Το ζητούμενο είναι η προάσπιση της ελληνικής υφαλοκρηπίδος και όχι των χωρικών υδάτων των έξι μιλίων, που δεν απειλεί κανένας – Ανάλυση του Π. Νεάρχου
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
H εικόνα του Ελληνικού στόλου, καθηλωμένου στα όρια των χωρικών υδάτων στο Καστελλόριζο, ενώ το «Oruc Reis» αλωνίζει στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα και διεξάγει έρευνες, δείχνει το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει μια ορισμένη πολιτική και τους κινδύνους που εγκυμονεί.
Η ατυχής ιδέα, επιπλέον, να προβληθεί διά του υπουργού Προεδρίας κ. Γεραπετρίτη, ως δήθεν κόκκινη γραμμή, το όριο των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων, για να δικαιολογηθεί η παθητική αντιμετώπιση του «Oruc Reis», έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Οι προσπάθειες να διορθωθεί εκ των υστέρων η απαράδεκτη αυτή θέση δεν έκανε τα πράγματα φωτεινότερα.
Αντιθέτως, δημιούργησε σύγχυση για το τι ακριβώς είναι το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση, γεγονός που βολεύει τους υπευθύνους για την άσκηση της πολιτικής αυτής. Το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι η προάσπιση των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων, που δεν τα απειλεί κανένας, αλλά της Ελληνικής υφαλοκρηπίδος στο Καστελλόριζο.
Η μη επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια και η μη ανακήρυξη της ΑΟΖ κάνει τα πράγματα δυσκολότερα για την Ελληνική πλευρά. Η υφαλοκρηπίδα όμως υπάρχει αφ’ εαυτής (ipso facto και ab initio) και η Ελλάδα έχει σ’ αυτήν κυριαρχικά δικαιώματα. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση αντιμετωπίσθηκαν στο παρελθόν οι Τουρκικές απόπειρες παραβιάσεως της Ελληνικής υφαλοκρηπίδος και προεκλήθησαν οι μεγάλες κρίσεις του 1976 και του 1987.
Η επίκληση ακόμη και της συμφωνίας της Βέρνης και των άτυπων συνεννοήσεων μετά την κρίση του 1987 για αμοιβαία αποχή από έρευνες και γεωτρήσεις, εκτός χωρικών υδάτων, είναι άνευ αντικειμένου, όταν η Τουρκική πλευρά παραβιάζει η ίδια τις συμφωνίες αυτές, πριν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, προσπαθώντας να επιβάλει τις παράνομες και αυθαίρετες αξιώσεις της διά τετελεσμένων γεγονότων.
Όσον αφορά ειδικότερα τα χωρικά ύδατα η επέκτασή τους σε 12 μίλια είναι μονομερές δικαίωμα κάθε χώρας. Δεν απαιτείται καμιά συνεννόηση και συμφωνία με την Άγκυρα. Η προβολή από την τελευταία του γνωστού casus belli δεν έχει καμιά νομική βάση και αποσκοπεί στον εκφοβισμό της Ελλάδος για να την υποχρεώσει να μην ασκήσει ένα δικαίωμα που αναφέρεται στην εθνική της κυριαρχία. Το να εκφοβίζεται η Ελλάδα και να μην ασκεί το δικαίωμα αυτό, που επεκτείνει την εθνική της θαλάσσια επικράτεια, είναι απαράδεκτο και ανάξιο της χώρας. Πολύ περισσότερο όταν η Άγκυρα δεν αποκρύπτει τις επεκτατικές φιλοδοξίες της, που εκδηλώνονται μέσα από το λεγόμενο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και φτάνουν μέχρι νότια της Κρήτης, με αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ των νησιών.
Η επιλογή του Καστελλορίζου, στη φάση αυτή, από την Τουρκική επεκτατική πολιτική δεν είναι τυχαία.
Συγκεντρώνει τρεις βασικούς λόγους, που εξυπηρετούν τους στόχους της. Διαδραματίζει, πρώτον, κομβικό ρόλο στη χάραξη της Ελληνικής ΑΟΖ και είναι μια περιοχή πλούσια σε υδρίτες. Βρίσκεται, δεύτερον, στο ακραίο γεωγραφικό όριο της Ελληνικής επικράτειας και πολύ κοντά στις Τουρκικές ακτές, γεγονός που παρέχει το γεωγραφικό πλεονέκτημα στην Τουρκική πλευρά από επιχειρησιακή άποψη. Προσφέρεται, τρίτον, στην τουρκική προπαγάνδα, που παρουσιάζει πόσο κοντά είναι το Καστελλόριζο στις «μεγάλες» Τουρκικές ακτές και πόσο μακριά από την Ελλάδα, ως το Καστελλόριζο να μην είναι Ελλάδα και η Ελλάδα να είναι μόνο η Αθήνα.
