Η υπερίσχυση της «Σημιτικής» πολιτικής στην κυβέρνηση θέτει σε κίνδυνο τη χώρα – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

Η υπερίσχυση της «Σημιτικής» πολιτικής στην κυβέρνηση θέτει σε κίνδυνο τη χώρα – Ανάλυση του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Φαινομενικά, τα σημαντικά λαμβάνουν χώρα στις Βρυξέλλες, στη Σύνοδο Κορυφής. Η Ελληνική αντιπροσωπεία κατήγγειλε την επιστροφή του «Oruc Reis» στο Καστελλόριζο και κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιδράσει.

Γαλλία και Γερμανία ειδικότερα κάλεσαν την Τουρκία να σταματήσει τις δραστηριότητες του «Oruc Reis» και έδωσαν γι’ αυτό προθεσμία μία εβδομάδα, που συμπίπτει με τη λήξη της Τουρκικής NAVTEX, για να ανταποκριθεί, υπονοώντας ότι μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής θα ληφθούν μέτρα κατά της Ά­γκυρας, εάν ανανεώσει τη NAVTEX και συνεχίσει τις ίδιες δραστηριότητες.

Όλοι όμως γνωρίζουν ότι η Γερμανία δεν άλλαξε τη θέση που υπεστήριξε και στο προηγούμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Απορρίπτοντας κάθε ιδέα για κυρώσεις, καθοδήγησε τις εξελίξεις προς την έγκριση θετικής ατζέντας υπέρ της Τουρκίας αντί κυρώσεων. Η εξέλιξη αυτή αχρήστευσε οποιαδήποτε ουσιαστική πίεση κατά της Άγκυρας και απέδειξε αυτό που υπολόγιζε ο Ερντογάν για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ότι είναι πολύ διχασμένη και πολύ ανίσχυρη για να αναλάβει οποιονδήποτε ρόλο, που θα έπρεπε να φοβάται ο ίδιος. Ο Τούρκος ηγέτης επανέκαμψε γι’ αυτό στο ίδιο παιχνίδι, στο οποίο επιδίδεται από δεκαετίες η Τουρκική πολιτική. Να προσπαθεί, δηλαδή, να χρησιμοποιήσει το ειδικό γεωστρατηγικό βάρος της Τουρκίας ως όπλο για να πιέσει τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδος αλλά και τις ΗΠΑ να στρέψουν την επιρροή τους προς την Ελλάδα για να προβεί σε υποχωρήσεις.

Οι συνθήκες στην Τουρκία άλλαξαν σημαντικά με τον Ερντογάν. Η Άγκυρα μετακινήθηκε σε νέες θέσεις. Συνεχίζει όμως το ίδιο επιτήδειο παιχνίδι μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, υπολογίζοντας στην ανοχή που ακόμα βρίσκει, για λόγους ισορροπίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό, χρησιμοποιεί συστηματικά τον εκβιασμό, καταφεύγοντας στην τακτική της «διαπραγματεύσεως», με τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων. Αυτό επιχειρεί και στο Καστελλόριζο, με τη νέα εισβολή στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Ερντογάν ασκεί πιέσεις στους συμμάχους, κατά πρώτο λόγο της Ευρώπης, να μην αφήσουν την Ελλάδα να αντιδράσει στην εισβολή του «Oruc Reis» και να ανεχθεί τις παραβιάσεις του. Το εκπληκτικό είναι ότι αυτό το κάνει η Ελλάδα, αναιρώντας τις κόκκινες γραμμές της άμυνάς της. Ο ίδιος ο υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως κ. Γεραπετρίτης άφησε σαφώς να εννοηθεί, με δηλώσεις του, ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει εάν παραβιασθούν τα χωρικά της ύδατα, δηλαδή το όριο των 6 ναυτικών μιλίων. Πρόκειται για δηλώσεις ντροπής, που αποθρασύνουν, βεβαίως, την άλλη πλευρά.

Η Άγκυρα δεν έχει καμιά πρόθεση να παραβιάσει τα χωρικά ύδατα των 6 ν. μιλίων γιατί ακριβώς αυτό θέλει. Η Ελλάδα να μην επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 12 μίλια, όπως είχε δικαίωμα, και να μη θεωρεί ως δική της υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ τη θαλάσσια περιοχή εκτός των καθορισμένων χωρικών υδάτων, με βάση την υφαλοκρηπίδα των νησιών, την οποία η Άγκυρα αυθαιρέτως αμφισβητεί και απορρίπτει. Η θεωρία ότι η Ελλάδα αντιδρά μόνο εάν παραβιασθούν τα χωρικά της ύδατα είναι μια πολύ επικίνδυνη θεωρία, που θέτει σε άμεσο κίνδυνο την Ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Είναι γνωστό ότι η υφαλοκρηπίδα μιας χώρας υπάρχει αφ’ εαυτής, αντίθετα με την ΑΟΖ, η οποία, για να υπάρξει, πρέπει να ανακηρυχθεί. Ένα μέτρο συγκρίσεως με αυτό που γίνεται σήμερα είναι οι κρίσεις του 1976 και του 1987, αντιστοίχως επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή και επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου. Οι κρίσεις δεν προεκλήθησαν ασφαλώς γιατί η Άγκυρα αποπειράθηκε να παραβιάσει τα Ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά την Ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Μέσα από το πρίσμα αυτό, η επίσκεψη Μάας στην Ελλάδα και στην Κύπρο και η ματαίωση της επισκέψεώς του στην Άγκυρα, που ερμηνεύθηκε ως αποδοκιμασία και κύρωση κατά της Τουρκικής πολιτικής, αποκτά άλλο νόημα. Δεν είναι η Ελλάδα και η Κύπρος που δημιουργούν το πρόβλημα. Αυτό που χρειαζόταν επομένως ήταν η πίεση στην Άγκυρα. Η ματαίωση της επισκέψεως Μάας εκεί δεν μπορεί να παρουσιασθεί ως δήθεν άσκηση πιέσεως.

