Η Γερμανία έτοιμη να προτείνει στην Αμερική ένα νέο στρατηγικό deal

Η Γερμανία έτοιμη να προτείνει στην Αμερική ένα νέο στρατηγικό deal

Δεν είναι σύνηθες φαινόμενο η υπουργός Άμυνας ενός μεγάλου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ να προτείνει μια νέα συμφωνία για τις διατλαντικές σχέσεις, εκφράζοντας επανειλημμένα και με συγκίνηση την “ευγνωμοσύνη” της προς τις ΗΠΑ.

Αυτό ακριβώς ωστόσο έκανε η Γερμανίδα υπουργός Annegret Kramp-Karrenbauer την περασμένη εβδομάδα.

Ακόμα και εντός του τελικού “γύρου” προ των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, οι ειδικοί στην Ουάσιγκτον εντός και των δύο πολιτικών στρατοπέδων θα ήταν ανόητοι εάν αποτύγχαναν να διαβάσουν ανάμεσα στις γραμμές των λόγων της Kramp-Karrenbauer και να εξετάσουν την προσφορά της.

Δεν είναι μυστικό ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στο Βερολίνο προσεύχονται υπέρ μιας νίκης του Joe Biden επί του Donald Trump. Ωστόσο η Kramp-Karrenbauer κάνει ρητή τη θέση της σε οποιονδήποτε μελλοντικό ένοικο του Λευκού Οίκου, είτε εκείνος είναι Δημοκρατικός είτε Ρεπουμπλικανός.

Δύση, Ανατολή ή ισαπόσταση;

Στην καρδιά του μηνύματός της βρίσκεται το εξής διακύβευμα: πώς μπορεί η Γερμανία να βοηθήσει στην υπεράσπιση της “Δύσης”, όταν αυτή ακριβώς η ιδέα, στην εποχή του τραμπικού εθνικισμού, ενδεχομένως και να μην υφίσταται καν; Επιπλέον, θα έπρεπε άραγε η Γερμανία να συνεχίσει να θεωρεί τον εαυτό της μέρος μιας πλασματικής “ενιαίας Δύσης” ή πρέπει να αρχίσει να κινείται σε ισαπόσταση μεταξύ Ανατολής και Δύσης – για παράδειγμα, μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ – σε μια στρατηγική αναζήτηση ανεξαρτησίας;

Η απάντηση της Kramp-Karrenbauer είναι ένα σαφές “ναι” στη Δύση. Αναβιώνει έτσι μια γερμανική παράδοση που ονομάζεται “Westbindung” ή “Δυτικός δεσμός”. Ξεκινώντας από τον Konrad Adenauer, τον πρώτο καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας, σήμαινε τον τερματισμό της μακράς και καταστροφικής γερμανικής ιστορίας της ταλάντευσης, γεωπολιτικής και πολιτιστικής, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, που βασιζόταν στην παραπλανητική πεποίθηση ότι η Γερμανία αποτελούσε μια “ειδική και ξεχωριστή περίπτωση”.

Ο Adenauer, και όλοι οι καγκελάριοι έκτοτε – ειδικά όμως οι Χριστιανοδημοκράτες – οδήγησαν τη Γερμανία με ορμή δίπλα στις ΗΠΑ από τη μία πλευρά και στη Γαλλία από την άλλη. Αυτός ο διπλός δεσμός βρήκε έκφραση στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ωστόσο ήταν οι ΗΠΑ που εγγυούνταν την ασφάλεια της Γερμανίας υπό τη στρατιωτική και πυρηνική αιγίδα τους. Ταυτόχρονα, “μας δίδαξαν τη δημοκρατία μας”, όπως αναγνώρισε με ευγνωμοσύνη η Kramp-Karrenbauer στην ομιλία της. Έτσι, η Αμερική έγινε “πατρική φιγούρα” για τη νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Αυτό ακριβώς το στοιχείο έκανε την ανοιχτή περιφρόνηση προς τη χώρα που επέδειξε πρόσφατα ο Τραμπ, Γερμανο-Αμερικανός στην καταγωγή, τόσο οδυνηρή.

Μια εναλλακτική γερμανική παράδοση ονομάζεται “Ostpolitik” ή “Ανατολική πολιτική”. Ξεκίνησε με τον Willy Brandt, τον πρώτο Γερμανό καγκελάριο που ανήκε στους Σοσιαλδημοκράτες, και πάντα τονιζόταν από το SPD (τον σημερινό ελάσσονα εταίρο στην κυβέρνηση της Μέρκελ).

Η Ostpolitik αρχικά αναζητούσε την ύφεση με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Από το τέλος, ωστόσο, του Ψυχρού Πολέμου, σε μεγάλο βαθμό υποστηρίζει σε γενικές γραμμές τις στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία. Ένα παράδειγμά της είναι ένας αμφιλεγόμενος και σχεδόν ολοκληρωμένος αγωγός φυσικού αερίου που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας.