Ο εγκλωβισμός της Ελληνικής πλευράς στη σημερινή παθητική στάση, που τα διλήμματά της θα επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο όταν η Άγκυρα θα προχωρήσει σε γεωτρήσεις, είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης πολιτικής της κυβερνήσεως να αναστείλει τη στρατηγική προσέγγιση με τη Γαλλία, που θα ενίσχυε καταλυτικά την Ελληνική αποτροπή και να προσανατολισθεί προς την «ειρηνική» δήθεν πολιτική του διαλόγου, με διαμεσολαβητή το φιλοτουρκικό Βερολίνο.
Ο Ερντογάν δεν έχει καμιά ειρηνική πρόθεση και δεν εννοεί, βεβαίως, τον διάλογο, με τον τρόπο που τον εννοεί και τον θέλει η Ελληνική πλευρά.
Εντός δηλαδή του πλαισίου του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου και με μόνο θέμα την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Ο Ερντογάν θέλει να σύρει την Ελλάδα σε συνομιλίες πάνω σ’ ολόκληρο το πακέτο των Τουρκικών διεκδικήσεων και να εγγράψει προηγουμένως υποθήκες υπέρ της Άγκυρας με τετελεσμένα γεγονότα. Η κλιμάκωση γι’ αυτό της εντάσεως και η κρίση είναι όπλα στα χέρια του Ερντογάν για τη διαμόρφωση της ατζέντας του διαλόγου και τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων.
Τι σημαίνει η ουσιαστική σιωπή και απραξία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, υπό την επίδραση της Γερμανικής πολιτικής, η οποία προβάλλει τη δικαιολογία ότι πρέπει να δοθεί χρονικό περιθώριο για την αποκλιμάκωση και τον διάλογο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, πριν να εξετασθεί το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων;
Παρέχεται χρόνος στον Ερντογάν να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα και ασκούνται πιέσεις στην Ελλάδα να δείξει «αυτοσυγκράτηση» και να μην αντιδράσει για να αποφευχθεί η κλιμάκωση της κρίσεως.
Η στάση αυτή υποκρύπτει ανομολόγητη ανοχή προς την Άγκυρα αλλά και αναμονή υποχωρήσεων εκ μέρους της Ελλάδος, η οποία πρέπει γι’ αυτό να είναι σε «αδύναμη» θέση για να υποχρεωθεί να κάνει υποχωρήσεις.
Η κυβέρνηση επέλεξε την πολιτική αυτή γιατί η κυρίαρχη τάση στους κόλπους της είναι ακριβώς ο κατευνασμός και ο δήθεν «διάλογος», όταν ο αντίπαλος επελαύνει και επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Ερντογάν το μόνο που υπολογίζει είναι η αξιοπιστία της Ελληνικής αποτροπής και η αποφασιστικότητα της πολιτικής της ηγεσίας.
Υπήρχε και υπάρχει εναλλακτική οδός για την Ελληνική πλευρά; Η αποφασιστική στάση της Γαλλίας κατά της Άγκυρας, όχι απλώς από αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και την Κύπρο, δύο χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αλλά και για τους δικούς της γεωστρατηγικούς και πολιτικούς λόγους, έδωσε στην Ελλάδα μια ευκαιρία να συνάψει μια άμεση στρατηγική σχέση με τη Γαλλία, που θα ενίσχυε κατακόρυφα την αμυντική της αποτροπή.
Με άξονα την Ελληνο-Γαλλική στρατηγική σχέση, μπορεί επίσης να πάρει πιο συνεκτική και συγκεκριμένη μορφή μια ευρύτερη συμμαχία στην Ανατολική Μεσόγειο, και με άλλες χώρες, που έχουν τους δικούς τους λόγους να μη θέλουν και να αντιμάχονται ενεργά τις Τουρκικές φιλοδοξίες για ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Αναμενόταν, συγκεκριμένα, η υπογραφή, κατά τη συνάντηση των ηγετών της Ευρωπαϊκής όχθης της Μεσογείου στην Κορσική, ενός Ελληνο-Γαλλικού Αμυντικού Συμφώνου, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής. Στο ίδιο πλαίσιο, θα υπογραφόταν, επιτέλους, η συμφωνία για την προμήθεια από την Ελλάδα δύο υπερσύγχρονων φρεγατών Belharra και η υπενοικίαση δύο φρεγατών Fremm ως ενδιάμεση λύση.
