Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΤΙΣ ΚΟΤΕΣ, ΜΗ ΡΩΤΑΤΕ ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ

Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΤΙΣ ΚΟΤΕΣ, ΜΗ ΡΩΤΑΤΕ ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ

Ήταν τό δάσος έρημο
δέν είχε πιά ανθρώπους
καί η ζωή ετράβαγε
κάκιστη δίχως τρόπους,
•••
η ερημιά ανίκητη
κάτι κραυγές μονάχα
εμείς, εμείς ρωτούσαμε
τί νά συμβαίνει τάχα,
•••
οι φύλακες τής ερημιάς
όλοι τους μεθυσμένοι
ήταν μεγάλη η χαρά
μόνο κάτι δεμένοι,
•••
χωρίς νά ξέρουν τό γιατί
κλαίγαν αδιακόπως
γιατί ήταν σέ δίαιτα
καί άμισθος… ο κόπος,
•••
οι μέρες κατρακύλαγαν
οι νύχτες στό επίσης
καί όλοι ζούσαν στό γιατί
σέ μιά ζωή τής Δύσης,
•••
οι θάνατοι πληθαίνανε
καί η ζωή περνούσε
καί ο καθένας μέτραγε
τόν τάφο πού θά ζούσε,
•••
άγριος πάντα ο καιρός
σάν λύκος αλυχτούσε
κι ο ουρανός τό γλένταγε
σάν Τούρκος πού μεθούσε,
•••
Απ’ τόν Βορρά η παγωνιά
έστελνε στά Τουρκάκια
κι οι αλεπούδες γλένταγαν
χτυπώντας παλαμάκια,
•••
έτσι τά χρόνια πέρναγαν
φτάσανε οι μουσούδες
καί δίναν χαιρετίσματα
εδώ στίς Αλεπούδες,
•••
οι εκκλησιές ερήμωσαν
καμπάνες σιωπούσαν
μονάχα κάτι νεαροί
στά σκοτεινά γλεντούσαν,
•••
ο τόπος στόν κατήφορο
κύλαγε καί πονούσε
καί η ζωή αλλήθωρη
δέν ήξερε πού ζούσε,
•••
τό μέλλον άγνωστο κυλά
οι προσευχές δέν «πάνε»
μείναν ακίνητες, σιωπούν
κι οι Βόρειοι ΓΛΕΝΤΑΝΕ.
…………………………………….
«Άκρα του τάφου σιωπή
στον κάμπο βασιλεύει
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί
κι η μάνα το ζηλεύει».

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


 
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε  ΕΔΩ


Σχολιάστε εδώ