Το επιχείρημα της Kramp-Karrenbauer είναι ότι η ενωμένη Δύση, με ισχυρές “αγκυρες” στις ΗΠΑ στη μία πλευρά του Ατλαντικού και στη Γερμανία στην άλλη, είναι πιο σημαντική από ποτέ. Η Κίνα ανέρχεται ταχέως, με ένα αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης αντίθετο στις δυτικές αξίες. Η Ρωσία και η Τουρκία είναι επικίνδυνες. Το κλίμα αλλάζει και η ευημερία, η δημοκρατία και η ειρήνη βρίσκονται σε κίνδυνο. Ποιος άλλος θα υπερασπιστεί τις δυτικές αξίες εάν οι ΗΠΑ, η Γερμανία και οι φίλοι τους δεν το πράξουν;

“Κλειδί” η ενίσχυση του γερμανικού στρατού

Η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας αναγνωρίζει ανοικτά ότι οι ΗΠΑ θα ενδιαφέρονται πλέον περισσότερο για τον Ειρηνικό σε σχέση τον Ατλαντικό. Αναφέρεται με συγκατάβαση ακόμη και στην – με αρκετή δόση αλήθειας – διακομματική κριτική από πλευράς ΗΠΑ κατά της Γερμανίας για την παραμέληση του καθήκοντός της να οικοδομήσει έναν ισχυρό στρατό.

Να λοιπόν η συμφωνία που προτείνει: μόλις τελειώσει η τρέχουσα ανόητη σεζόν πολιτικής αντιπαράθεσης εντός των ΗΠΑ, ας πατήσουμε το κουμπί επαναφοράς. Αντί να απειλούμε ο ένας τον άλλον με δασμούς, ας μιλήσουμε ξανά για μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών για ολόκληρη τη Δύση.

Σε αντάλλαγμα, η Kramp-Karrenbauer υπόσχεται ότι η Γερμανία θα επενδύσει στον στρατό της και, όταν αποτυγχάνει η διπλωματία, θα τον χρησιμοποιεί για να διατηρεί την τάξη στη γειτονιά της – από τη Βαλτική έως τα Βαλκάνια κι από τη Βόρεια Θάλασσα έως τη Μεσόγειο.

Αυτό αποκαλείται από την ίδια ως ένας “νέος γερμανικός ρεαλισμός”. Στην πραγματικότητα, σημειώνει ότι η Γερμανία θα μπορούσε να απαλλάξει τις ΗΠΑ από τα βάρη του να λειτουργούν ως περιφερειακός “αστυνόμος”, οπότε η Αμερική θα μπορεί να κατανέμει καλύτερα τις δυνάμεις και την προσπάθειά της σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η στρατηγική διαφορά με το όραμα Μακρόν

Μια τέτοια πρόταση, προερχόμενη από γερμανικά χείλη, είναι αξιοσημείωτη. Αντιπροσωπεύει μια ξεκάθαρη απόρριψη του οράματος που εκτίθεται από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος οραματίζεται μια Ευρώπη που θα αγνοεί τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις και θα προσπαθεί να γίνει αμιγώς γεωπολιτικά “αυτόνομη” και “κυρίαρχη”.

Δεύτερον, απορρίπτει και τα απομεινάρια της Ostpolitik και αυτό που αποκαλείται “ρομαντική σταθεροποίηση στη Ρωσία”, η οποία συχνά συνδυάζεται με μια μεγάλη δόση αντι-αμερικανισμού.

Σε μια ένδειξη ότι το έδαφος της συζήτησης στο Βερολίνο έχει μετακινηθεί, ακόμη και ο υπουργός Εξωτερικών Heiko Maas, σοσιαλδημοκράτης, αυτή την εβδομάδα φάνηκε να μιλά σαν μια δεύτερη Kramp-Karrenbauer. Ενώ εξακολούθησε να τονίζει ότι ο στόχος είναι η “ευρωπαϊκή κυριαρχία”, αποδέχθηκε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ και πρότεινε την ευθυγράμμιση των εξωτερικών πολιτικών των δύο χωρών, από τις διεθνείς κυρώσεις έως το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.

Ορισμένοι βετεράνοι της διατλαντικής σχέσης θα συγχωρούνταν εάν αντιδρούσαν με σκεπτικισμό σε μια τέτοια ρητορική. Στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου το 2014, αρκετοί Γερμανοί ηγετικοί παράγοντες υποσχέθηκαν ότι θα συνεργάζονταν με τους συμμάχους τους “νωρίτερα, πιο αποφασιστικά και πιο ουσιαστικά”.

Τίποτε απολύτως δεν πραγματοποιήθηκε στη βάση αυτών των διακηρύξεων, εν μέρει επειδή η γερμανική κοινή γνώμη παραμένει επιφυλακτική σε μια αυξημένη δραστηριότητα της Γερμανίας εκτός συνόρων.

Ο κόσμος, όμως, έχει αλλάξει. Όποιος κερδίσει την επόμενη εβδομάδα – και οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα στον Μπάιντεν – θα πρέπει να μην ξεχάσει τη μακρά και ταραγμένη φιλία της Αμερικής με τη Γερμανία.

Η αναζωογόνησή της στη βάση νέων όρων θα ήταν καλό πράγμα τόσο για τις δύο χώρες, όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο.

Με πληροφορίες από το capital.gr

Πηγή: Bloomberg/Andreas Kluth


Σχολιάστε εδώ