάντιγκτον για σύγκρουση μεταξύ πολιτισμών; Συμφωνεί, άραγε, μαζί του η πλειοψηφία του τουρκικού λαού, που επιθυμεί να ενταχθεί στην ΕΕ;

Ο έλληνας υπουργός των Εξωτερικών θα ανέπτυξε, ασφαλώς, στον ρώσο ομόλογό του λεπτομερώς και τεκμηριωμένα την τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και τις πιθανές συνέπειες από τη συμπεριφορά της Τουρκίας για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς ποιες ήταν οι αντιδράσεις και οι τοποθετήσεις του κ. Λαβρόφ. Παρά την ικανοποίηση που εκφράστηκε από ελληνικής πλευράς για τις δηλώσεις του περί δικαιώματος της Ελλάδας «να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια», που προβλήθηκε δεόντως από τα ΜΜΕ.

Όμως σχεδόν αποσιωπήθηκε η αναφορά του σε ιδιαιτερότητες κ.λπ. που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και επικαλείται η Τουρκία. Θετική μεν η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και του δικαιώματος της Ελλάδας από τον ρώσο ΥΠΕΞ, αλλά είναι σαν να κομίζει «γλαύκας εις Αθήνας» ή όπως λένε οι Γάλλοι «deja vu». Και τούτο γιατί το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια απορρέει από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας και αποτελεί κοινά αποδεκτή θέση από τη διεθνή κοινωνία και τα Ηνωμένα Έθνη.

Ο ρώσος ΥΠΕ δεν δίστασε να καταδικάσει το απεχθές έγκλημα που διαπράχθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα, όπως και τις μισαλλόδοξες δηλώσεις Ερντογάν, που εξάπτουν τις θρησκευτικές διαφορές. Η πολύπειρη ρωσική διπλωματία, που γνωρίζει άριστα τα τεκταινόμενα στην Τουρκία και στην ευρύτερη περιοχή, επωφελήθηκε από την αντιδυτική ρητορική του τούρκου Προέδρου, προσδοκώντας να αντλήσει πολιτικά και στρατηγικά οφέλη, κυρίως με αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ. Η Μόσχα συνήψε στενές σχέσεις με το καθεστώς Ερντογάν και μαζί με τις ΗΠΑ επέτρεψαν στην Τουρκία να εισβάλει στη Συρία, με κατοχή τμήματος μήκους εκατό και πλέον χιλιομέτρων και βάθος πέραν των τριάντα. Δεν είχα διστάσει να χαρακτηρίσω τη ρωσοτουρκική συνεργασία ως «λυκοφιλία» (όρος που εκφράζει βραχυπρόθεσμες και επισφαλείς σχέσεις).

Σε αντίθεση, οι ελληνορωσικές σχέσεις εδράζονται στον σεβασμό των αρχών και των αμοιβαίων συμφερόντων. Η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών επεκτείνεται σε όλους τους τομείς, οικονομικό, εμπορικό, αμυντικό, πολιτιστικό ακόμα και πολιτικό. Η Μόσχα γνωρίζει και κατανοεί τα όρια της πολιτικής και αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα λόγω της συμμετοχής της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Προ ετών, στη διάρκεια επίσκεψης Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Ρωσία, ανώτατο πρώην πολιτικό στέλεχος είχε χαρακτηρίσει τις ελληνορωσικές σχέσεις και την ελληνορωσική συνεργασία ως στρατηγικής σημασίας. Όταν, σε κατ’ ιδίαν συζήτηση, ρωτήθηκε για την έννοιά της, η απάντησή του ήταν ότι στρατηγικό χαρακτήρα προσλαμβάνουν οι σχέσεις δύο ή περισσοτέρων χωρών όταν αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις και σε βάθος χρόνου. Η απάντησή του ήταν σαφής και ο κοινός αντίπαλος ευκόλως εννοούμενος. Κοινός αντίπαλος είναι εκείνος που απειλεί τη σταθερότητα και την ασφάλεια σε μια περιοχή και μάλιστα γεωπολιτικά ευαίσθητη.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική κατανοεί και έχει υποστηρίξει ότι δεν συμφέρει η αποδυνάμωση και απομόνωση της Ρωσίας, η οποία είναι γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτιστικά αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Σε πολλές περιπτώσεις η Ελλάδα αντιτάχθηκε στην επιβολή αυστηρών κυρωτικών μέτρων κατά της Ρωσίας από την ΕΕ. Αυτό είναι γνωστό στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών και ασφαλώς στον σημερινό επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας, που θεωρείται από τους πλέον έμπειρους και ικανούς διπλωμάτες σε διεθνές επίπεδο.

Ελπίζουμε η επίσκεψή του στην Αθήνα να σηματοδοτήσει την πλήρη αποκατάσταση των ελληνορωσικών σχέσεων, που αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω με την επίσκεψη του Προέδρου κ. Βλαντιμίρ Πούτιν τον προσεχή χρόνο, ο οποίος θα συμμετάσχει στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την ανακήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, στην οποία μεγάλως συνέβαλε και η Ρωσία.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: ΑΠΕ-ΜΠΕ


Σχολιάστε εδώ