Η προτροπή, αντιθέτως, προς Αθήνα και Λευκωσία για συμβολή στην αποκλιμάκωση ισοδυναμεί με παραίνεση για παθητική στάση και μη αντίδραση. Ο Ερντογάν δεν έχει κανέναν λόγο να θέλει αποκλιμάκωση. Χρησιμοποιεί ως όπλο την ένταση και την κρίση για να πάρει αυτά που θέλει. Να σύρει δηλαδή την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όχι στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, αλλά στη βάση των δικών του αυθαίρετων αξιώσεων.

Ο Σημιτικός προσανατολισμός της κυβερνήσεως στα εθνικά θέματα και όχι μόνον εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για τη χώρα, σε μια συγκυρία που η χώρα έχει εν δυνάμει συμμάχους και μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον τουρκικό τυχοδιωκτισμό. Η Τουρκική πολιτική Ερντογάν έχει διαφοροποιήσει τη θέση της Τουρκίας και έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις από πολλές κατευθύνσεις. Η επιδίωξή της ειδικότερα να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο, που αφορά άμεσα την Ελλάδα και την Κύπρο, ανησυχεί και άλλες χώρες και μεγάλες δυνάμεις, που έχουν ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή.

Δεν είναι τυχαία, από την άποψη αυτή, η έντονη αντίδραση της Γαλλίας, που έσπευσε να στηρίξει ενεργά την Ελλάδα και την Κύπρο. Έφτασε στο σημείο να προτείνει στην Ελλάδα την υπογραφή αμυντικού συμφώνου, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής. Προσέφερε στην Ελλάδα το αεροσκάφος Ραφάλ, με όλα τα όπλα που μπορεί να φέρει. Κάνουν μεγάλο λάθος αυτοί που βλέπουν σ’ αυτό την εμπορική μόνο διάσταση. Υπάρχει σαφέστατα σ’ αυτό και μια στρατηγική διάσταση, όπως και στην προσφορά των δύο νέων φρεγατών τύπου Fremm, ως ενδιάμεση λύση, μέχρι την παράδοση των υπερσύγχρονων φρεγατών τύπου Belharra.

Σε μια όμως ακατανόητη στροφή, ενώ ο Τουρκικός Αττίλας είναι προ των πυλών, η κυβέρνηση πάγωσε κάθε εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή και προσχώρησε στον Γερμανικό άξονα, η φιλοτουρκική πολιτική του οποίου είναι γνωστή, όπως και οι συστάσεις του για «διάλογο». Ο Ταγίπ Ερντογάν καθιστά όμως πολύ σαφές πώς εννοεί αυτόν τον «διάλογο» και πώς προτίθεται να θέσει, με τετελεσμένα γεγονότα, τη βάση αυτού του «διαλόγου».

Ποια είναι τα μηνύματα που στέλνει η κατευναστική και ενδοτική αυτή πολιτική; Ποια αξιοπιστία έχει η Ελλάδα απέναντι στους εν δυνάμει συμμάχους της, όταν ενεργεί με τόση έλλειψη αποφασιστικότητας και θελήσεως για αντίσταση στον Τουρκικό επεκτατισμό;

Γιατί δεν απαντά στην Τουρκική ιταμότητα με τη σύμπηξη ενός ισχυρού συμμαχικού συνασπισμού, με χώρες όπως η Γαλλία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που έχουν όλες κάθε λόγο να αντιταχθούν ενεργά στον Τουρκικό ηγεμονισμό; Γιατί δεν απαντά άμεσα, με την επέκταση σε 12 μίλια των Ελληνικών χωρικών υδάτων στην Ανατολική Μεσόγειο; Γιατί δεν ανακηρύσσει την ΑΟΖ, αφού, ούτως ή άλλως, υπάρχει η διαμάχη για τα όριά της με την Τουρκία; Γιατί δεν επιταχύνεται, με τον μέγιστο δυνατό τρόπο, η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, κατά πρώτο λόγο του Πολεμικού Ναυτικού, και παραπέμπεται πάλι η προμήθεια νέων φρεγατών σε χρονοβόρους διεθνείς διαγωνισμούς, μετά από διαπραγματεύσεις επί 11 έτη;

Η Τουρκική πλευρά απειλεί ευθέως την Ελλάδα με πόλεμο, εάν δεν ενδώσει και δεχθεί τον δήθεν «διάλογο» που θέλει αυτή. Πρόκειται για ιταμό τελεσίγραφο, που δεν μπορεί να δεχθεί η Ελλάδα, ούτε φανερά ούτε υπογείως. Η πολιτική όμως αυτή δεν υπηρετείται με Σημιτικούς ενδοτισμούς και με Γερμανικές διαβεβαιώσεις και διαμεσολαβήσεις.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