Αιφνιδίως, όλα ανεστράφησαν και έμειναν μετέωρα, προφανώς κάτω από την πίεση του Βερολίνου και δευτερευόντως της Ουάσινγκτον. Εάν προχωρούσαν, όπως είχαν προγραμματισθεί, οι ενέργειες αυτές, θα τολμούσε ο Ερντογάν να συμπεριφέρεται με τον τρόπο με τον οποίο το κάνει σήμερα;
Οι ξένες πιέσεις και οι εκβιασμοί υπάρχουν. Η ύψιστη όμως προτεραιότητα για κάθε χώρα είναι η εθνική της ασφάλεια και άμυνα. Αυτό είναι τελικά το κριτήριο, με βάση το οποίο πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις. Η κρίση με την Τουρκία δεν είναι συγκυριακή και πρόσκαιρη. Δεν είναι επίσης κρίση για μικρά ή περιθωριακά θέματα.
Η επικράτηση στην Άγκυρα μιας αναθεωρητικής επεκτατικής πολιτικής, που εμπνέεται από μια σύνθεση Τουρκικού εθνικισμού και Ισλάμ, είναι μια υπαρξιακή απειλή για την Ελλάδα. Η Ελλάδα μπορεί τυπικά να είναι σύμμαχος με την Τουρκία στο ΝΑΤΟ. Ουσιαστικά όμως έχει γεωπολιτικό ανταγωνισμό με την Τουρκία, που επιτείνεται σήμερα με την παλινδρόμηση της Τουρκίας στον επιθετικό και κατακτητικό Ισλαμισμό. Το ΝΑΤΟ εξακολουθεί ακόμη να αντιμετωπίζει τα πράγματα μέσα από το γνωστό αντι-Ρωσικό του πρίσμα, που παραπέμπει στον παγκόσμιο γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ. Δεν θα μας πείσει όμως ότι ο εχθρός μας είναι δήθεν οι Ρώσοι και ότι οι Τούρκοι είναι «σύμμαχοί» μας. Ο απερίγραπτος Γ. Γραμματέας του Στόλτενμπεργκ έρχεται πάλι στην Αθήνα για να αντισταθμίσει την επικείμενη επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Λαβρόφ, στις 26 του μηνός, και να ζητήσει από την Ελλάδα και την Τουρκία «να ρίξουν τους τόνους», ως η Ελλάδα να έχει ίση ευθύνη στη δημιουργία της κρίσεως.
Η εμμονή της κυβερνήσεως στη σημερινή πολιτική της παθητικής ανοχής των Τουρκικών τετελεσμένων γεγονότων, με αναμονή του υποσχόμενου από το Βερολίνο «διαλόγου», είναι αυτοκαταστροφική και αδιέξοδη για τη χώρα. Οι διπλωματικές κινήσεις για αναστολή της τελωνειακής ενώσεως της Τουρκίας με την Ευρώπη και για την αναστολή αποστολής όπλων στην Τουρκία από Ευρωπαϊκές χώρες είναι σωστές κινήσεις. Δεν αρκούν όμως. Αυτό που χρειάζεται άμεσα η χώρα είναι η κατακόρυφη ενίσχυση της αμυντικής της αποτροπής και ισχύος. Αυτό μπορεί να γίνει με το Ελληνο-Γαλλικό αμυντικό σύμφωνο, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής. Η άμεση υπογραφή του είναι εθνική ανάγκη και επιταγή για την εθνική άμυνα και την αποτελεσματική επίσης κάλυψη της Κύπρου.
Η Ελλάδα πρέπει επίσης να αξιοποιήσει την επίσκεψη Λαβρόφ και την αναγγελλόμενη επίσκεψη Πούτιν τον Μάρτιο του 2021 για να αποκαταστήσει τις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις, που, κατά παράλογο τρόπο, υπονομεύθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε Λιθουανία ούτε Πολωνία, που βλέπουν, για ιστορικούς και γεωπολιτικούς λόγους, τη Ρωσία μέσα από ένα αντι-Ρωσικό πρίσμα. Η Ρωσία είναι μια υπερδύναμη κοντά στην Ελλάδα, που διαδραματίζει εκ των πραγμάτων έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην Ελληνο-Τουρκική εξίσωση και σχέση ισορροπίας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